Μία καινούργια μέρα ξεκινά. Μαζί και οι στόχοι κίνησης που έχεις θέσει στο βιομετρικό ρολόι σου. Μία μικρή συσκευή που απλά περικυκλώνει τον καρπό σου και μπορεί να καταγράφει ασταμάτητα όσα εσύ δεν θα σκεφτόσουν να κάνεις ποτέ. Πόσα σκαλιά ανέβηκες, πόσα βήματα έκανες, πόση απόσταση διένυσες σε μία ημέρα, μία εβδομάδα, έναν μήνα, ένα έτος.
Ολα τα παραπάνω δεν είναι τίποτα μπροστά στις υπόλοιπες δυνατότητές του. Κάθε υπολογισμός και σύγκριση για τις μετρήσεις του οξυγόνου αίματος, του καρδιακού ρυθμού σου, της ποιότητας του ύπνου σου, της πίεσης και των παλμών σου θα έπρεπε να συνοδεύεται και με ένα… πιστοποιητικό εισαγωγής στην επιστήμη των δεδομένων. Φυσικά ενσωματωμένα είναι και δεκάδες προγράμματα, από πατινάζ μέχρι πινγκ πονγκ, για να μην ξεχάσεις να καταγράψεις κάθε σου δραστηριότητα.
Είναι ξεκάθαρο πως όλα αυτά τα smartwatches ή αλλιώς οι «ψηφιακοί Σερλοκ Χολμς της φυσικής σου κατάστασης» καλύπτουν όλα τα γούστα και τα ενδιαφέροντα βοηθώντας τον χρήστη να αξιολογεί συνεχώς τι πρέπει να βελτιώσει στην καθημερινή του ρουτίνα. Είναι όμως τόσο ακριβή όσο νομίζουν οι περισσότεροι;
Αξιόπιστες μετρήσεις
Απάντηση στην ερώτηση περί ακριβείας των ρολογιών θέλησε να δώσει μία ομάδα επιστημόνων, οι οποίοι πρόσφατα δημοσίευσαν μία μεγάλη ανασκόπηση 249 δημοσιευμένων μελετών. Μιλώντας στην «Κ» ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο Kάιλμπε Ντόχερτι, επίκουρος καθηγητής στη Σχολή Δημόσιας Υγείας, Φυσικοθεραπείας και Αθλητικής Επιστήμης στο ερευνητικό πανεπιστήμιο University College Dublin, μας κάνει μία περίληψη όσων πρέπει να κρατήσουμε.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η μέτρηση του καρδιακού ρυθμού είναι μία από τις πιο αξιόπιστες μετρήσεις στα smartwatches τα οποία ανιχνεύουν σωστά σχεδόν 100% τις περιπτώσεις αρρυθμίας. Επίσης η μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού σε ηρεμία είναι ένας άλλος τομέας όπου τα smartwatches τείνουν να έχουν καλές επιδόσεις.
Καταμέτρηση θερμίδων και παρακολούθηση ύπνου: οι αδύναμοι κρίκοι
«Τα νέα ωστόσο δεν είναι τόσο καλά όταν πρόκειται για την εκτίμηση της ενεργειακής δαπάνης ή την παρακολούθηση του ύπνου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τα δεδομένα γίνονται λίγο πιο απρόβλεπτα», εξηγεί ο καθηγητής.
Οπως εξηγεί τα ποσοστά σφάλματος ως προς την ενεργειακή δαπάνη μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά τη χρησιμότητα αυτών των δεδομένων για τους χρήστες που επιθυμούν να διαχειριστούν τις καύσεις θερμίδων.
Επίσης για τον ίδιο η παρακολούθηση του ύπνου είναι μία πρόκληση καθώς συχνά τα ρολόγια υπερεκτιμούν τον συνολικό χρόνο ύπνου κατά περισσότερο από 10% και δυσκολεύονται να προσδιορίσουν με ακρίβεια τα στάδια του ύπνου ή τον χρόνο που χρειάζεται για να αποκοιμηθεί κάποιος. «Το ίδιο συμβαίνει και με τη μέτρηση μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου (VO2max), η οποία έχει υψηλά περιθώρια σφάλματος που την καθιστούν λιγότερο αξιόπιστη για την εξατομικευμένη παρακολούθηση της φυσικής κατάστασης», προσθέτει.
Πώς εκτιμούμε μόνοι μας την ακρίβεια του ρολογιού μας;
Οφέλη ρολογιών σύμφωνα με τον κ. Φλουρή:
Συνεχόμενη παρακολούθηση σωματικής κατάστασηςΥιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωήςΛήψη καλύτερων αποφάσεων για την υγεία μαςΚίνητρο για αποφυγή καθιστικής ζωής
Γίνεται όμως να εκτιμήσουμε μόνοι μας αν το ρολόι μας μάς λέει την αλήθεια; Η απάντηση είναι ναι, αν και η διαδικασία είναι λίγο περίπλοκη.
Οπως εξηγεί στην «Κ» ο Ανδρέας Φλουρής, καθηγητής Φυσιολογίας στο τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, για να εκτιμήσουμε την ακρίβεια των δεδομένων μπορούμε να συγκρίνουμε τα αποτελέσματα του ρολογιού με επαγγελματικές ιατρικές συσκευές, όπως πιεσόμετρα ή παλμογράφους, ή να τα αντιπαραβάλουμε με μετρήσεις σε ιατρικές εξετάσεις.
«Δεν θα πρέπει να δίνουμε ιδιαίτερη σημασία σε μεμονωμένα γεγονότα αλλά στα φαινόμενα που βλέπουμε να συμβαίνουν συχνά (π.χ., υψηλή καρδιακή συχνότητα κατά τον ύπνο για συνεχόμενες ημέρες). Ο λόγος είναι ότι η ακρίβεια των μετρήσεων των βιομετρικών ρολογιών επηρεάζεται σημαντικά από καταστάσεις όπως ιδρώτας ή κίνηση κατά τη διάρκεια άσκησης, με αποτέλεσμα να έχουν σημαντική απόκλιση κάποιες φορές. Ομως, αν βλέπουμε κάτι να συμβαίνει συχνά, οφείλουμε να το εξετάσουμε περισσότερο», σημειώνει.
Επίσης απαραίτητο για τον ίδιο είναι και η σωστή τοποθέτηση του ρολογιού στον καρπό, ενώ καλό θα ήταν να αποφεύγουμε συνθήκες που μπορεί να επηρεάσουν την ακρίβεια, όπως έντονη κίνηση ή χαμηλή μπαταρία.
Τα ρολόγια δεν αντικαθιστούν τον γιατρό ή τον γυμναστή
Κάτι που δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, είναι πως όσες πληροφορίες και αν παρέχει ένα ρολόι, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον γιατρό, τον γυμναστή ή τις ιατρικές εξετάσεις. «Οι χρήστες μπορεί να παρασυρθούν και να θεωρήσουν ότι επαρκούν για τη διάγνωση ή την πρόληψη. Ομως, τα βιομετρικά ρολόγια δεν έχουν την ακρίβεια και το εύρος των εξετάσεων που απαιτούνται για την παρακολούθηση της υγείας ενός ατόμου και σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστούν την ιατρική συμβουλή, ειδικά όταν υπάρχει κάποιο υποκείμενο νόσημα», εξηγεί ο κ. Φλουρής.
Μελέτες μόλις για ένα στα 10 ρολόγια
Αξιο απορίας παραμένει πάντως το γεγονός πως παρά την αφθονία στην αγορά τέτοιων ρολογιών, η επιστημονική κοινότητα δεν φαίνεται να τα «ακουμπά». «Δυστυχώς, υπάρχουν επιστημονικές μελέτες μόλις για 1 στα 10 βιομετρικά ρολόγια που έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα», εξηγεί ο καθηγητής προσθέτοντας πως οι μελέτες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα έχουν αξιολογήσει μόλις το 3,5% των βιομετρικών αποτελεσμάτων που παρέχουν αυτές οι συσκευές.
Πάντως μία πιθανή εξήγηση για τον μειωμένο ενθουσιασμό των ερευνητών να ασχοληθούν με αυτό το ζήτημα είναι ότι καθεμία από αυτές τις μελέτες θεωρείται ήδη παλιά όταν πλέον δημοσιευτεί. «Συνήθως χρειάζονται δύο χρόνια για να διεξαχθεί μια μελέτη σε ένα ολοκαίνουργιο ρολόι και να δημοσιευτεί. Μέχρι τότε, αυτή η συσκευή δεν θεωρείται πια τόσο καινούργια», καταλήγει ο κ. Φλουρής.
Εικονογράφηση: Michael Kirki