Η βαριά μυρωδιά του ευκάλυπτου και της πικροδάφνης στις ακτές της Αθήνας ορίζει μια ανάμνηση. Το καλοκαίρι στα παλιά εξοχικά της Γλυφάδας και της Βούλας είναι μια ευθεία στον χρόνο ασάλευτη, θολή, διεσταλμένη κατά περίπτωση για να περιλάβει μια βεράντα στο Φάληρο, μια αυλή στο Ελληνικό, μια βόλτα στη Βουλιαγμένη. Αλλά, στη Γλυφάδα, όταν ο Αγιος Κωνσταντίνος ήταν ακόμη νεόδμητος ναός, τα κύματα έσκαγαν στην ακτή, σε μικρά βράχια, πριν μεγαλώσει ο δρόμος, πριν φαγωθεί η θάλασσα.
Εκεί, στα περίφημα Δικηγορικά, σε σκιασμένους κήπους, τα σπίτια της Γλυφάδας συγκέντρωναν τις παρέες. Εκεί, υπήρχε η αίσθηση της μακρινής εξοχής, η γη ήταν στεγνή, τούφες τούφες ξεχώριζαν τα σπίτια, εκεί όπου είχε πηγάδια, εκεί όπου φύτρωναν αγκαλιές τα πεύκα και οι ευκάλυπτοι. Η Αθήνα ήταν μακριά…
Σε ένα φωτογραφικό άλμπουμ, τεμαχισμένο και ακρωτηριασμένο, μοιρασμένο σελίδα τη σελίδα, και φωτογραφία τη φωτογραφία, επιζούν σε μαυρόασπρα ενσταντανέ, με οδοντωτά πλαίσια, οι αναμνήσεις μιας μέρας στη Γλυφάδα. Ο άνθρωπος που κόλλησε τις φωτογραφίες στο άλμπουμ ήταν πολύ επιμελής, με υψηλή καλαισθησία και συνείδηση της ιστορικής καταγραφής, ή έστω της πολύ απλής, αλλά βασικής, ανάγκης, να σημειώσει τόπο και χρόνο. Πόσοι άνθρωποι παραλείπουν να σηματοδοτήσουν τα τεκμήρια της ζωής τους είναι πράγματι αδιανόητο, αλλά είναι μάλλον ο κανόνας. Στην περίπτωση της συντροφιάς στη Γλυφάδα έχουμε το άλλο άκρο, της απόλυτης τάξης και σεβασμού σε αυτό που αφήνουμε όλοι πίσω, ως ίχνος.
Και, να, που η ημερομηνία, 25 Ιουνίου 1942 μας δίνει το σημείο τομής. Το 1942, μια χρονιά βαριά στη ζωή των Ελλήνων, αφήνει χαραμάδα για μια όαση ξενοιασιάς στη Γλυφάδα. Μια συντροφιά βρίσκει ανάπαυλα και απολαμβάνει τη θάλασσα. Οι λεζάντες στις φωτογραφίες έχουν χτυπηθεί σε γραφομηχανή και εν συνεχεία κόπηκαν σε στενές ταινίες και επικολλήθηκαν κάτω από τις φωτογραφίες.
Είναι ορατή μια χαρακιά από μολύβι που είχε προηγουμένως τραβηχτεί ώστε οι χάρτινες ταινίες με τις λεζάντες να κοπούν ίσια και να κολληθούν σωστά κάτω από τις ανέμελες, εκείνη τη μέρα, συντροφιές. Σκέφτομαι την πρόνοια, τον κόπο, την επιμέλεια και την αγάπη που επενδύθηκαν για να φτιαχτεί αυτό το άλμπουμ που ο χρόνος το παρέδωσε στα αζήτητα, τεμαχισμένο και μετέωρο σε ένα κενό μνήμης. Γυρίζω πίσω την καρτέλα και βλέπω ακόμη πιο επιμελημένες ετικέτες, γραμμένες με καφέ και κόκκινο μελάνι, να ορίζουν το άνοιγμα σελίδων με φωτογραφίες από ένα ταξίδι στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή τον Ιανουάριο του 1945.
Στη Γλυφάδα της δεκαετίας του ’40, τα σκόρπια σπίτια στην παραλία και λίγα ακόμη στην ενδοχώρα συνέχιζαν αυτό που είχε αρχίσει στη δεκαετία του ’20 και ευαγγελίζονταν αυτό που θα ακολουθούσε –θεαματικά– τη δεκαετία του ’50. Ηδη από τον Μεσοπόλεμο, κάποιοι Αθηναίοι κατέβαιναν ώς τη Γλυφάδα που είχε αρχίσει να αποκτά οικόπεδα και τα πρώτα σπίτια. Ο πόλεμος ανέκοψε τα φιλόδοξα σχέδια για πρότυπη λουτρόπολη, για ζωή στον ήλιο, για καλλιστεία, για εξοχικά, για διαφημίσεις αντηλιακών.
Η συντροφιά του 1942 αποτελείται από άνδρες και γυναίκες ανάμεσα στα 30 και τα 50. Είναι αστοί, και πιθανώς κάποιοι θα τους αναγνωρίσουν. Τα μαγιό τους είναι μοντέρνα, είναι ηλιοκαμένοι και η θάλασσα μοιάζει να είναι μόνο δική τους. Πίσω από τα βράχια, τα πεύκα και τους ευκάλυπτους, τα διώροφα σπίτια στα Δικηγορικά ήταν ήδη ένας συνοικισμός επαύλεων, μερικά σπίτια απλά και ευρύχωρα και μερικά πυργοειδή και περίτεχνα. Εκεί, ανάμεσα, τραβήχτηκαν και αυτές οι φωτογραφίες, που παρέμειναν για δεκαετίες μέσα στα επιμελημένα άλμπουμ μέχρι που ήρθε η ώρα μιας κοινής λήθης.