Αντέχει η κατά Τσαρούχη ερμηνεία της Αθήνας;

Αντέχει η κατά Τσαρούχη ερμηνεία της Αθήνας;

2' 37" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π​​ολλές φορές, αν όχι πάντα, όταν περπατάω στην Αθήνα φέρνω στον νου τα κτίρια που υπήρχαν στη θέση όσων βλέπω. Είτε από μνήμης είτε από φωτογραφίες, τα κτίρια εξαϋλώνονται και άλλα έρχονται μπροστά σε ένα διαρκές πρότζεκτ προβολής, μετάθεσης, αντιπαράθεσης και σύγκρισης. Ενίοτε, βάζω στη θέση όσων βλέπω κτίρια που θα ήθελα να είχαν χτιστεί, αλλά και αυτή η διαδικασία, ώς ένα βαθμό, μεταβάλλει την πόλη σε ένα νοερό σημειωματάριο ιδεών.

Το κάνω πάντα στη Βασιλίσσης Σοφίας, ίσως γιατί εκεί η θυσία τόσων εξαίρετων μεγάρων κρίθηκε εκ των υστέρων ως μία συμβολική στροφή στον αστικό πολιτισμό της πόλης. Το ίδιο ισχύει και για την Αμαλίας. Ετσι, όταν στάθηκα στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Νεοφύτου Βάμβα, έφερα και πάλι στον νου τον Τσαρούχη. Ισως γιατί τον είχα νωπό στη σκέψη, λίγο με την έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, λίγο με σκόρπια διαβάσματα, με πιο πρόσφατη την αναφορά σε αυτόν στο βιβλίο του Γιάννη Ευσταθιάδη «Κλεινόν» (εκδ. Μελάνι). Ο Τσαρούχης είχε ζωγραφίσει, ανάμεσα σε άλλα, και τη γωνία αυτή, όπου ώς τη δεκαετία του 1960 έστεκε περικαλλής η πρώην οικία Συριώτη – Εμπειρίκου που μετέπειτα συνδέθηκε με τα βιώματα χιλιάδων παιδιών ως Σχολή Μακρή και Παναγιωτόπουλου. Λίγο πριν κατεδαφιστεί, μία ατμοσφαιρική φωτογραφία του αρχοντικού, τυλιγμένου στον κισσό, πίσω από τους φοίνικες, είχε περιληφθεί στο αξεπέραστο «Η Νεοκλασική Αρχιτεκτονική στην Ελλάδα» της Εμπορικής Τραπέζης (1967).

Για χρόνια είχε μείνει μάντρα, υπαίθριο πάρκινγκ. Η παιδική μου ηλικία είχε στιγματιστεί από αυτά τα κενά, που τα ένιωθα περισσότερο ως τραύματα παρά ως ξέφωτα. Ηταν όλα εκείνα τα χρόνια, στη δεκαετία του ’70, που η ματιά του Τσαρούχη πάνω στα νεοκλασικά της Αθήνας και του Πειραιά, ήταν κυρίαρχη και πότιζε με νοσταλγία όσους πενθούσαν την πόλη. Υπήρχε αναμφισβήτητα ένας πέπλος θανάτου, καθώς η παλιά μορφή της πόλης, την οποία ο Τσαρούχης υπεράσπιζε όχι μόνο αρχιτεκτονικά και αισθητικά αλλά με τρόπο οντολογικό και υπαρξιακό, είχε υποχωρήσει ήδη τελεσίδικα. Πολλοί μεγάλωσαν πιστεύοντας ότι η Αθήνα είχε δώσει έναν πόλεμο ιδεών, αισθητικής, χρήματος και τιμής. Υστερα από χρόνια και καθώς παρατηρούσα όλο και πιο πολύ τα σπίτια και τα καφενεία που ζωγράφισε ο Τσαρούχης, κατάλαβα ότι ο πόλεμος δεν ήταν μόνο για τα σπίτια. Ούτε για τις μορφές ή τα χρώματα. Δεν ήταν για τις κλίμακες, για την αφήγηση ή για την αρμονία. Ηταν περισσότερο για τη σχέση με τον τόπο, τη γη. Υπήρχε μια αίσθηση προέλευσης και μια ανάγκη πορείας.

Πάντως, παρά το γεγονός ότι με τα χρόνια η ίδια η ιδέα περί νεοκλασικής πόλης ωρίμασε, εμπλουτίστηκε και εισήγαγε ρεαλισμό εις βάρος του δράματος, η τσαρουχική ιδέα για το νεοκλασικό σπίτι δεν βρήκε ανταγωνιστή. Η σύλληψη της νεοκλασικής πόλης από τον Τσαρούχη ήταν ίσως η πρώτη μαζική νομιμοποίηση της παλιάς Αθήνας, η πρώτη πράξη για την οικειοποίηση του νεοκλασικισμού σε ένα νεοελληνικό υπαρξιακό δράμα με δόσεις μικροαστικού μεγαλείου και οικογενειακής ασφυξίας. Υπήρχε στοιχείο θεάτρου και ατμόσφαιρα σκηνής.

Στην πλατεία Συντάγματος, θα δω πάντα, κι ας μην υπάρχει από το 1957, την οικία Καλλιγά στην Καραγεώργη της Σερβίας, έτσι όπως την είχε ζωγραφίσει ο Τσαρούχης, όπως και το καφενείο «Παρθενών» στα Χαυτεία ή το «Νέον» στην Ομόνοια, ή τα σπιτάκια στο Γκάζι ή στο Λαύριο. Η τσαρουχική Αθήνα είναι μία ολόκληρη ιδέα. Μία θεατρική πράξη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή