Φόβοι νέας διατροφικής υποβάθμισης

Φόβοι νέας διατροφικής υποβάθμισης

7' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φόβοι νέας διατροφικής υποβάθμισης
Φόβοι νέας διατροφικής υποβάθμισης-1
ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΕΛΑΦΡΟΥ

Η διατροφή είναι ένας από τους σπουδαιότερους παράγοντες για τη

διαφύλαξη της υγείας του ανθρώπου, αλλά και του περιβάλλοντος. Η

διαπίστωση αυτή, τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη τα τελευταία χρόνια,

αποκτά στις μέρες της παγκόσμιας και ελληνικής κρίσης νέο νόημα. Η

αυριανή παγκόσμια Ημέρα της Διατροφής έρχεται να πυροδοτήσει

προβληματισμούς, που συνδυάζουν την αντιμετώπιση υπερβολών των

υπέρβαρων δυτικών κοινωνιών, με την αποτροπή μιας διατροφικής

υποβάθμισης στο πλαίσιο της νέας φτώχειας.

Η υπερεντατική αγροτική καλλιέργεια λαχανικών και φρούτων,

«εμπλουτισμένη» με επικίνδυνα χημικά πρόσθετα, δηλητηριάζει -αργά

και ύπουλα- την υγεία εκατομμυρίων ανθρώπων, αλλά και τα χωράφια,

το περιβάλλον και τους ίδιους τους καλλιεργητές. Δραματικές είναι

και οι συνέπειες από τη βιομηχανική παραγωγή βοδινού κρέατος.

Ταυτόχρονα, η υπερκατανάλωση λιπαρών τροφών και junk food οδηγεί σε

μια υγειονομική βόμβα παχυσαρκίας, ενώ δημιουργεί βιομηχανικά

απόβλητα και βουνά πλαστικών σκουπιδιών.

Σήμερα το διατροφικό πρόβλημα οξύνεται, καθώς η υπερκατανάλωση

πλαστικών τροφών, συνδυάζεται με την αδυναμία κάλυψης των

πραγματικών διατροφικών αναγκών. Ταυτόχρονα, φαίνεται ότι

παρουσιάζεται τάση από εταιρείες διατροφής να υποβαθμίσουν ποιότητα

και ασφάλεια, για να συμπιέσουν το κόστος. Ηδη ο ΕΦΕΤ έχει

προειδοποιήσει σχετικά, ενώ οι ανησυχίες στρέφονται σε εταιρείες

συσκευασμένων τροφίμων και υλικών ζαχαροπλαστικής.

Η ποιότητα της διατροφής πρέπει να προστατευθεί, με περικοπές

στις ανθυγιεινές υπερβολές. Το υγιεινό μαγείρεμα στο σπίτι αντί για

την πλαστική ευκολία, η χρήση νωπών και όχι συσκευασμένων τροφίμων,

η επιλογή λαχανικών, όσπριων, φρούτων, λευκού κρέατος, ελαιόλαδου,

όσο είναι δυνατό από ποιοτικές ή βιολογικές καλλιέργειες, αποτελούν

λύσεις οικονομικά ρεαλιστικές και περιβαλλοντικά θετικές.

Η κρίση «χτυπά» και τις συνήθειες στο φαγητό μας

Σοβαρές είναι ήδη οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη

διατροφή των Ελλήνων, με αρνητικά αποτελέσματα στη δημόσια υγεία,

αλλά και στο περιβάλλον. Η οικονομική δυσπραγία που πλήττει σήμερα

τις περισσότερες ελληνικές οικογένειες, χωρίς να λείπουν και τα

φαινόμενα φτώχειας και ανέχειας, οδηγούν στον περιορισμό του ποσού

που δαπανάται για τη διατροφή. Ωραία, θα μπορούσε να πει κανείς,

καθώς τα προηγούμενα χρόνια μια μέση ελληνική οικογένεια εμφάνιζε

τάσεις υπερκατανάλωσης σε δαπανηρά είδη διατροφής, όπως το κόκκινο

κρέας. Βοηθάει άραγε η επικρατούσα λιτότητα, σε μια πιο λιτή και

πιο σωστή διατροφή;

Δυστυχώς, οι πρώτες ενδείξεις και διαπιστώσεις επιστημόνων

δείχνουν το αντίθετο. Καταρχήν, μεγάλο μέρος των καταναλωτών δεν

μπορεί πλέον να αγοράσει ποιοτικά, «επώνυμα», με πιστοποίηση για

χρήση κατάλληλων μεθόδων, με ονομασία προέλευσης ή βιολογικά

προϊόντα. Διαδικτυακή έρευνα από την επιστημονική ομάδα «Διατροφή»

καταγράφει ότι το 29% των πολιτών αγοράζει με πρώτο κριτήριο την

τιμή, ενώ το 24% είναι έτοιμο να ρίξει την ποιότητα των τροφίμων

που καταναλώνει, ακόμα κι όταν αφορά τα ίδια του τα παιδιά! Ακριβές

αλλά υγιεινές τροφές, όπως το ψάρι, έχουν μειωθεί πολύ. Επίσης,

μειώνεται σύμφωνα με στοιχεία του Νέου ΙΝΚΑ η κατανάλωση κόκκινου

κρέατος (κατά 30%), η οποία βεβαίως ήταν υψηλή. Η μείωση όμως

μπορεί να μην κατευθύνεται εκεί που υπήρχε όντως υπερκατανάλωση,

αλλά εκεί που υπάρχει ανάγκη για κατανάλωση κρέατος, όπως σε φτωχές

οικογένειες με μικρά παιδιά και εφήβους. Επίσης σημειώνεται μείωση

της αγοράς νωπών προϊόντων, υπέρ των κατεψυγμένων (που έχουν

μικρότερη διατροφική αξία).

Στα ταχυφαγεία

Το παράδοξο είναι ότι εν μέσω ύφεσης και οικονομικής λιτότητας η

απειλή της παχυσαρκίας γίνεται ακόμα πιο έντονη. Υπάρχει στροφή

προς πιο ανθυγιεινές διατροφικές επιλογές, εντός του σπιτιού ή στις

εξόδους μας. Είναι χαρακτηριστικό ότι καταγράφεται μεγάλη μείωση

στις επισκέψεις σε εστιατόρια και ταβέρνες, σε σχέση με

σουβλατζίδικα και κάθε φύσεως ταχυφαγεία, όπου ανθεί και το

«πλαστικό» τζανκ φουντ (σκουπιδοφαγητό).

Μια ακόμα παράμετρος είναι ότι το άγχος και το στρες που

αντιμετωπίζουν πολλοί εργαζόμενοι και άνεργοι οδηγεί σε βουλιμική

συμπεριφορά με διατροφή κακής ποιότητας. Οπως έχει σημειώσει ο κ.

Χ. Γεωργακάκης, Επιστημονικός Συνεργάτης Εργαστηρίου Διατροφής και

Κλινικής Διαιτολογίας του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου Αθηνών, υπάρχει

καταφυγή σε τρόφιμα, όπως σοκολάτα και γλυκά, με αγχολυτική

επίδραση.

Η παχυσαρκία θεωρείται η ασθένεια του φτωχού. Οπως έχουν

καταδείξει δύο σημαντικές μελέτες («Medis», από το Χαροκόπειο

Πανεπιστήμιο και «Αττική» της Α΄ Καρδιολογικής Κλινικής της

Ιατρικής Σχολής του Παν. Αθηνών) ένας στους δύο κατοίκους της

Αθήνας με χαμηλό εισόδημα και μόρφωση πάσχει από διαταραχή των

επιπέδων των λιπιδίων στο αίμα (χοληστερόλη, τριγλυκερίδια κ.λπ.),

4 στους 10 είναι παχύσαρκοι, 7 στους 10 πάσχουν από υπέρταση, ενώ

22% έχουν διαβήτη. Απεναντίας, τα στρώματα με υψηλότερο εισόδημα

είχαν πιο σωστή διατροφή, με λαχανικά, φρούτα, ψάρι. Η κακή

διατροφή συνδέεται άμεσα με υποβάθμιση της δημόσιας υγείας, με

αύξηση των κρουσμάτων καρδιαγγειακών προβλημάτων και καρκίνου.

Επιβάρυνση από συσκευασίες

Η τάση αύξησης των συσκευασμένων προϊόντων διατροφής, η οποία

όχι μόνο δεν ανακόπτεται, αλλά ενισχύεται λόγω οικονομικής κρίσης,

ενισχύει την απειλή επιμόλυνσης των τροφίμων με τοξικά χημικά

στοιχεία, που βρίσκονται στις συσκευασίες.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Συσκευασίας, περίπου το 70%

του συνόλου των συσκευασιών καταναλωτικών προϊόντων αφορά τρόφιμα

και ποτά. Στο υλικό συσκευασίας κυριαρχεί το πλαστικό (38%),

ακολουθούν χαρτί και χαρτόνι (30%), το μέταλλο (19%) και τελευταίο

είναι το γυαλί (8%), παρότι θεωρείται γενικά ασφαλέστερο. Το

πλαστικό όμως περιέχει πρόσθετες ύλες για να επιτευχθούν καλύτερες

ιδιότητες. Το πέρασμα των χημικών ουσιών σε είδη διατροφής

εξαρτάται από το είδος του πλαστικού και του τροφίμου, ενώ ρόλο

ενισχυτικό παίζουν η έκθεση σε υψηλή θερμοκρασία και ηλιακό φως,

καθώς και η παρατεταμένη χρήση.

Υπάρχουν χημικές ενώσεις που μιμούνται τη βιολογική δράση των

ενδογενών ορμονών. Ονομάζονται ενδοκρινικοί διαταράκτες, γιατί

διαταράσσουν το ενδοκρινολογικό σύστημα. Τέτοιες χημικές ενώσεις

βρίσκονται σε πολλά προϊόντα της βιομηχανίας. Μία απ’ αυτές είναι η

δισφαινόλη Α, γνωστή και ως BPA, η οποία χρησιμοποιείται για να

σκληραίνει το πλαστικό και η χρήση του εκτείνεται από τα μεταλλικά

δοχεία των τροφίμων και ποτών έως και στα πολυανθρακικά πλαστικά

(μέχρι και σε μπιμπερό). Τα τελευταία χρόνια έχουν δημοσιευθεί

πολλές έρευνες για την επικινδυνότητα του ΒΡΑ. Υστερα από έντονες

διαμαρτυρίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαγόρευσε από τον Ιούνιο του

2011 την κυκλοφορία μπιμπερό με δισφαινόλη Α, ενώ στο μέλλον θα

αποσυρθούν όλα τα προϊόντα με ΒΡΑ.

Επιμένουν στα βιολογικά προϊόντα

Δεν παραιτούνται οι πολίτες που προτιμούν τα βιολογικά προϊόντα,

αν και μειώνουν σημαντικά τις ποσότητες που αγοράζουν, αναζητώντας

ταυτόχρονα τις πιο φθηνές πηγές. Αυτό είναι ένα πρώτο συμπέρασμα

που βγάζουν εργαζόμενοι και παραγωγοί βιολογικών προϊόντων, από την

κίνηση των τελευταίων μηνών. Βεβαίως, πολλοί μικροί και μεσαίοι

βιοκαλλιεργητές, που ήδη τα «έφερναν βόλτα» οριακά, οδηγούνται σε

εγκατάλειψη του χώρου λόγω της σημερινής μεγάλης πτώσης της

ζήτησης. Στον τομέα της εμπορίας, πολλά καταστήματα βιολογικών

προϊόντων έχουν κλείσει.

Οι βιολογικές λαϊκές αγορές, όπου ο κόσμος μπορεί να βρει φρέσκα

προϊόντα απευθείας από τους παραγωγούς σε φθηνότερες τιμές, κρατούν

ακόμα την «πελατεία» τους. «Οσοι έχουν μάθει να τρέφονται με

βιολογικά προϊόντα δεν παραιτούνται από την ποιότητα που έχουν

συνηθίσει, αλλά ψωνίζουν πολύ λιγότερο», λένε παραγωγοί.

Υπολογίζεται ότι η κατανάλωση βιολογικών προϊόντων έχει πέσει τον

τελευταίο χρόνο από 30% έως 40%. Πάντως, όπως λένε οι

βιοκαλλιεργητές των λαϊκών αγορών, έριξαν τις τιμές κατά 20%,

παρότι πιέζονται από τα πιο ακριβά καύσιμα και όχι μόνο.

Το ποσό που ξοδεύει ο Ελληνας πολίτης για αγορά βιολογικών

προϊόντων είναι πολύ χαμηλός σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στην Ελλάδα υπολογίζεται ότι ο μέσος όρος κατανάλωσης το 2009 ήταν

5,4 ευρώ κατά κεφαλήν, με μέσον όρος στους 15 της Ευρωπαϊκής Ενωσης

τα 36 ευρώ, που έφταναν τα 80 ευρώ σε χώρες όπως η Γερμανία, η

Αυστρία και η Δανία.

Υπήρχε τάση να καλυφθεί η διαφορά, αλλά από το 2009 ανακόπηκε η

ορμητική ανάπτυξη στην αγορά βιολογικών προϊόντων. Μέχρι εκείνη τη

χρονιά, η αύξηση της κατανάλωσης έφτανε το 25% – 30% το έτος. Το

2009 υπήρξε μια μεγέθυνση μόνο 6% και από τότε παρουσιάζεται

συρρίκνωση.

Η εξέλιξη αυτή σίγουρα έχει επιπτώσεις και στους καλλιεργητές

που στράφηκαν στη βιολογική γεωργία και που είχαν αυξηθεί με

αλματώδεις ρυθμούς τα προηγούμενα χρόνια: από 5.343 βιοκαλλιεργητές

το 2000, οι καταγεγραμμένοι ως απασχολούμενοι αγρότες στη βιολογική

γεωργία έφθασαν τα 24.057 άτομα, το 2008. Βεβαίως, ο αριθμός αυτός

κρινόταν φουσκωμένος, καθώς υπήρχαν προγράμματα οικονομικής

ενίσχυσης των βιοκαλλιεργητών.

Ιδιωτική πρωτοβουλία και έρευνα

ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ

Η υποχρηματοδότηση των ιδρυμάτων λόγω οικονομικής κρίσης έχει

πλήξει σε μεγάλο βαθμό και την έρευνα γύρω από την ανάπτυξη

ποιοτικών προϊόντων. Ευτυχώς, σε ορισμένες περιπτώσεις «προστρέχει»

σε βοήθεια η ιδιωτική πρωτοβουλία. Μια τέτοια «αγαστή» συνεργασία

αναπτύχθηκε μεταξύ ομάδας φοιτητών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και

του Ελληνικού Ανοιχτού Πανεπιστημίου με την εταιρεία Κοντοβερός Α.

Ε., μια συνεργασία μάλιστα που οδήγησε σε δύο βραβεία

ποιότητας!

Το προϊόν ονομάζεται «Da Vero – Eco Seafood Cold Cuts» και

αποτελεί ουσιαστικά ένα αλλαντικό από θαλασσινά. «Η ιδέα ξεκίνησε

από τη διαπίστωση ότι κατά την επεξεργασία των κεφαλόποδων (σ. σ.:

τα υδρόβια μαλάκια, όπως τα θράψαλα, τα καλαμάρια, τα χταπόδια) από

τη βιομηχανία για την παραγωγή διαφόρων προϊόντων «χάνεται»

σημαντική ποσότητα πρώτης ύλης», εξηγεί στην «Κ» ο επιβλέπων

καθηγητής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων κ. Μιχάλης Κοντομηνάς. «Ενα

μεγάλο τμήμα του σώματος δεν έφτανε στο τελικό προϊόν και πετιόταν.

Πρόκειται όμως για πρώτη ύλη καλής ποιότητας, την οποία θέλαμε με

κάποιο τρόπο να εκμεταλλευτούμε. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να

δημιουργήσουμε ένα αλλαντικό με γεύση θαλασσινών». Κατόπιν

πολύμηνων δοκιμών, η ομάδα των ερευνητών, που συνθέτουν οι

Αυγουστίνα Γκαλιτσοπούλου, Γιάννης Σαρακατσιάνος και Δημήτρης

Γεωργαντέλης, κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα προϊόν, με συνεκτική

υφή, καλή γεύση και κυρίως με υψηλή διατροφική αξία, το οποίο

επιπλέον αξιοποιεί οικολογικά τα παραπροϊόντα της βιομηχανίας

τροφίμων. Δεν είναι τυχαίο ότι τον Σεπτέμβριο η ομάδα απέσπασε το

πρώτο βραβείο στον εθνικό διαγωνισμό «Ecotrophelia 2011»

(διοργανώθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα με πρωτοβουλία του

Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τροφίμων), ενώ ένα μήνα αργότερα

διακρίθηκε με την πρώτη θέση στον αντίστοιχο ευρωπαϊκό διαγωνισμό

καινοτόμων προϊόντων διατροφής, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο

της Εκθεσης Τροφίμων και Ποτών Anuga 2011 στην Κολωνία της

Γερμανίας. Επόμενος στόχος, η έξοδος στην αγορά. «Βρισκόμαστε σε

συνεργασία με την εταιρεία Κοντοβερός προκειμένου το «παριζάκι»

θαλασσινών να γίνει και εμπορικό προϊόν», καταλήγει ο κ.

Κοντομηνάς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή