Φθηνές λύσεις επιβαρύνουν το νέφος

Φθηνές λύσεις επιβαρύνουν το νέφος

8' 13" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Φθηνές λύσεις επιβαρύνουν το νέφος
Φθηνές λύσεις επιβαρύνουν το νέφος-1
Του ΓΙΑΝΝΗ ΕΛΑΦΡΟΥ

Τι επιπτώσεις επιφέρει η κρίση στην ατμοσφαιρική ρύπανση; Μήπως

η ύφεση, με τη συνεπαγόμενη μείωση των μετακινήσεων και της

οικονομικής δραστηριότητας οδηγεί και σε λιγότερο νέφος; Είναι όμως

έτσι ή εμφανίζονται νέα προβλήματα; Πριν από μερικές μέρες στη

Θεσσαλονίκη οι συγκεντρώσεις αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρα

ήταν εξαιρετικά μεγάλες. Οι λόγοι ήταν δύο: Αφενός συγκεκριμένες

καιρικές συνθήκες, αφετέρου η στροφή πολλών πολιτών στην καύση

ξυλείας σε σόμπες και τζάκια για να ζεσταθούν, γυρίζοντας την πλάτη

στις πανάκριβες τιμές του πετρελαίου. Να ένα πρόβλημα που έρχεται

από τα παλιά, για να… μαυρίσει το παρόν.

«Το 1952, το Λονδίνο σκεπάστηκε για μία εβδομάδα από ένα μαύρο

νέφος, συνένωση της ομίχλης και του καπνού που προκαλούσε η

εκτεταμένη καύση κάρβουνου. Το νέφος ήταν τόσο πυκνό, που δεν

υπήρχε ορατότητα και όλοι περπατούσαν με φαναράκια. Βεβαίως,

παρουσιάστηκαν πολλά προβλήματα υγείας», λέει στην «Κ» ο κ. Μιχάλης

Πετράκης, διευθυντής του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του

Αστεροσκοπείου Αθηνών. «Η στροφή προς τα τζάκια και τις άλλες

παραδοσιακές μορφές θέρμανσης με καύση ξύλου, χρειάζεται πολύ

προσοχή, γιατί έχουν πολύ μεγάλες εκπομπές αιωρούμενων σωματιδίων

και καπνού», συμπληρώνει. Ερευνα σε ευρωπαϊκές πόλεις (2001 – 2005)

έδειξε ότι το 50-70% της χειμωνιάτικης ρύπανσης με βλαβερές για την

υγεία ενώσεις άνθρακα, προέρχεται από τα τζάκια και την καύση

βιομάζας. Βεβαίως, οι σύγχρονες μορφές καύσης (καυστήρες πέλετς,

αποδοτικές σόμπες κ. λπ.) δεν έχουν τα ίδια προβλήματα. Αλλά η

κρίση οδηγεί στα πιο φθηνά μέσα, με… μαύρα αποτελέσματα.

Οσο για την επίδραση της μείωσης των μετακινήσεων, αυτές δεν

έχουν ακόμα καταγραφεί. Το καλοκαίρι πάντως στην Αθήνα σημειώθηκαν

υψηλές συγκεντρώσεις όζοντος και μικροσωματιδίων, σε δύο από τους

πιο επίμονους ρύπους και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Καλύτερη απόδοση, οικολογική καύση

Τι μπορούμε να κάνουμε για να εξασφαλίσουμε όσο το δυνατόν

καλύτερη καύση στο τζάκι μας και να μειώσουμε την επιβάρυνση του

περιβάλλοντος;

Καταρχήν, καίμε ξύλα πολύ καλής ποιότητας, όσο το δυνατόν πιο

ξερά, με υγρασία μέχρι 10%-15%. Ετσι, ανεβαίνει η απόδοση και

μειώνονται οι ρύποι. Προτιμότερη περίοδος αγοράς το καλοκαίρι ή ο

Σεπτέμβριος, αρκεί βέβαια να αποθηκευτούν σε χώρο χωρίς υγρασία.

Καλύτερη απόδοση έχουν η δρυς, η ελιά και η οξιά.

Δεύτερο, η καμινάδα πρέπει να καθαρίζεται το πολύ κάθε δύο

χρόνια. Απαιτείται και εξωτερική μόνωση της καμινάδας, ώστε να μην

παγώνει ο καπνός και να τραβά καλύτερα το τζάκι.

Τρίτο, ακόμα καλύτερη απόδοση έχουν τα επεξεργασμένα ξύλα, που

αποτελούνται 100% από συμπιεσμένο ξύλο, χωρίς χημικά ή άλλα

πρόσθετα. Οι μπριγκέτες, όπως ονομάζονται, έχουν πολύ καλύτερη

καύση, με αποτέλεσμα καλύτερη θέρμανση και μικρότερες εκπομπές

μικροσωματιδίων. Συχνά προέρχονται από πριονίδια και άλλα κατάλοιπα

ξυλείας, δηλαδή είναι προϊόν ανακύκλωσης. Εκτιμήσεις ανεβάζουν την

αποδοτικότητα των μπριγκετών σε πολλαπλάσια επίπεδα (έως και δέκα

φορές!) σε σχέση με τα απλά ξύλα. Είναι βεβαίως πολύ

ακριβότερα.

Τέλος, υπάρχει το ενεργειακό τζάκι, είτε πρόκειται για νέα

κατασκευή ή για μετατροπή παλιού τζακιού. Τα ενεργειακά τζάκια

είναι κλειστού τύπου εστίες από πυρότουβλα ή μαντέμι, που κλείνουν

μπροστά με πυρίμαχο τζάμι και είναι ιδιαίτερα οικονομικά ως προς τη

λειτουργία τους. Τα ενεργειακά τζάκια έχουν βέβαια το μειονέκτημα,

ότι δεν υπάρχει άμεση επαφή με τη φωτιά. Το κόστος κατασκευής τους

υπολογίζεται σε 2.000 – 3.000 ευρώ.

Η χειμωνιάτικη ρύπανση προέρχεται έως και 70% από τα αστικά

τζάκια

Να, λοιπόν, που στις μέρες μας, μέρες του πανάκριβου πετρελαίου

και της άδειας τσέπης, το τζάκι εκτός από παρέα μοιάζει και με πηγή

θέρμανσης για τις κρύες νύχτες του χειμώνα. Και μαζί με το τζάκι

και κάθε είδους ξυλόσομπες που έχουν ανακαλυφθεί στα υπόγεια. Κι

αυτό, όχι μόνο στο χωριό, αλλά και στις πόλεις…

Ποιες είναι όμως οι συνέπειες για το περιβάλλον και για την

υγεία μας και τι πρέπει να προσέξουμε; Καταρχάς, όσον αφορά το

φαινόμενο του θερμοκηπίου (υπεύθυνο για την κλιματική αλλαγή), η

καύση του ξύλου θεωρείται ουδέτερη, καθώς όταν καίγεται

απελευθερώνει στην ατμόσφαιρα το CO2 που είχε αποθηκευθεί στο

δέντρο. Ολα αυτά βέβαια στην περίπτωση που η υλοτόμηση, από την

οποία προκύπτουν τα καυσόξυλα, δεν είναι καταστροφική για το δάσος.

Το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι κατηγορίες για παράνομη

υλοτόμηση…

Σε επίπεδο κατώτερης ατμόσφαιρας, όμως, τα αστικά τζάκια

συνεισφέρουν στο νέφος της πόλης. Ερευνα σε ευρωπαϊκές πόλεις, που

διεξήχθη το 2001 – 2005 στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος

Carbosol, έδειξε ότι το 50%-70% της χειμωνιάτικης ρύπανσης, με

βλαβερές για την υγεία ενώσεις άνθρακα, προέρχεται από τα τζάκια

και την καύση βιομάζας! Βεβαίως, αυτά τα επίπεδα καταγράφονται σε

χώρες με πολύ βαρύτερο χειμώνα και πολύ πιο εκτεταμένη καύση

βιομάζας και ξυλείας. Σε μια άλλη έρευνα, που έγινε στον Καναδά,

φάνηκε ότι ένα κιλό ξυλείας που καίγεται σε τζάκι εκπέμπει

13,5-19,3 γραμμάρια σωματιδίων (το μεγαλύτερο μέρος τους πολύ

επικίνδυνα ΡΜ2,5, με διάμετρο μικρότερη από 2,5 μικρά), 0,2

γραμμάρια οξείδια του θείου, 1,4 γρ. οξείδια του αζώτου, 6,5-21 γρ.

οργανικές πτητικές ενώσεις.

Ιδιαίτερη προσοχή απαιτεί επίσης το πρόβλημα της εσωτερικής

ρύπανσης. Το τζάκι δεν βγάζει όλο τον καπνό έξω από το σπίτι, αλλά

και μέσα, ειδικά εάν δεν τραβά καλά. Σε κάθε περίπτωση, απαραίτητο

είναι ένα μισάνοικτο παράθυρο, για την ανανέωση του αέρα.

Οσο για τη θερμαντική του απόδοση, αυτή είναι έτσι κι αλλιώς

μικρή, μόλις 15% της θερμότητας παράγεται από την καύση των ξύλων,

ενώ η ζεστασιά είναι μόνο τοπική και συνεισφέρει ελάχιστα στη

συνολική θέρμανση του σπιτιού.

Αρα, τι κάνουμε; Δεν ανάβουμε το τόσο όμορφο και γοητευτικό

τζάκι; Ολα μπορούν να γίνουν, με μέτρο και… μέτρα. Αποφεύγουμε

την καύση οποιουδήποτε άλλου υλικού πέρα από φυσικό ξύλο.

Απαγορεύεται ρητά η καύση βαμμένων ή βερνικωμένων ξύλων,

περασμένων με λαδομπογιές, κομματιών από έπιπλα και κάθε είδους

πλαστικό. Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για εκπομπή τοξικών αερίων μέσα

και έξω από το σπίτι.

Δεν χρησιμοποιούμε χημικά προσανάμματα, με ανθυγιεινές ουσίες.

Επιλέγουμε μόνο φυσικά προσανάμματα, δαδιά ή άλλα υλικά της φύσης.

Απορρίπτουμε την αγορά ξυλείας εμποτισμένης με χημικά, με δήθεν

επιθυμητές ιδιότητες (αργή καύση, εύκολο άναμμα κ. λπ.).

Με αυτούς τους τρόπους μπορούμε να έχουμε ένα τζάκι-παρέα, με

ορισμένη ενίσχυση της ζέστης. Εάν επιθυμούμε την καύση βιομάζας για

αποφασιστική συνεισφορά στη θέρμανση, είναι καλύτερο να στραφούμε

σε άλλες λύσεις, όπως η κεντρική θέρμανση ή οι μεγάλες σόμπες με

πέλετς (συσσωματώματα ξύλου) ή τα ενεργειακά τζάκια.

Οζον και σωματίδια, οι μεγάλοι εχθροί

Παραμένουν τα «αγκάθια» στην ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα της

Ευρώπης, τα οποία δείχνουν ότι δύσκολα θα ξεριζωθούν. Τα δύο πιο

βασικά είναι το όζον και τα αιωρούμενα σωματίδια. Κι αυτό, παρότι η

κατάσταση της ατμόσφαιρας έχει βελτιωθεί μεταξύ 1990 και 2009,

καθώς οι εκπομπές των περισσότερων ρύπων έχουν μειωθεί, σύμφωνα με

πρόσφατη έκθεση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (European

Environment Agency – EEA). Απαιτείται όμως ακόμα μεγάλη πρόοδος. Οι

περισσότερες χώρες παραβίασαν τα όρια για τουλάχιστον έναν

ρυπαντικό παράγοντα το 2010, ενώ οι συγκεντρώσεις του όζοντος και

των αιωρούμενων σωματιδίων παραμένουν σταθερά υψηλές τα τελευταία

χρόνια, παρά τις προσπάθειες ελέγχου τους. Συνολικά, παρά τα

βήματα, τα επίπεδα ορισμένων ρυπαντών στην ευρωπαϊκή ατμόσφαιρα

αποτελούν ακόμα κίνδυνο για την ανθρώπινη υγεία.

Το πιο «περίεργο» είναι ότι αν και οι εκπομπές έχουν περιορισθεί

τις δύο τελευταίες δεκαετίες, δεν είναι ανάλογη η μείωση των

συγκεντρώσεων ρύπων στην ατμόσφαιρα. Ειδικά του όζοντος των

κατώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας και των σωματιδίων, των οποίων

η δημιουργία είναι αποτέλεσμα πιο σύνθετων διαδικασιών. Το όζον,

για παράδειγμα, δεν παράγεται απευθείας, αλλά είναι δευτερογενές

αποτέλεσμα χημικών αντιδράσεων μεταξύ άλλων αερίων. Οπως σημειώνει

ο ΕΕΑ, παρότι έχει μειωθεί την τελευταία 20ετία η παραγωγή των

συγκεκριμένων αερίων, δεν παρατηρείται αξιόλογη μείωση των

συγκεντρώσεων όζοντος.

Το όζον και τα αιωρούμενα μικροσωματίδια είναι, σύμφωνα με τον

ΕΕΑ, οι δύο πιο προβληματικοί ρύποι για την υγεία, καθώς προκαλούν

ή επιδεινώνουν καρδιαγγειακά προβλήματα ή παθήσεις του πνεύμονα,

ενώ οδηγούν ακόμα και σε πρόωρους θανάτους.

Τι θα μπορούσε να γίνει; Η Ζακλίν Μακ Γκλέιντ, εκτελεστική

διευθύντρια του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, σημείωσε ότι

«για να βελτιώσουμε περαιτέρω την ποιότητα του αέρα, πρέπει να

συνδυάσουμε πολιτικές και μέτρα διαφορετικών ειδών. Η προσπάθειά

μας θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει τη μείωση των εκπομπών στην

πηγή, έναν καλύτερο αστικό σχεδιασμό για να περιοριστεί η έκθεση

των πολιτών στους ρύπους και αλλαγές του τρόπου ζωής κάθε πολίτη

ξεχωριστά».

Υψηλό κόστος για βιομηχανικούς ρύπους

Πολύ μεγάλο είναι το κόστος που πληρώνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες

για τη ρύπανση που προκαλούν οι 10.000 πιο ρυπογόνες βιομηχανίες

και εν γένει βιομηχανικές δραστηριότητες στη Γηραιά Ηπειρο. Σύμφωνα

με εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος (ΕΕΑ), το

κόστος για την αποκατάσταση των ζημιών που προκαλεί η ρύπανση απ’

αυτές τις επιχειρήσεις, το έτος 2009, υπολογίζεται ότι έφτασε από

102 τα 169 δισεκατομμύρια ευρώ. Για την εκτίμηση αυτή

συνυπολογίστηκαν οι επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και το περιβάλλον.

Ισχυρή είναι η συγκέντρωση της ρύπανσης, καθώς οι 191 πιο ρυπογόνοι

βιομηχανικοί χώροι προκάλεσαν το 50% των συνεπειών και του κόστους

αποκατάστασης! Στην πλειονότητά τους πρόκειται για σταθμούς

παραγωγής ενέργειας -κυρίως θερμοηλεκτρικούς σταθμούς, με καύση

λιθάνθρακα και λιγνίτη- και βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Στην πρώτη

20άδα, των πλέον ρυπογόνων μονάδων ξεχωρίζουν δύο θερμοηλεκτρικοί

σταθμοί της ΔΕΗ, της Μεγαλόπολης και του Αγίου Δημητρίου στον νομό

Κοζάνης. Η περιοχή Κοζάνης – Πτολεμαΐδας και η Μεγαλόπολη

εμφανίζονται στον χάρτη της ΕΕΑ ως περιοχές που βρίσκονται «στα

κόκκινα», από τη σκοπιά των επιπέδων ρύπανσης.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα θερμοηλεκτρικά εργοστάσια έχουν τη

μερίδα του λέοντος, όσον αφορά το απαραίτητο κόστος αποκατάστασης,

καθώς υπολογίζεται ότι προκάλεσαν ζημιές ύψους 66 – 112 δισ. ευρώ.

Εργοστάσια προκάλεσαν βλάβες κόστους 23-28 δισ. ευρώ και χώροι

βιομηχανικής επεξεργασίας 8-21 δισ. ευρώ.

Οι χώρες με τις περισσότερες ρυπογόνες δραστηριότητες και το

υψηλότερο κόστος από αυτές είναι η Γερμανία, η Πολωνία, το Ηνωμένο

Βασίλειο, η Γαλλία και η Ιταλία. Εάν όμως υπολογίσουμε το ύψος των

αναγκαίων κεφαλαίων για να αντιμετωπιστούν οι συνέπειες της

ρύπανσης ως μέρος του εθνικού παραγόμενου προϊόντος, τότε

ξεχωρίζουν η Βουλγαρία, η Ρουμανία, η Εσθονία, η Πολωνία και η

Τσεχία.

Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO2) είναι η πρώτη αιτία

κόστους, καθώς προκάλεσαν έξοδα 63 δισ. ευρώ, το 2009. Αέριοι

ρυπαντές, που προκαλούν αναπνευστικά προβλήματα και συμβάλλουν στην

όξινη βροχή (διοξείδιο του θείου, αμμωνία, αιωρούμενα σωματίδια και

οξείδια του αζώτου) υπολογίστηκε ότι προκάλεσαν ζημιές 38 -105 δισ.

ευρώ το έτος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή