Οι φωστήρες της ζούγκλας

6' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ενας ουραγκοτάγκος μαθαίνει να ψαρεύει»* – να ένας τίτλος άρθρου που δύσκολα προσπερνάς. Η ιστορία αρχίζει το 1990 στο Camp Leaky, μια ερευνητική κατασκήνωση στην ινδονησιακή Βόρνεο, όπου η θηλυκή Σουπίνα ζυγώνει τη μισοσβησμένη φωτιά, παίρνει ένα κούτσουρο και το βυθίζει σε ένα δοχείο με κηροζίνη. Για καλή της τύχη δεν αναφλέγεται. Επιμένει: παίρνει άλλο κούτσουρο, το φυσάει, το αερίζει με τα χέρια της, το τρίβει με άλλα ξύλα. Δεν τα κατάφερε, αλλά δεν ήταν θέμα ικανότητας. Ηταν θέμα εμπειρίας. Με δείκτη νοημοσύνης παιδιού 3½ ετών, διά της επαναλήψεως θα το κατάφερνε.

Σαράντα χρόνια παρατήρησης των «ανθρώπων της ζούγκλας» έχουν δείξει ότι τουλάχιστον οι φιλοξενούμενοι σε κέντρα αποκατάστασης μέσα από την παρατήρηση και τη μίμηση των ανθρώπων αναπτύσσουν εκπληκτικές δεξιότητες, όπως το να κλέβουν σχεδίες λύνοντας τρεις και τέσσερις κόμπους, να βουρτσίζουν τα δόντια τους, να πλένουν ρούχα, να ξεχορταριάζουν μονοπάτια, να μουλιάζουν κουρέλια στο νερό για να δροσίζουν τα μέτωπά τους. Αλλά και άγριοι ουραγκοτάγκοι χρησιμοποιούν ξυλαράκια για να ψάχνουν για μυρμήγκια, φτιάχνουν ομπρέλες και καπέλα από φύλλα ή σκαρώνουν αυτοσχέδιες γέφυρες για να διασχίζουν βαθιά ποτάμια. Και, ναι, ψαρεύουν. Είτε αρπάζοντας ψάρια απ’ την ουρά σε ρηχές λιμνούλες, είτε κυνηγώντας τα σε βαθιά νερά, είτε προσπαθώντας να τα καρφώσουν με καλάμι. «Αν δώσεις σ’ έναν χιμπαντζή ένα κατσαβίδι, θα το σπάσει, ο γορίλλας θα το πετάξει πίσω απ’ τον ώμο του, ο ουραγκοτάγκος θα ανοίξει το κλουβί και θα το σκάσει», είναι ο γλαφυρός διαχωρισμός που κάνουν οι επιστήμονες ανάμεσα στους πιο στενούς μας συγγενείς, με τους ουραγκοτάγκους να θεωρούνται οι πιο νηφάλιοι και διακριτικοί, αυτοί που παίρνουν το χρόνο τους για να μελετήσουν ένα πρόβλημα και να βρουν τη λύση του.

Πολλές από αυτές τις ανακαλύψεις τις χρωστάμε στη γυναίκα που ευγενικά απαντά στο mail μου απ’ την άλλη άκρη του κόσμου. Μετράει 5.000 ώρες προσωπικής παρατήρησης ουραγκοτάγκων (40.000, αν υπολογίσουμε όλα τα μέλη της ομάδας που διευθύνει), έχει στο ενεργητικό της δεκάδες μελέτες και κάμποσα βιβλία, μεταξύ των οποίων το «Ουραγκοτάγκοι – Οι μάγοι του τροπικού δάσους», που θεωρείται κλασικό. Για την Καναδέζα Αν Ρουσόν, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ στο Τορόντο και «σταρ» στο πεδίο έρευνάς της αντίστοιχη με την προστάτιδα των χιμπαντζήδων Τζέιν Γκούνταλ, οι ουραγκοτάγκοι είναι η ευρύτερη οικογένειά της, το απειλούμενο είδος για την προστασία του οποίου μοχθεί, το θαυμάσιο αίνιγμα της φύσης που προσπαθεί να λύσει τα τελευταία 25 χρόνια της ζωής της.

Γιατί είναι σημαντικοί οι ουραγκοτάγκοι;

Γιατί είναι εκπληκτικά πλάσματα. Μετά τόσα χρόνια ακόμη εντοπίζω νέα τους επιτεύγματα, στο πλαίσιο μιας απρόβλεπτα ανθρώπινης συμπεριφοράς, που φυσικά οφείλεται στη στενότατη βιολογική συγγένειά τους μαζί μας. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι οδηγούν πολλά είδη στο χείλος της εξαφάνισης, οτιδήποτε μπορεί να μας κάνει να εκτιμήσουμε την αξία άλλων μορφών ζωής ίσως βοηθήσει να αντιστρέψουμε το ρεύμα. Και οι ουραγκοτάγκοι είναι ιδανικοί «πρεσβευτές», γιατί ιντριγκάρουν τους ανθρώπους αβίαστα.

Ο φυσιοδίφης Τζον Μιούιρ είχε πει ότι «ο πιο καθαρός δρόμος προς το σύμπαν περνά μέσα από ένα άγριο δάσος»…

Οι ουραγκοτάγκοι και οι άλλοι μεγάλοι πίθηκοι (χιμπαντζήδες, μπονόμπο, γορίλλες) είναι σίγουρα η αφετηρία του δρόμου που οδηγεί στην κατανόηση της δικής μας εξέλιξης. Αν τους αφανίσουμε, χάνουμε αυτήν τη δυνατότητα.

Πού σας έχει οδηγήσει ο δικός σας δρόμος, της επιστημονικής έρευνας; Και πόσο σας έχει αλλάξει ως άνθρωπο;

Ξεκίνησα από τα Μαθηματικά και τον προγραμματισμό, μετά στράφηκα στην Ψυχολογία και στις διδακτορικές σπουδές μού παρουσιάστηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ με νήπια χιμπαντζήδων. Με γοήτευσαν. Η επαφή μαζί τους αλλάζει την αντίληψή σου για το τι συνιστά μια προσωπικότητα, για τις διαφορές και ομοιότητες των ειδών. Πολλά από τα γνωρίσματα που θεωρούμε αποκλειστικά ανθρώπινα απλώς δεν είναι – εξ ου και η εμπειρία μου έχει αλλάξει τον τρόπο που αξιολογώ και συμπεριφέρομαι σε άλλα ζώα. Με έχει κάνει λιγότερο υπερήφανη που είμαι άνθρωπος. Με έχει πείσει ότι η αιχμαλωσία είναι απαράδεκτη, εκτός κι αν εξασφαλίζει καταφύγιο σε ένα πλάσμα που δεν μπορεί να επιβιώσει μόνο του στη φύση.

Υπάρχει ελπίδα, όσο περισσότερο γνωρίζουμε τους «συγγενείς» μας, να πάψουμε να είμαστε τα πιο καταστροφικά πλάσματα στον πλανήτη;

Το ελπίζω, αλλά δεν το προσδοκώ. Ενα από τα προβλήματά μας είναι το σύνδρομο ανωτερότητας σε συνδυασμό με την ελλιπή κατανόηση των άλλων ειδών. Τραβάμε μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα, παρόλο που ζώα είμαστε και εμείς, τα δε άλλα ζώα είναι ένα εξαιρετικά ετερόκλητο πλήθος. Ξέρετε ότι οι χιμπαντζήδες είναι πιο κοντά βιολογικά στον άνθρωπο απ’ ό,τι είναι με άλλους πιθήκους και μαϊμούδες; Αν υπάρξει πειστική απόδειξη ότι η γραμμή που έχουμε χαράξει είναι λανθασμένη και ότι ορισμένα είδη, όπως οι ουραγκοτάγκοι ή άλλοι μεγάλοι πίθηκοι, τα δελφίνια και άλλα κητώδη, είναι περισσότερο σαν εμάς, τότε υπάρχει μια (μικρή) πιθανότητα να τα σεβαστούμε περισσότερο.

Από τα πολλά ευρήματά σας, ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό;

Η σημασία των κοινωνικών σχέσεων των ουραγκοτάγκων και η λεπτότητα των συναναστροφών τους. Το βρίσκω εκπληκτικό, γιατί ζουν ως επί το πλείστον μόνοι, η σταθερότερη εκδοχή ομαδικότητας είναι ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί της. Με εξέπληξε η πολυπλοκότητα των κοινωνικών τους αλληλεπιδράσεων, η οξυδέρκεια με την οποία καταλαβαίνουν τους ομοίους τους, αλλά και τους ανθρώπους. Το άλλο εντυπωσιακό είναι η ικανότητά τους να αλληλεπιδρούν με το νερό. Είναι δενδρόβια πρωτεύοντα, άρα έχουν λίγη επαφή με το υγρό στοιχείο. Νομίζαμε ότι δεν μπορούν να κολυμπούν, επειδή δεν επιπλέουν. Κάποιοι τους θεωρούσαν φοβικούς. Επιπλέον, είναι κυρίως χορτοφάγοι, με προτίμηση στα φρούτα. Το ότι πιάνουν και τρώνε ψάρια με εντυπωσίασε γιατί καταρρίπτει όσα γνωρίζαμε.

Ποια είναι η επόμενη ερευνητική σας πρόκληση;

Αυτήν τη στιγμή μελετάμε άγριους ουραγκοτάγκους με έμφαση στην καθημερινότητά τους  – συλλογή τροφών, μετακινήσεις, κατασκευή φωλιών κ.λπ. Ακόμη και σε αυτά, τα στοιχειώδη, επιδεικνύουν υψηλότατο δείκτη νοημοσύνης, ικανότητα σχεδιασμού και επιλογής. Είναι προφανές λ.χ. ότι δεν περιπλανώνται τυχαία στο δάσος. Χαράσσουν πολύπλοκα δίκτυα μονοπατιών στα δέντρα για να ταξιδεύουν στις σημαντικές γι’ αυτούς τοποθεσίες – εκεί όπου υπάρχει καλό φαγητό ή μπορούν να γλιτώσουν από τους ανθρώπους (πλαγιές με πολύ πυκνή, χαμηλή βλάστηση). Kαι προγραμματίζουν τις κινήσεις τους τουλάχιστον μία μέρα πριν. Ενας λόγος ίσως είναι ότι τα φρούτα που προτιμούν είναι εποχής και διάσπαρτα σε μεγάλη έκταση, οπότε για να φτάσουν σε αυτά την κατάλληλη στιγμή πρέπει να το προσχεδιάσουν. Συνεπώς, το επόμενο μεγάλο ερώτημα είναι πώς διαχειρίζονται το χρόνο. Τι ξέρουν για το χρόνο, τι «σημάδια» χρησιμοποιούν.

Εχετε πει ότι το να σε αγνοεί ο ουραγκοτάγκος ενώ τον παρατηρείς είναι ένδειξη φιλίας. Θυμάστε μια χαρακτηριστική ιστορία;

Ο Ενγκονγκ, ένας αρσενικός έφηβος 5-6 ετών, ήταν από τους πιο αγαπημένους μου. Καλοδιάθετος, με αυτοπεποίθηση, διεκδικητικός αλλά όχι επιθετικός, δουλευταράς και φιλομαθής, παιχνιδιάρης με τους κολλητούς του. Επί δύο καλοκαίρια τον παρακολουθούσα στο δάσος. Τον τρίτο χρόνο, φτάνοντας, ρώτησα την ομάδα μου και μου είπαν πως είχαν μήνες να τον δουν. Και όμως τον πέτυχα, στο συνηθισμένο μέρος μας, στην πρώτη μου εξόρμηση! Εννοείται ότι μας πήρε χαμπάρι καθώς πλησιάζαμε με τον βοηθό, αλλά συνέχισε αδιάφορος να κάνει τη δουλειά του. Κάνα μισάωρο μετά, πλησίασε, έκατσε δίπλα μου για λίγα λεπτά και έφυγε. Το ένιωσα σαν ένα ευγενικό καλωσόρισμα.

Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερό σας επίτευγμα;

Βοήθησα να στραφεί η προσοχή στους ουραγκοτάγκους «ενός κατώτερου θεού», που ορφάνεψαν από λαθροκυνηγούς, απήχθησαν και έζησαν αιχμάλωτοι σε εργαστήρια, ζωολογικούς κήπους ή σε σπίτια ως κατοικίδια. Η μόνη μου απογοήτευση είναι ότι δεν ξεκίνησα νεότερη. Και ότι δεν κατάφερα να βοηθήσω κάποιους ουραγκοτάγκους που το χρειάζονταν.

Οι ουραγκοτάγκοι κάποτε ζούσαν σ’ όλη τη νοτιοανατολική Ασία, σήμερα μόνο στη Βόρνεο και τη Σουμάτρα. Στις αρχές του 20ού αιώνα ήταν 300.000, σήμερα ούτε 40.000. Οι μητέρες δολοφονούνται, τα μικρά απάγονται και πωλούνται στη μαύρη αγορά ζωολογικών κήπων, εργαστηρίων ή «κατοικιδίων», τα τροπικά δάση αποψιλώνονται για ξυλεία ή αποτεφρώνονται για να καλλιεργηθούν φοινικόδεντρα. Τι νέα έχουμε από το μέτωπο της προστασίας;

«Το μοτίβο φόνων, απαγωγών και καταστροφής του οικοσυστήματος συνεχίζεται. Από την άλλη, κερδίζουμε κάποιες μάχες – σταματήσαμε π.χ. την παράνομη εκχώρηση για εμπορική εκμετάλλευση μιας σημαντικής τοποθεσίας στη Βόρεια Σουμάτρα. Η Διεθνής Ενωση για τη Διατήρηση της Φύσης (IUCN) έχει ισχυρή παρουσία και ο ΟΗΕ υποστηρίζει τo Σχέδιο Σωτηρίας των Μεγάλων Πιθήκων (GRASP). Oι νίκες είναι μικρότερες από τις ήττες, αλλά καλύτερες από το τίποτα. Το Εθνικό Πάρκο Κουτάι στη Βόρνεο, όπου εργάζομαι, είχε καεί δύο φορές, το 1982-83 και το 1997-98, και θεωρούνταν “χαμένο” για τους ουραγκοτάγκους, εντούτοις αναγεννιέται -μαζί του και ο πληθυσμός- με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι περίμεναν και οι πλέον αισιόδοξοι. Οι ουραγκοτάγκοι της Βόρνεο φημίζονται για την ανθεκτικότητά τους, παρ’ όλα αυτά κανείς δεν περίμενε ότι θα τα πήγαιναν τόσο καλά».

info 

* Του Ferris Jabr, www.newyorker.com, 17/9

Περισσότερες πληροφορίες στο www.orangutan.com

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή