Η περιεκτικότητα οξυγόνου στους ωκεανούς έχει μειωθεί κατά 2% από το 1960, σύμφωνα με σύνθεση πολλαπλών σχετικών ερευνών από το ινστιτούτο ωκεανολογίας GEOMAR του Κιέλου, που δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στην επιθεώρηση Nature. «Από την τάση αυτή, μπορούμε να αναμένουμε ευρείες συνέπειες για τα θαλάσσια οικοσυστήματα και την αλιεία», γράφουν οι ερευνητές.
Τα κλιματικά μοντέλα προέβλεπαν ότι θα υπάρξει απώλεια οξυγόνου, αλλά είναι η πρώτη φορά που αυτό τεκμηριώνεται με τόση ευρύτητα, για όλους τους ωκεανούς του πλανήτη. «Το υποθέταμε, από τα μοντέλα και είχαν γίνει πολλές αναλύσεις σε τοπικό επίπεδο, που έδειχναν μειώσεις, αλλά ποτέ δεν είχε δειχθεί σε παγκόσμια κλίμακα και ποτέ για τα βάθη του ωκεανού», είπε στην εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ» ο ερευνητής του GEOMAR και βασικός συντάκτης της έρευνας Ζούνκε Σμίντκο.
Περίπου 1% του οξυγόνου του πλανήτη αναμειγνύεται με το νερό της θάλασσας. Η κλιματική αλλαγή επιδρά στο καθοριστικό αυτό στοιχείο για την θαλάσσια βιολογία με πολλούς τρόπους. Ο πιο απλός είναι ο εξής: Οσο πιο θερμό είναι ένα υγρό, τόσο περισσότερα αέρια απελευθερώνει, συνεπώς η άνοδος της θερμοκρασίας των θαλασσών διώχνει το οξυγόνο προς την ατμόσφαιρα. Ο παράγοντας αυτός ευθύνεται για το 15% της παρατηρηθείσας μείωσης του οξυγόνου. Η υπόλοιπη μείωση οφείλεται σε πιο σύνθετους παράγοντες, που έχουν να κάνουν με τη μικρότερη κινητικότητα των υδάτων. Οσο περισσότερο θερμαίνονται τα επιφανειακά ύδατα που είναι πλούσια σε οξυγόνο, τόσο ελαφρύτερα γίνονται και τόσο περισσότερο καθυστερούν να καταβυθιστούν και να μεταφέρουν το οξυγόνο στα βάθη των θαλασσών. Επιπλέον, η μείωση του οξυγόνου δημιουργεί φαύλο κύκλο, καθώς στις περιοχές χαμηλού οξυγόνου οι μικροοργανισμοί παράγουν οξείδια του αζώτου, που εντείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την υπερθέρμανση.