Πριν από δύο και πλέον δεκαετίες, μια κλασική πλέον μελέτη αποκάλυψε ένα ανησυχητικό στατιστικό δεδομένο: περίπου 2% των ατόμων που προσέρχονταν στα τμήματα επειγόντων περιστατικών εν μέσω φόβων για καρδιακή προσβολή στάλθηκαν από λάθος στο σπίτι τους χωρίς θεραπεία. «Η μη διάγνωση μιας καρδιακής προσβολής είναι η υπ’ αριθμόν ένα αιτία αποζημιώσεων για ιατρική αμέλεια στα τμήματα επειγόντων περιστατικών», αναφέρει ο δρ James Januzzi, καθηγητής Ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ και καρδιολόγος στο Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης, που συνεργάζεται με το Χάρβαρντ.
Αυτό που ακολούθησε έκτοτε, ωστόσο, έχει δημιουργήσει ένα διαφορετικό πρόβλημα: από φόβο μήπως τους διαφύγει μια διάγνωση, οι γιατροί μπορεί να κρατήσουν στο νοσοκομείο άτομα με συμπτώματα ανεπαίσθητα, ασυνήθιστα ή ακόμη και εντελώς απόντα (βλ. «Συμπτώματα της καρδιακής προσβολής»).
Επειδή η εξέταση αίματος που χρησιμοποιείται για την ανίχνευση μιας καρδιακής προσβολής είναι πολύ ευαίσθητη, ορισμένα άτομα μπορεί να λάβουν διάγνωση πιθανής καρδιακής προσβολής (γνωστής επίσης ως έμφραγμα του μυοκαρδίου), ενώ δεν έχουν. Μάλιστα, η υπερβολική διάγνωση εμφράγματος του μυοκαρδίου είναι πλέον πιο συχνή από ό,τι η έλλειψη διάγνωσης, δηλώνει ο δρ Januzzi, ο οποίος ήταν ένας από τους συγγραφείς ενός άρθρου γνώμης πάνω σε αυτό το θέμα στο τεύχος της 24ης Απριλίου 2024 του JAMA.
Η μη ανίχνευση μιας πραγματικής καρδιακής προσβολής (ανεπαρκής διάγνωση) μπορεί να έχει δραματικά αποτελέσματα. Ωστόσο, η υπερβολική διάγνωση εκθέτει τα άτομα σε περιττούς κινδύνους, υψηλά κόστη και άλλες αρνητικές συνέπειες.
Τι συμβαίνει συνήθως όταν κάποιος προσέρχεται στο τμήμα επειγόντων περιστατικών με πιθανά συμπτώματα καρδιακής προσβολής; Και πώς μπορείτε να βεβαιωθείτε ότι εσείς ή κάποιο αγαπημένο σας πρόσωπο θα λάβετε την κατάλληλη φροντίδα;
Στο τμήμα επειγόντων περιστατικών
Τα περισσότερα τμήματα επειγόντων περιστατικών ακολουθούν ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο για μια πιθανολογούμενη καρδιακή προσβολή. Συνήθως, η πρώτη εξέταση είναι ένα ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ), μια καταγραφή της ηλεκτρικής δραστηριότητας της καρδιάς. Μια μείζων καρδιακή προσβολή –η οποία συμβαίνει όταν μια αρτηρία που τροφοδοτεί με αίμα την καρδιά έχει φράξει, εμποδίζοντας την παροχή αίματος σε τμήμα του μυοκαρδίου– συνήθως δημιουργεί μια διακριτή «υπογραφή» στο ΗΚΓ. Ωστόσο, το ΗΚΓ δεν είναι πολύ ευαίσθητο και ένα φυσιολογικό ίχνος ΗΚΓ δεν αποκλείει την καρδιακή προσβολή, εξηγεί ο δρ Januzzi. Έτσι, οι γιατροί βασίζονται στο τεστ τροπονίνης, το οποίο έχει υψηλή ευαισθησία και μετράει μια πρωτεΐνη που αυξάνεται όταν υπάρχει βλάβη του μυοκαρδίου.
«Το τεστ τροπονίνης έχει εξελιχθεί με τα χρόνια και πλέον είναι τόσο ευαίσθητο, που σπανίως δεν εντοπίζει περιστατικά εμφράγματος του μυοκαρδίου. Επειδή όμως είναι τόσο ευαίσθητο, ανιχνεύουμε πολλές βλάβες του μυοκαρδίου που δεν σχετίζονται με καρδιακή προσβολή», δηλώνει ο δρ Januzzi. Μια πιθανή αιτία είναι η φλεγμονή του μυοκαρδίου (μυοκαρδίτιδα), η οποία μπορεί να οφείλεται σε βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένης της COVID-19. Ορισμένοι τύποι καρδιακής ανεπάρκειας και χρόνιας νεφρικής νόσου μπορούν επίσης να αυξήσουν το επίπεδο τροπονίνης. Μια μεμονωμένη παθολογική τιμή τροπονίνης ή μια τιμή που αυξάνεται ελαφρώς με την πάροδο του χρόνου δεν σημαίνει απαραίτητα ότι έχετε υποστεί καρδιακή προσβολή.
Περιττοί έλεγχοι
Μια μελέτη βρήκε ότι το ένα τέταρτο των ατόμων που προσήλθαν σε τμήματα επειγόντων περιστατικών έκαναν τεστ τροπονίνης, αν και λιγότεροι από τους μισούς παραπονούνταν για πόνο στον θώρακα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ένας λόγος είναι ότι, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι, οι γιατροί τείνουν να θυμούνται τα σπάνια, ασυνήθιστα σενάρια περισσότερο από τις τυπικές, καθημερινές καταστάσεις, παρατηρεί ο δρ Januzzi. «Ενώ τα 99 στα 100 άτομα που παθαίνουν καρδιακή προσβολή εμφανίζουν κλασικά συμπτώματα, οι περισσότεροι γιατροί έχουν δει τουλάχιστον ένα άτομο που είχε κάποιο παράξενο σύμπτωμα, όπως πόνο στον αγκώνα, που αποδείχθηκε ότι ήταν καρδιακή προσβολή», αναφέρει. Αυτό οδηγεί σε πολλούς υπερβολικούς ελέγχους, προσθέτει. Οι καρδιακές προσβολές είναι πιο συχνές στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, αλλά τα άτομα αυτά είναι επίσης πιο επιρρεπή σε χρόνια προβλήματα υγείας που μπορεί να οδηγούν σε παθολογικό αποτέλεσμα τροπονίνης. Συνεπώς, είναι πιο πιθανό να έχουν αυξημένη τιμή τροπονίνης που δεν υποδηλώνει απαραίτητα καρδιακή προσβολή.
Μειονεκτήματα της υπερβολικής διάγνωσης
Τα άτομα που λαμβάνουν λανθασμένη διάγνωση καρδιακής προσβολής συχνά υποβάλλονται σε περαιτέρω εξετάσεις (όπως δαπανηρές απεικονιστικές εξετάσεις), ενδεχομένως επικίνδυνες επεμβατικές διαδικασίες και περιττές νοσηλείες. Περίπου ένα στα πέντε άτομα που λαμβάνουν διάγνωση καρδιακής προσβολής εμφανίζει κατάθλιψη και το ένα τρίτο αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες λόγω του κόστους των φαρμάκων. Επίσης, η διάγνωση μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα ενός ατόμου να λάβει ασφάλεια ζωής (ή να μπορεί να αντεπεξέλθει στο κόστος της).
«Αν ένας γιατρός σάς πει ότι κάποια από τα αποτελέσματα εξετάσεων υποδηλώνουν πιθανή καρδιακή προσβολή, έχετε υπόψη σας ότι για τη διάγνωση απαιτούνται πολλά περισσότερα από μία μόνο εξέταση αίματος», επισημαίνει ο δρ Januzzi. Ρωτήστε τι άλλα στοιχεία υπάρχουν που δείχνουν καρδιακή προσβολή, όπως αλλαγές στο ΗΚΓ ή στο υπερηχογράφημα καρδιάς. Η σωστή διάγνωση είναι ζωτικής σημασίας, καθώς οι θεραπείες για κάθε κατάσταση διαφέρουν σημαντικά, προσθέτει.
Συμπτώματα της καρδιακής προσβολής
• Αίσθηση δυσφορίας, πίεσης ή συμπίεσης, συνήθως στο κέντρο του θώρακα
• Πόνος στον έναν ή και στους δύο βραχίονες ή ώμους ή στην πλάτη, στον αυχένα ή στη γνάθο
• Γρήγοροι ή ακανόνιστοι καρδιακοί χτύποι
• ∆υσκολία στην αναπνοή
• Αίσθηση ζαλάδας ή αδυναμίας
• Αίσθηση «ανακατωσούρας στο στομάχι», ενδεχομένως με έμετο