Χρύσα Μαλτέζου: Στην Αίγυπτο είχαμε ψηλά την Ελλάδα

Χρύσα Μαλτέζου: Στην Αίγυπτο είχαμε ψηλά την Ελλάδα

8' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Οταν ήμουν μικρή, θυμάμαι έναν Ρωμιό που περπατούσε στον δρόμο με ένα ραβδί στο χέρι, το χτυπούσε στο πεζοδρόμιο και μουρμούριζε “εδώ πρέπει να ’ναι ο τάφος, εδώ πρέπει να ’ναι”. Γι’ αυτήν την Αλεξάνδρεια θα μιλήσω. Για μια Αλεξάνδρεια ιδεατή».

Στον νέο κύκλο μαθημάτων της Σχολής Ιστορίας της Τέχνης της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, με θέμα «Ο Μέγας Αλέξανδρος και η εποχή του», η διαπρεπής ιστορικός, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και τέως διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, Χρύσα Μαλτέζου, θα αναφερθεί στην Αλεξάνδρεια της Ιστορικής Μνήμης. Με αυτή την αφορμή συναντηθήκαμε ένα μεσημέρι στο εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη και η σχεδόν τρίωρη συζήτησή μας έγινε ένα συναρπαστικό, συγκινητικό ταξίδι, γεμάτο εικόνες και ιστορίες από τη δική της Αλεξάνδρεια. Την πόλη όπου γεννήθηκε, την πόλη της οικογένειάς της, την πόλη όπου έζησε τα μαθητικά της χρόνια, αυτή που σε μεγάλο βαθμό καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο έμαθε να βλέπει και να κατανοεί τον κόσμο.

«Το ότι γεννήθηκα στην Aλεξάνδρεια με βοήθησε να αποκωδικοποιήσω τους μηχανισμούς της ανοχής της ετερότητας του άλλου. Οταν ήμουν πιτσιρίκι πήγαινα στην καθολική εκκλησία και μεταλάμβανα την όστια. Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε γιατί. Πήγαινα στην εβραϊκή χάβρα. Πήγαινα στις αραβικές γειτονιές και παρακολουθούσα γάμους Αιγυπτίων, τελετές πολύ χρωματιστές που με εντυπωσίαζαν».

Η οικογένειά της

Οι γονείς της ήταν τέταρτη γενιά στην Αλεξάνδρεια. «Η οικογένεια του πατέρα μου έχει καταγωγή από τη Ρόδο. Διέθεταν μεγάλη ακίνητη περιουσία στο νησί η οποία χάθηκε από χρησικτησία, διότι οι Αιγυπτιώτες δεν είχαν ιδέα για το τι μπορούσε να τους συμβεί και δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για τα πατρογονικά τους στον ελληνικό χώρο. Τα χάσαμε όλα και ξέρω και από άλλους Αιγυπτιώτες ότι αντιμετώπισαν το ίδιο πρόβλημα. Ο παππούς μου ήταν δάσκαλος, ο αδελφός του πατέρα μου ήταν ο Διαγόρας Μαλτέζος, γνωστός λόγιος Αλεξανδρινός, στον κύκλο του Καβάφη και του Τσίρκα με τον οποίο είχαν οικογενειακή φιλία. Από τη μεριά της μάνας μου οι ρίζες μας φτάνουν στην Καλλίπολη απ’ όπου έφυγαν, πήγαν στη Λήμνο και στη συνέχεια στην Αίγυπτο. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν λίγο πριν από τον πόλεμο. Υπάρχει και μια αστεία ιστορία: Ο πατέρας μου είχε δύο υπηκοότητες, την ελληνική και την ιταλική που τη διατηρούσε για λόγους επαγγελματικούς, καθώς ήταν βαμβακέμπορος. Ομως ο πεθερός του, ο παππούς μου, δεν ήθελε να δώσει την κόρη του σε κάποιον με ιταλική υπηκοότητα και τον ανάγκασε να την αφήσει.

Για τον μήνα του μέλιτος πήγαν στην Αθήνα. Γυρίζοντας με το πλοίο, έξω από την Κρήτη, κηρύσσεται η έναρξη του πολέμου και ο καπετάνιος του πλοίου που ήταν ιταλικό, παίρνει εντολή να διακόψει το ταξίδι και να επιστρέψει στο Πρίντεζι με όλους τους Ιταλούς υπηκόους. Ετσι οι γονείς μου μπήκαν σε μια βάρκα, που τους πήρε από την Κρήτη, και λίγες μέρες αργότερα επιβιβάστηκαν σε ένα σταφυλάδικο με προορισμό την Αλεξάνδρεια. Εφτασαν ένα μήνα μετά και από το αλάτι, τα μαλλιά της μητέρας μου είχαν γίνει άσπρα. Η μάνα της τρόμαξε όταν την είδε. Δυστυχώς ο πατέρας μου πέθανε νέος. Από ανακοπή καρδιάς. Ημουν 15 ετών, δεν πρόλαβα να τον ζήσω καλά». Ρωτάω τη Χρύσα Μαλτέζου τι θυμάται περισσότερο από την Αλεξάνδρεια. «Κυρίως τα μαθητικά χρόνια στο Αβερώφειο, τις παραστάσεις που έδιναν οι ελληνικοί θίασοι, καθώς οι Αιγυπτιώτες ήταν πολύ φιλότεχνοι και καλούσαν συχνά καλλιτέχνες από την Ελλάδα. Τις εικόνες που έχω από τον Λογοθετίδη, τη Λαμπέτη και τον Χορν, που όλες στην τάξη ήμασταν ερωτευμένες μαζί του και μια μέρα με τις φίλες μου πήγαμε κρυφά στο καμαρίνι του να μας δώσει αυτόγραφο. Μάλιστα με τον Λογοθετίδη υπάρχει ένα αστείο περιστατικό. Την πρώτη χρονιά που ήρθα στην Αθήνα για να σπουδάσω, πήγα στην Οθωνος να βγάλω αεροπορικό εισιτήριο για να κάνω Χριστούγεννα με τους δικούς μου. Ομως είχαν τελειώσει. Ετσι όπως έφευγα βουρκωμένη, συναντάω τον Λογοθετίδη που με γνώρισε και μου λέει “τι συμβαίνει;”.

Οταν του είπα ότι δεν μπορώ να πάω στην Αλεξάνδρεια πήγε στην υπάλληλο της Ολυμπιακής και άρχισε να την παρακαλάει να μου βρει εισιτήριο. Μέχρι που της είπε πως αν με βάλει στην πτήση, θα πάρει το σημαιάκι της Ολυμπιακής και θα κάνει τον γύρο της πλατείας Συντάγματος, φωνάζοντας “Ολυμπιακή, Ολυμπιακή!”. Και εισιτήριο μου βρήκε, και τον γύρο της πλατείας έκανε. Είναι πολύ έντονες όλες αυτές οι αναμνήσεις. Αλλά η Αίγυπτος πλέον δεν είναι αυτή που γνώρισα. Οταν ζούσαμε εμείς εκεί δεν υπήρχε μπούργκα. Τώρα όπου και να πας η γυναίκα είναι καλυμμένη. Ομως οι Αιγύπτιοι, οι οποίοι πρέπει να τονίσω πως είναι ιδιαίτερα καλοί άνθρωποι, είχαν πάντα μεγάλη αγάπη για τον Ρωμιό. Απ’ όλους τους Ευρωπαίους που ζούσαμε εκεί, ο Ρωμιός ήταν εκείνος που μίλησε στην καρδιά τους».

Και η Ελλάδα; Τι ήταν η Ελλάδα για τους Αιγυπτιώτες; «Στην Αίγυπτο την Ελλάδα την είχαμε πάρα πολύ ψηλά. Ηταν βέβαια μια Ελλάδα “άλλου τύπου”. Εγώ αισθάνομαι ότι είμαι αυτό που τόσο όμορφα εξέφρασε ο Καβάφης. Δεν είμαι Ελλην ούτε Ελληνίζων, είμαι Ελληνικός. Ετσι νιώθω: Ελληνική. Σκέφτομαι συχνά και προβληματίζομαι για τη σχέση που θα έχει στο μέλλον ένα παιδί της Διασποράς με την Ελλάδα. Κατά τη γνώμη μου θα μείνει μόνο η σχέση με τον τόπο. Το Ελληνόπουλο θα έρχεται στην Ελλάδα, στο νησί, για τις διακοπές του. Τον τόπο θα τον αισθάνεται λίγο δικό του. Για τα υπόλοιπα δεν γνωρίζω τι θα αισθάνεται».

Χρύσα Μαλτέζου: Στην Αίγυπτο είχαμε ψηλά την Ελλάδα-1

«Το ότι γεννήθηκα στην Aλεξάνδρεια με βοήθησε να αποκωδικοποιήσω τους μηχανισμούς της ανοχής της ετερότητας του άλλου», λέει η Χρύσα Μαλτέζου.

Ηρθα από ένα νεοκλασικό σχολείο σε ένα μίζερο πανεπιστήμιο

Οταν αποφοίτησε από το Αβερώφειο, ήρθε με υποτροφία στην Αθήνα για σπουδές Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Αλλαξαν όλα. Το πανεπιστήμιο δεν μου άρεσε. Εγώ βγήκα από ένα νεοκλασικό σχολείο με βιβλιοθήκη, με χημείο, με θέατρο, με όλα τα καλά και ήρθα εδώ σε ένα μίζερο, βρώμικο πανεπιστήμιο. Το οποίο παραμένει ίδιο και χειρότερο.

Επιπλέον, εκείνη την εποχή δεν είχα αποφασίσει ακόμη τι ήθελα να κάνω. Αγαπούσα την ψυχολογία, αγαπούσα τα παιδαγωγικά, δεν είχα κατασταλάξει. Αυτός που καθόρισε τη διαδρομή μου ήταν ο Διονύσιος Ζακυθηνός. Οταν έμαθε πως ήμουν από την Αίγυπτο με ρώτησε αν ήξερα αραβικά. Τότε φυσικά τα μιλούσα πολύ καλά. Οπότε μου λέει: “Θα ασχοληθείς με τη σχέση Βυζαντίου και Αράβων”. Ηταν μόλις είχε μετακομίσει η οικογένειά μου από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, με την έξοδο των Ελλήνων από την Αίγυπτο, και του απαντάω “δεν θέλω να έχω καμία σχέση με Ανατολή, μόνο με Δύση”. Ετσι, βρέθηκα το 1965 στη Βενετία. Πήγα με υποτροφία στο Ελληνικό Ινστιτούτο της Βενετίας και ξεκίνησα την αρχειακή έρευνα». Για τη Χρύσα Μαλτέζου το ταξίδι στη Βενετία κράτησε σχεδόν μια ζωή. «Με καθόρισε. Είναι ένα μεγάλο σχολείο.

Οπως είπε κάποτε ο Μάσιμο Κατσάρι, φιλόσοφος αλλά και δήμαρχος στην πόλη, στη Βενετία ζουν τρεις “φυλές”: οι κάτοικοι, οι τουρίστες, οι επιστήμονες. Σε αυτό το περιβάλλον των επιστημονικών φορέων που βρίσκονται παντού στην πόλη, έμαθα να αγαπάω τα αρχεία, την έρευνα. Εχω “ανασκάψει” θησαυρούς. Δεν μπορώ να περιγράψω το συναίσθημά μου λ.χ. όταν μου έτυχε να ανοίξω διαθήκη του 1400 η οποία ήταν ακόμη σφραγισμένη με βουλοκέρι. Και να σας πω και κάτι για το πώς αισθάνονταν οι Ελληνες της Βενετίας για την πατρίδα τους, καθώς σήμερα συζητάμε πολύ τα θέματα της ταυτότητας και, ξέρετε, οι απαντήσεις υπάρχουν, βρίσκονται εκεί, στην αρχειακή έρευνα και γι’ αυτό είναι σημαντικό να μη διακόπτεται. Δεν έχω διαβάσει ούτε μια διαθήκη Ελλήνων που ενώ πλέον είναι Βενετοί υπήκοοι, αφήνουν χρήματα, έστω και λίγα, για σχολείο και εκκλησία». Η Χρύσα Μαλτέζου υπήρξε η τέταρτη διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών.

Είχαν προηγηθεί η Σοφία Αντωνιάδη που ασχολήθηκε με την ανοικοδόμηση του κτιριακού συγκροτήματος, ακολούθησε ο Μ. Ι. Μανούσακας που έβαλε σε στέρεες επιστημονικές βάσεις το Ινστιτούτο, τις οποίες ενίσχυσε ακόμη περισσότερο ο τρίτος διευθυντής, Νικόλαος Παναγιωτάκης. Η Χρ. Μαλτέζου διετέλεσε διευθύντρια από το 1998 έως το 2012. Εδωσε διεθνή διάσταση στο Ινστιτούτο, διοργάνωσε συνέδρια, παρήγαγε σπουδαίο εκδοτικό έργο, άνοιξε διάπλατα τις πόρτες σε υποτρόφους και μελετητές. Η συνεισφορά της υπήρξε πλούσια και πολυσήμαντη. Και γι’ αυτό δικαιούται να ανησυχεί για το μέλλον του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας, το οποίο δυστυχώς εδώ και κάποια χρόνια δεν έχει υποτρόφους. «Χωρίς υποτρόφους είναι νεκρό. Δυστυχώς, φαίνεται ότι έχει εγκλωβιστεί μέσα σε ελλαδίτικα πλαίσια. Ελπίζω και εύχομαι να ξαναβρεί γρήγορα τον βηματισμό του».

Η συνάντηση

Γευματίσαμε στο εστιατόριο του Μουσείου Μπενάκη στην οδό Κου-μπάρη. Ξεκινήσαμε με μια δροσερή πράσινη σαλάτα και ντολμαδάκια κασιώτικα, που είναι και το πιάτο σουξέ. Διαφέρουν από τα κοινά, καθώς έχουν κιμά, είναι μικρούτσικα και τυλιγμένα πολύ σφιχτά. Για κύριο πιάτο η κ. Μαλτέζου διάλεξε το κοκκινιστό μοσχάρι που είχε σιγομαγειρευτεί στην κατσαρόλα και φαινόταν λουκούμι. Εγώ προτίμησα ένα ριζότο με σπανάκι που ήταν νοστιμότατο και με μια σπιρτάδα που του έδινε το ξύσμα λεμονιού. Ηπιαμε και δύο ποτήρια κρασί, κόκκινο για το μοσχαράκι, λευκό για το ριζότο. Δεν πρόλαβα καν να δω τον λογαριασμό. Με τους Αιγυπτιώτες δεν βγάζεις εύκολα άκρη.

Τα μαθήματα

«Εγώ δεν είμαι αρχαιολόγος», τονίζει η Χρύσα Μαλτέζου. «Οπότε θα μιλήσω για την Αλεξάνδρεια που στην πραγματικότητα είναι η πόλη της απουσίας». Το φετινό θέμα των μαθημάτων της Αρχαιολογικής Εταιρείας είναι «Ο Μέγας Αλέξανδρος και η Εποχή του». Πρόκειται για μαθήματα εμβάθυνσης σε θέματα αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Προσφέρονται εδώ και χρόνια και απευθύνονται σε φοιτητές, σε μεταπτυχιακούς, έχουν μεγάλο κοινό, το οποίο συμμετέχει πληρώνοντας ένα μικρό αντίτιμο. «Η Αρχαιολογική Εταιρεία επιτελεί σπουδαίο έργο. Είναι ένα ίδρυμα που χρειάζεται στήριξη γιατί κι αυτό, όπως πολλά άλλα, αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα», σημειώνει. Το μάθημά της είναι προγραμματισμένο για τις 13 Φεβρουαρίου.

​Tα μαθήματα διαρκούν έως τις 6 Μαρτίου. Πληροφορίες στα γραφεία της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πανεπιστημίου 22, 5ος όροφος, τηλ. 210-36.26.043).

Oι σταθμοί της

1941

Γεννιέταιστην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

1965

Φοιτά με υποτροφία στο Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας.

1980-1994

Διευθύντρια του Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.

1982-1995

Καθηγήτρια Μεσαιωνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

1998

Εκλέγεται από την Ακαδημία Αθηνών διευθύντρια του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας, όπου παραμένει έως το 2012.

2003

Για την επιστημονική της προσφορά τής απονέμεται ο Χρυσός Σταυρός του Τάγματος της Τιμής.

2011

Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στη θέση της «Ιστορίαςτου Νέου Ελληνισμού, 1453-1821». Επόπτρια του Κέντρου Ερεύνης Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού.

2012

Γίνεται τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή