Ο Ελληνας που βρέθηκε στο στόχαστρο της περιβόητης Στάζι

Ο Ελληνας που βρέθηκε στο στόχαστρο της περιβόητης Στάζι

3' 43" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 15 Μαΐου 1970, ο Γιώργος Μπακαλιός πέρασε κανονικά το φυλάκιο στο τείχος που χώριζε το Βερολίνο και μπήκε στον ανατολικό τομέα, έχοντας μαζί του και τον πατέρα του. Ηταν μια συνηθισμένη διαδρομή για τον Μπακαλιό, αφού εργαζόμενος ως κοινωνικός λειτουργός της Ευαγγελικής Εκκλησίας, επιφορτισμένος να βοηθάει τους Ελληνες μετανάστες στο Δυτικό Βερολίνο, που αριθμούσαν τότε γύρω στις 3.000, μπαινόβγαινε από το 1966 σχεδόν καθημερινά στο Ανατολικό.

«Οι Ελληνες δεν γνώριζαν καλά τη γλώσσα και ήταν πολύ δύσκολο να συνεννοηθούν στις αρμόδιες υπηρεσίες. Την εποχή εκείνη, για να ταξιδέψει κάποιος με αυτοκίνητο, λεωφορείο ή τρένο έπρεπε να έχει μια ειδική βίζα διέλευσης, όπως την ονόμαζαν, την οποία έπαιρναν στο Ανατολικό Βερολίνο. Πλην των Ανατολικογερμανών, οι άνθρωποι μπαινόβγαιναν σχετικά εύκολα στο Ανατολικό Βερολίνο, πολλοί Ελληνες πήγαιναν για διασκέδαση αλλά και έκαναν σχέσεις με γυναίκες, κάποιοι μάλιστα είχαν δημιουργήσει και οικογένειες. Αλλά και στο Δυτικό Βερολίνο πήγαινα στα εργοστάσια και στους ξενώνες των Ελλήνων και βοηθούσα όπου υπήρχε πρόβλημα», αφηγείται στην «Κ» ο κ. Μπακαλιός.

«Μην γνωρίζοντας όμως καλά τη γλώσσα και τα της γραφειοκρατίας, πολλοί που πήγαιναν στο Ανατολικό Βερολίνο χρειάζονταν βοήθεια και το συνδικάτο των εργοδοτών του Δυτικού Βερολίνου ζητούσε τη συνδρομή της Ευαγγελικής Εκκλησίας που, ως υπάλληλό της, έστελνε εμένα για τη διεκπεραίωση. Πηγαινοερχόμουν νόμιμα και δεν είχα κανένα πρόβλημα, ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα».

Η 15η Μαΐου του 1970, όμως, ήταν η ημέρα που θα σημάδευε τη ζωή του, αφού τον έριξε στα δίχτυα της διαβόητης Στάζι, που τον «φιλοξένησε» για επτά ολόκληρα χρόνια στις φυλακές της. «Εκείνη την ημέρα είχα περάσει μέσα με τον πατέρα μου για να βγάλω σ’ εκείνον και στη μητέρα μου βίζα διέλευσης να ταξιδέψουν στην Ελλάδα.

Πήρα κανονικά βίζα από την αρμόδια υπηρεσία, αλλά με το που βγήκα από το γραφείο και επιβιβάστηκα στο αυτοκίνητο με πλεύρισαν δύο αυτοκίνητα και χωρίς να το καταλάβω με έσυραν έξω και με επιβίβασαν σ’ ένα δικό τους, το ίδιο και τον πατέρα μου. Μας οδήγησαν σε ένα από τα κτίρια της Στάζι και επί δύο μερόνυχτα μας ανέκριναν αδιάκοπα, χωρίς νερό, φαγητό και ύπνο. Με ρωτούσαν απίστευτα πράγματα, για τα οποία δεν είχα ιδέα. Κατόπιν μου απήγγειλαν κατηγορία για κατασκοπεία και με καταδίκασαν σε φυλάκιση δώδεκα χρόνων. Τον πατέρα μου τον κράτησαν χωρίς δίκη επτά μήνες και τον άφησαν ελεύθερο. Πέρασα δύσκολα σε δύο φυλακές της Στάζι, πολλές φορές στην απομόνωση. Με κατηγορούσαν ότι δούλευα για τις μυστικές υπηρεσίες της Δύσης και πρώτα απ’ όλα της ελληνικής ΚΥΠ».  

Ο Μπακαλιός θα αποφυλακιστεί στις 26 Μαΐου του 1976. «Ηταν η περίοδος που η Ελλάδα είχε αποκαταστήσει διπλωματικές σχέσεις με την Ανατολική Γερμανία και η πρεσβεία μας στο Ανατολικό Βερολίνο ενήργησε».

Ο φάκελος

Παρά τη βελτίωση των διμερών σχέσεων, δεν ήταν καθόλου εύκολο να απαλλαγεί κάποιος από τα νύχια της Στάζι, όταν μάλιστα αυτή τον είχε χαρακτηρίσει και καταδικάσει ως κατάσκοπο. «Την εποχή εκείνη, η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας εξαγόραζε τις ποινές κάποιων πολιτικών κρατουμένων στην Ανατολική και μεταξύ αυτών, με παρέμβαση της Ευαγγελικής Εκκλησίας και της ελληνικής πρεσβείας, “αγόρασε” κι εμένα έναντι 100.000 μάρκων». Οταν έπεσε το Τείχος –«εκείνη τη νύχτα δεν πήγα, δεν είχα το κουράγιο»– και κατέρρευσε το καθεστώς, ο Μπακαλιός έψαξε την υπόθεσή του στα αρχεία της Στάζι.

«Ο φάκελός μου είχε μέσα 11.500 σελίδες, από τις οποίες φωτοτύπησα και έχω τις 5.000. Περιείχε με λεπτομέρειες το τι έκανα, πού πήγαινα, ποιον έβρισκα, τι έλεγα και τι σκεφτόμουν. Το σημαντικότερο: Είχε τις εκθέσεις του πληροφοριοδότη, που ήταν ένας Ελληνας χαρτοπαίκτης από την Πελοπόννησο ονόματι Α.Γ., τον οποίο βοηθούσα συνεχώς. Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι με κατέδιδε. Χαρακτηριστικά αναφέρω έναν διάλογο που είχαμε κάνει το 1968 για την επέμβαση των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία και του είχα πει τότε ότι αυτό θα σημάνει την αρχή του τέλους για το ανατολικό μπλοκ. Τους είχε ενημερώσει ακόμα και για το ότι υπηρέτησα ως έφεδρος στον ελληνικό στρατό. Προτού καταρρεύσει το καθεστώς, αυτός ο άνθρωπος διέφυγε στην Ανατολική Γερμανία και εξαφανίστηκε. Καλύτερα, πάντως, που δεν τον συνάντησα μπροστά μου».

Ο Μπακαλιός, επιστρέφοντας στον δυτικό τομέα, συνέχισε να δραστηριοποιείται βοηθώντας τους Ελληνες μετανάστες, χωρίς πλέον να μπορεί να μπαινοβγαίνει στον ανατολικό μέχρι την κατάρρευση του καθεστώτος, και πρωτοστάτησε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 για την αδελφοποίηση της γενέτειράς του, του Σοχού Θεσσαλονίκης, με το Στέγκλιτς – Ζέλεντρορφ.

Αυτές τις αναμνήσεις του, πίσω από το Τείχος του Βερολίνου και στα δίχτυα της Στάζι, τις οποίες μεταφέρουμε με αυτονόητη επιφύλαξη, ήταν που τον φόρτισαν συναισθηματικά όταν στη μάντρα έψαχνε ένα κομμάτι του Τείχους (και μαζί) του δικού του δράματος να το στείλει πίσω στην πατρίδα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή