Στέλιος Παπαδόπουλος στην «Κ»: Μην το παίζουν καουμπόηδες κάποιοι

Στέλιος Παπαδόπουλος στην «Κ»: Μην το παίζουν καουμπόηδες κάποιοι

8' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Θεωρείται πατριάρχης της βιοτεχνολογίας στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο άνθρωπος που τη γνωρίζει από τα γεννοφάσκια της, τη δεκαετία του ’80, αλλά και που φρόντισε να δημιουργήσει γέφυρες με την αγορά, ώστε να της εξασφαλίσει αυτό που χρειαζόταν για να αναπτυχθεί και να γίνει ισχυρή: χρηματοδοτήσεις. Ολα τα «μεγάλα κεφάλια» των αμερικανικών και όχι μόνο κολοσσών του συγκεκριμένου κλάδου μιλούν με θαυμασμό και σεβασμό –οι νεότεροι και με δέος– για εκείνον. Για έναν Ελληνα που έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1967 με λίγα δολάρια στην τσέπη και κατάφερε να είναι σήμερα πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Biogen, μιας από τις κορυφαίες εταιρείες βιοτεχνολογίας στον κόσμο. Για έναν Ελληνα που ποτέ δεν ξεχνά την πατρίδα του. Για τον δρα Στέλιο Παπαδόπουλο.

– Από πού κρατάει η σκούφια σας, κ. Παπαδόπουλε;

– Είμαι Πόντιος από την πλευρά του πατέρα μου και Μικρασιάτης από την πλευρά της μητέρας μου. Πρόσφυγες, δηλαδή, είμαστε όλοι. Μέχρι σήμερα έτσι αυτοαποκαλούμαστε. Αλλά επειδή τα ποντιακά γονίδια είναι πολύ δυνατά, μάλλον αυτό το κομμάτι της καταγωγής μου είναι το κυρίαρχο. Λυπάμαι μόνο που δεν είχα την εξυπνάδα, όταν ήμουν μικρός, να μάθω την ποντιακή γλώσσα. Οι γονείς μου γνωρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γεννήθηκα. Μέναμε στου Χαριλάου. Το σχολείο μου ήταν δίπλα στο γήπεδο του Αρη.

– Οι γονείς σας με τι ασχολούνταν;

– Ο πατέρας μου ήταν έμπορος. Με τον παππού μου και τον θείο μου είχαν μια μικρή επιχείρηση με μπαχαρικά. Τα πουλούσαν σε μπακάλικα και σε περίπτερα σε όλη τη βόρειο Ελλάδα. Μέσα στο μαγαζί μεγάλωσα ουσιαστικά. Μετά το σχολείο, έπαιρνα το λεωφορείο και κατέβαινα στην αγορά. Εκεί διάβαζα, εκεί περνούσα σχεδόν όλο τον ελεύθερο χρόνο μου. Το 1954 καταφέραμε να αγοράσουμε ένα φορτηγάκι, για τις διανομές. Θυμάμαι ακόμα το πρόγραμμα, γιατί πήγαινα μαζί με τον πατέρα μου: Δευτέρα απόγευμα στο Κιλκίς, Τρίτη στα Γιαννιτσά, Τετάρτη εντός έδρας για συντήρηση του αυτοκινήτου, Πέμπτη στην Σκύδρα, την Εδεσσα και την Αριδαία, Παρασκευή στη Νιγρίτα, τις Σέρρες και το Σιδηρόκαστρο, Σάββατο στην Αλεξάνδρεια Ημαθίας και την Κατερίνη. Κάθε δύο εβδομάδες κάναμε διήμερο ταξίδι, Παρασκευή και Σάββατο: σε Καβάλα, Ξάνθη, Κομοτηνή, Αλεξανδρούπολη. Δεν το έβλεπα ως αγγαρεία, μου άρεσε πολύ η δουλειά.

– Τι μάθατε στην οικογενειακή επιχείρηση με τα μπαχαρικά;

– Πολλά και σημαντικά. Κυρίως να σχετίζομαι με τους ανθρώπους, να τους αναγνωρίζω, να τους «διαβάζω» και να λύνω προβλήματα. Στα δεκαπέντε μου, επειδή το μαγαζί δεν πήγαινε καλά και άρχισε και ο θείος μου να λείπει σε διανομές, το κρατούσα εγώ. Αυτό μου έδωσε μια πολύτιμη αίσθηση ανεξαρτησίας. Αλλά ο πατέρας μου δεν ήθελε ούτε να ακούσει το ενδεχόμενο να γίνω κι εγώ έμπορος. «Εσύ θα μάθεις γράμματα, αυτός θα είναι ο δρόμος σου», μου έλεγε.

– Κι έτσι ο δρόμος σάς έφερε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας…

– Ναι, αλλά δυστυχώς ο πατέρας μου δεν έζησε για να το δει. Είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα στη μικρή βιοτεχνία κουμπιών στην οποία είχε επεκταθεί επαγγελματικά, παράλληλα με τα μπαχαρικά. Ημουν πολύ καλός μαθητής και σημαιοφόρος. Και, ξέρετε, ειλικρινά σας το λέω, από όλες τις διακρίσεις και τα βραβεία που έχω αξιωθεί, ύψιστη τιμή θεωρώ το ότι παρήλασα κρατώντας τη σημαία του Ε΄ Γυμνασίου Θεσσαλονίκης. Ηθελα να γίνω φυσικός. Ομως ο γυμνασιάρχης μας, λόγω της υψηλής βαθμολογίας μου, επέμενε να δηλώσω ως πρώτη επιλογή το Πολυτεχνείο. «Θα γίνεις ηλεκτρολόγος μηχανολόγος, θα πιάσεις δουλειά στη ΔΕΗ, θα φοράς λευκό πουκάμισο και γραβάτα, θα κάθεσαι σε ένα γραφείο, θα βάζεις μόνο υπογραφές και θα παίρνεις 5.000 δραχμές τον μήνα», μου έλεγε. Το όνειρο του βολέματος… Δεν ξέρω πώς, πάντως κατάφερε να με πείσει. Κι έτσι, το φθινόπωρο του 1966, μαζί με τη μητέρα μου, τη γιαγιά μου –με τη σύνταξη της οποίας ουσιαστικά ζούσαμε πλέον– και με τον μικρό μου αδελφό, ήρθαμε στην Αθήνα και νοικιάσαμε ένα διαμέρισμα στους Αμπελοκήπους.

– Μόλις τρεις μήνες φοιτήσατε. Πώς αποφασίσατε να φύγετε για τις ΗΠΑ;

– Κάτι με έτρωγε, μάλλον η ανάγκη να δω τον υπόλοιπο κόσμο. Η Ελλάδα με στένευε. Ηξερα ποιο θα ήταν το μέλλον μου εδώ: θα είχα μια κοπέλα, θα παίρναμε πτυχίο, θα αρραβωνιαζόμασταν, θα πήγαινα στον στρατό, θα έπαιρνα απολυτήριο, θα παντρευόμασταν, θα κάναμε παιδιά, την μια Κυριακή θα τρώγαμε με τη μάνα μου, την άλλη με τη δική της, end of story. Tα είδα όλα αυτά σαν φιλμ στο μυαλό μου και δεν μου άρεσαν. Με μια μικρή υποτροφία και με διακόσια δολάρια –αυτή ήταν η προίκα μου–, στις 31 Δεκεμβρίου 1966 μπήκα στο τρένο για Παρίσι. Από εκεί θα έπαιρνα το αεροπλάνο γιατί έτσι θα ήταν φθηνότερο το ταξίδι. Στη διάρκεια της πτήσης μας σέρβιραν φαγητό, αλλά επειδή δεν ήξερα αν θα με χρέωναν δεν άγγιξα τίποτα. Τόσο άβγαλτος ήμουν! (Γέλια).

– Η μητέρα σας δεν σας έφερε αντίρρηση;

– Ποτέ δεν είπε «πού θα με αφήσεις εμένα, παιδάκι μου;», δεν έκανε κανέναν ψυχολογικό εκβιασμό. Μολονότι η απόφασή μου δεν μαρτυρούσε και πολλή ευαισθησία ως προς τις υποχρεώσεις μου απέναντι στην οικογένεια, η δική της στάση ήταν μια τεράστια θυσία, την οποία αναγνώρισα πολύ αργότερα. Αποδείκνυε την αγάπη της για μένα και τη δύναμη του χαρακτήρα της. Το κατάλαβα όταν η μία κόρη μου αποφάσισε να ζήσει στην Ισπανία: τα παιδιά θα πάνε εκεί όπου πρέπει να πάνε και οι γονείς οφείλουν να τα υποστηρίξουν να ακολουθήσουν το όνειρό τους…

Αν έχεις σύστημα και ομάδα που κερδίζει, θα έρθουν και οι επενδύσεις

Στέλιος Παπαδόπουλος στην «Κ»: Μην το παίζουν καουμπόηδες κάποιοι-1

«Ο πατέρας μου ήταν έμπορος. Με τον παππού μου και τον θείο μου είχαν μια μικρή επιχείρηση με μπαχαρικά. Μέσα στο μαγαζί μεγάλωσα ουσιαστικά. Μετά το σχολείο, έπαιρνα το λεωφορείο και κατέβαινα στην αγορά. Εκεί διάβαζα», θυμάται ο Στέλιος Παπαδόπουλος. (Φωτ. ΝΙΚΟΣ ΚΟΚΚΑΛΙΑΣ)

O Στέλιος Παπαδόπουλος ξεκίνησε τις σπουδές του στη Δυτική Βιρτζίνια. «Ημουν σαν ψάρι έξω από το νερό», παραδέχεται. «Πήγα στο πρώτο μάθημα με κουστούμι. Οι άλλοι φορούσαν μπλουτζίν και με κοίταζαν σαν εξωτικό πτηνό. Αλλά η εξέλιξή μου ήταν γρήγορη. Την επόμενη χρονιά δεν είχα απλώς προσαρμοστεί, αλλά ήμουν ο καλύτερος φοιτητής του πανεπιστημίου και πρόεδρος του φοιτητικού συλλόγου». Ο νεαρός Ελληνας ολοκλήρωσε τις σπουδές του στα Μαθηματικά, τη Φυσική και τη Βιολογία, έκανε μεταπτυχιακό στο Πίτσμπουργκ και άρχισε να σκέφτεται το επόμενο βήμα του. «Ηταν η στιγμή που με κυρίευσε ενοχή. Η έρευνα στη Φυσική εκείνα τα χρόνια υποστηριζόταν κυρίως από την πολεμική βιομηχανία κι εγώ… αριστέριζα – αν δεν αριστερίζεις στα νιάτα σου, πότε θα το κάνεις; (Γέλια). Αλλά δεν ήθελα να πάει χαμένη η γνώση που είχα κατακτήσει. Είμαι μετακατοχικό παιδί, έχω μάθει να μην πετάω τίποτα. Στράφηκα, λοιπόν, στη Βιοφυσική».

Την εβδομάδα που πήρε το διδακτορικό του, μια μεγάλη εταιρεία βιοτεχνολογίας μπήκε στο χρηματιστήριο – κάτι πρωτοφανές για την εποχή. H ιδέα δεν αργεί να ωριμάσει μέσα του. Με επιπλέον σπουδές στα Οικονομικά, σύντομα μεταπηδά από τον ακαδημαϊκό χώρο στον τομέα των επενδύσεων, ως αναλυτής μετοχών βιοτεχνολογίας στη Γουόλ Στριτ. Από τότε, η πορεία είναι διαρκώς ανοδική: ο δρ Παπαδόπουλος βρίσκεται σε ηγετικές θέσεις διαφόρων εταιρειών, το 1994, μαζί με τον καθηγητή Κυτταρικής Βιολογίας, Σπύρο Αρταβάνη-Τσάκωνα, ιδρύουν τη δική τους, την Exelixis, η οποία το 2000 μπαίνει στο χρηματιστήριο. Tο 2000 επίσης, φτιάχνουν το Ιδρυμα Σαντέ, με στόχο να στηρίζουν Ελληνες επιστήμονες που πραγματοποιούν έρευνα στην Ελλάδα. «Τι προσφέρει το ίδρυμά σας που δεν μπορεί το ελληνικό κράτος να προσφέρει;», τον ρωτώ. «Σταθερότητα και αξιοκρατία. Εμείς δίνουμε υποτροφίες με βάση την αξία καθενός, όχι γιατί “ο ξάδελφός μου ξέρει τον οδηγό του θείου της γραμματέως ενός υπουργού”… Δεν είναι τυχαίο ότι στην επιτροπή που αποφασίζει συμμετέχουν τρεις νομπελίστες. Επίσης, από την Ελλάδα συνήθως λείπει το πνεύμα συνεργασίας, η ομαδικότητα. Η επιστήμη είναι σαν το ποδόσφαιρο. Δεν μπορείς να παίξεις μπάλα μόνος σου και να κερδίσεις παιχνίδι. Χρειάζεσαι και συμπαίκτες, και αντιπάλους. Αν φτιαχτούν κάποιες ομάδες, θα αρχίσει το σύστημα να δουλεύει και να αποδίδει. Θα έρθουν και οι επενδυτές. Το χρήμα δεν έχει πατρίδα: κυνηγάει τις επενδυτικές ευκαιρίες. Θεωρώ, τέλος, πως έχει έρθει η ώρα να δοθούν κίνητρα σε αρίστους του εξωτερικού να επιστρέψουν στην πατρίδα μας – από το Χάρβαρντ, το ΜΙΤ, τη Σορβόννη. Αξίζουμε περισσότερα από όσα έχουμε. Η σημερινή κυβέρνηση, πάντως, είναι η πρώτη που προσπαθεί να κάνει κάποιες αλλαγές προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν θα τα καταφέρει ή όχι, θα το δούμε…».

Το εμβόλιο

Πριν από λίγες ημέρες η Biogen υπέβαλε στην αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων αίτηση έγκρισης ενός πρωτοποριακού φαρμάκου για το Αλτσχάιμερ. Ο κ. Παπαδόπουλος ήταν παρών σε πολλές σημαντικές στιγμές της εταιρείας, όπως στην έγκριση φαρμάκων για τη σκλήρυνση κατά πλάκας και τη νωτιαία μυϊκή ατροφία. Του ζητώ πρόβλεψη για το εμβόλιο του κορωνοϊού. «Τον Οκτώβριο πιθανότατα θα ανακοινωθεί η κυκλοφορία του στις ΗΠΑ, υπό την πίεση του Τραμπ, που θα το χρησιμοποιήσει για την επανεκλογή του. Ομως, για να έχουμε ασφαλή συμπεράσματα πρέπει να εμβολιάσουμε τουλάχιστον 100.000 άτομα και να τα παρακολουθήσουμε επί τρία χρόνια. Περισσότερο αισιόδοξος είμαι σε ό,τι αφορά κάποια κοκτέιλ φαρμάκων και τη χορήγηση πλάσματος από αναρρώσαντες. Μέχρι τότε, μάσκα και αποστάσεις. Και να μην το παίζουν… καουμπόηδες κάποιοι Ελληνες. Ο ιός είναι πάντα εδώ».

Η συνάντηση

Πήραμε πρωινό στο ξενοδοχείο «Χίλτον» όπου διέμεινε σε ένα ταξίδι-αστραπή στην Αθήνα. Μετά τον δεύτερο καφέ (ελληνικό διπλό σκέτο), και αφού είχαμε κουβεντιάσει τις μεγάλες στιγμές της επαγγελματικής του πορείας, ο Στέλιος Παπαδόπουλος μου αποκάλυψε μία από τις μικρές χαρές του: «Κάθε Τρίτη έχουμε ματς: άνδρες από είκοσι έως ογδόντα ετών, μετανάστες στις ΗΠΑ από την Ελλάδα και την Κύπρο, ηλεκτρολόγοι, σερβιτόροι, τυπογράφοι και διευθύνοντες σύμβουλοι, μαζευόμαστε και μοιραζόμαστε το πάθος μας για την μπάλα. Το αίσθημα της παρέας και της αδελφοσύνης που νιώθουμε δύσκολα μπορώ να σας το περιγράψω…».

Οι σταθμοί του

1948

Γεννιέται στη Θεσσαλονίκη.

1966

Αποφοιτά από το Ε΄ Αρρένων και έπειτα από τρεις μήνες φοίτησης στο ΕΜΠ φεύγει για την Αμερική.

1980

Ολοκληρώνει σπουδές σε Μαθηματικά, Φυσική και Βιολογία, με διδακτορικό στη Βιοφυσική και στρέφεται στον επενδυτικό τομέα της Βιοτεχνολογίας.

1985

Με επιπλέον σπουδές στα Οικονομικά (ΜΒΑ) μεταπηδά από τον ακαδημαϊκό χώρο στον τομέα των επενδύσεων.

1991

Γνωρίζει τον Σπύρο Αρταβάνη-Τσάκωνα και αρχίζει η μακρόχρονη συνεργασία τους, που οδηγεί στην ίδρυση τριών εταιρειών στον χώρο της βιοτεχνολογίας.

1994

Συνιδρύει την εταιρεία βιοτεχνολογίας Exelixis, της οποίας παραμένει πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου.

2000

Συνιδρύει το Ιδρυμα Σαντέ με σκοπό την υποστήριξη ερευνητικών δραστηριοτήτων στον χώρο της βιοϊατρικής στην Ελλάδα και στην Κύπρο.

2008

Εκλέγεται στο διοικητικό συμβούλιο της Biogen.

2014

Εκλέγεται πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της Biogen, θέση στην οποία παραμένει μέχρι σήμερα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή