Παρθενώνες, βελανίδια και άλλα στερεότυπα

Παρθενώνες, βελανίδια και άλλα στερεότυπα

6' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Πιθανότατα αν δεν είχαμε άνοδο της Ακροδεξιάς τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αν δεν ακούγαμε σχεδόν καθημερινά τους παραληρηματικούς λόγους μελών της Χρυσής Αυγής περί της φυλετικής ανωτερότητας των Ελλήνων μαζί με τις γνωστές ξενοφοβικές κορώνες αλλά και τις αποτρόπαιες ρατσιστικές επιθέσεις, το επιστημονικό συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε με επιτυχία και αξιοσημείωτη προσέλευση, στις 18 και 19/1 στο Μουσείο Μπενάκη, να αργούσε πολύ να γίνει.

Ο τίτλος του ήταν «Προσλήψεις και χρήσεις των φυλετικών θεωριών στην Ελλάδα, 19ος-20ός αιώνας», και οι διοργανωτές –περιοδικό «Τα Ιστορικά» και Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης– είχαν στόχο να ανοίξει ουσιαστική συζήτηση γύρω απ’ αυτά τα θέματα, κάτι που σε επιστημονικό επίπεδο και σε τέτοιο εύρος, γίνεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

Ζούμε σε μια περίοδο στην οποία ο διάχυτος ρατσισμός βγαίνει στην επιφάνεια και έχει μεγάλη σημασία να καταλάβουμε αν πρόκειται για νέο φαινόμενο ή όχι, πώς συνδέεται με επιστημονικές επεξεργασίες, ή πώς τροφοδοτείται από τον κυρίαρχο εθνικισμό, παραδέχθηκαν οι συμμετέχοντες, καθηγητές κοινωνιολογίας, αρχαιολογίας, νομικών και πολιτικών επιστημών, κοινωνικής ανθρωπολογίας, ιστορίας και ιστορίας της τέχνης, βιολογίας, νεοελληνικής φιλολογίας. Επικοινωνήσαμε με κάποιους για τα πρώτα συμπεράσματα. «Αυτό που περισσότερο συνειδητοποιήσαμε τον τελευταίο καιρό, είναι ότι το θέμα του ρατσισμού δεν είναι μόνο επικαιρικό, αλλά προφανώς έχει ένα υπόστρωμα μέσα στη συνείδηση μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας και αυτό που θέλαμε είναι να δούμε ποιο είναι το βάθος του. Μέσα σ’ αυτό που αποκαλούμε εθνική ταυτότητα του μέσου Ελληνα έχει ενσταλαχθεί η αίσθηση μιας αυτάρεσκης φυλετικής ανωτερότητας», λέει στην «Κ» ο Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, καθηγητής ιστορίας της τέχνης στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης.

«Οταν βγαίνει ένας υπουργός, ένα στέλεχος της ελληνικής κυβέρνησης και απευθύνεται σε αξιωματούχους της Ε.Ε. με υποτιμητικό ύφος λέγοντας “όταν εμείς οι Ελληνες φτιάχναμε Παρθενώνες εσείς τρώγατε βελανίδια”, αυτό εκφράζει μια αυτοπεποίθηση και μια κοινή συνείδηση ότι η Αθήνα των κλασικών χρόνων και εμείς, είμαστε κάτι το ενιαίο και το αδιαίρετο. Και ναι μεν μέχρι το 1990 αυτή η αυταρέσκεια που είναι φυσικά ανεδαφική, να είχε κάτι το ειρηνικό χωρίς οξύτητες, από τη στιγμή όμως που εμφανίστηκαν στην ελληνική κοινωνία κυρίως οικονομικοί μετανάστες, από την Αλβανία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική, άρχισε να αποκτά ξενοφοβικό και επιθετικό χαρακτήρα και έχει αρχίσει να γίνεται λίγο πολύ συνείδηση ότι υπάρχουν κατώτεροι άνθρωποι τους οποίους με κάθε τρόπο πρέπει να αποκλείσουμε».

Η Ακροδεξιά

«Σε όλες τις εθνικές συνειδήσεις υπάρχουν αυτά τα θέματα», σημειώνει από την πλευρά του στην «Κ» ο Νίκος Καραπιδάκης, καθηγητής ιστορίας στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο.

«Και αν εντοπίζω ένα έλλειμμα στο συμπόσιο είναι ότι δεν έθεσε το θέμα των φυλετικών διαφορών και των στερεοτύπων σε μια διάσταση που δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ή τη σύγχρονη ιστορία, αλλά πολύ πιο οικουμενικά και πριν από τον 19ο αιώνα. Ολοι οι πολιτισμοί κατασκευάζουν φυλετικά στερεότυπα, το ερώτημα είναι πώς βρίσκουν τις δυνάμεις να τα συγκρατήσουν. Αν καταδίκαζα ένα πολιτισμό δεν θα ήταν πρώτος ο ελληνικός. Οσα ακούσαμε στο συνέδριο συναντιούνται και αλλού».

Σύμφωνα με τον Νίκο Καραπιδάκη ούτε η συγκυρία που ζούμε είναι πιο επικίνδυνη από άλλες.

«Για μια κοινωνία που είναι διατεθειμένη να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της, τίποτε δεν είναι επικίνδυνο, ούτε η σημερινή άνοδος της Ακροδεξιάς. Ναι, είμαστε πιο πληγωμένοι απ’ τη συγκυρία, δεδομένης και της κρίσης αλλά και των προβλημάτων ταυτότητας που έχουμε εδώ και χρόνια, τα οποία υπήρχαν από πριν, ήρθαν με την κατάρρευση της αλλαγής της Μεταπολίτευσης. Σε τέτοιες καταστάσεις οδηγείται κανείς πολύ εύκολα στα στερεότυπα. Αλλά και να τελειώσει η κρίση δεν θα λυθούν όλα αυτά αμέσως. Μόνο με την πνευματική ωρίμανση μιας κοινωνίας ξεπερνάς τα στερεότυπα. Οχι τα στερεότυπα του ρατσισμού μόνο, αλλά και τις ιστορικές αυταπάτες εν γένει. Αυτή η ωριμότητα παίρνει πάρα πολύ καιρό. Τώρα γιατί τσιμπάει ο κόσμος με την Ακροδεξιά; Γιατί εδώ και καιρό έχουν καταπέσει πολλές αξίες. Η αξία του κράτους, των περισσοτέρων κομμάτων, έχει αλλοιωθεί το θρησκευτικό συναίσθημα, οπότε οι άνθρωποι αναζητούν τις εύκολες λύσεις. Κι αυτές είναι πάντα εις βάρος των ξένων. Και δεν είναι θέμα διαβατηρίου. Ξένος μπορεί να είναι και ο γείτονας. Μπορεί να είναι μια κοινωνική ομάδα, μια διαφορετική προτίμηση, ένας άλλος τρόπος ντυσίματος».

Υπήρχε φυλετισμός, αλλά δεν τον βλέπαμε

Και ο Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος συμφωνεί ότι ακόμη και να τελειώσει η κρίση, το φαινόμενο δεν θα εξαλειφθεί αν δεν γίνει ουσιαστική δουλειά.

«Απαιτείται μια συναντίληψη των ηγετικών ελίτ στην παιδεία και τον δημόσιο λόγο. Οταν κατασκευάζουμε μέσα από το σχολείο, τα αναγνωστικά, τον δημόσιο λόγο την αίσθηση ότι είμαστε κάτι το ιδιαίτερο, αυτό θα πάρει δυστυχώς και επιθετικές μορφές. Η οικονομική κρίση επιτείνει το πρόβλημα αλλά είναι κάτι που έχει φωλιάσει στις συνειδήσεις των ανθρώπων, είναι στοιχείο της ταυτότητάς μας. Η πλειονότητα των Ελλήνων αισθάνεται αυτήν τη φυλετική ιδιαιτερότητα, ότι είμαστε πνευματικά, καλλιτεχνικά, ανώτεροι, ότι έχουμε μια ικανότητα που δεν την έχουν οι άλλοι, κάτι που μας επιτρέπει να φερόμαστε στους άλλους υποτιμητικά – γιατί αυτή είναι η ουσία: κάθε φυλετική αντίληψη δημιουργεί μια ιεραρχία. Δεν υπάρχει ουδέτερη φυλετικότητα».

Γιατί νιώθουμε απειλή

Για την Εφη Αβδελά, καθηγήτρια Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι από το συμπόσιο προέκυψε πως «η διάσταση της φυλής είναι κοινός τόπος για τον 19ο και τον 20ό αιώνα, αλλά το περιεχόμενο του όρου αυτού αλλάζει δραματικά μέσα στον χρόνο και επίσης στον ίδιο συγγραφέα μπορεί να χρησιμοποιείται με πολλά διαφορετικά νοήματα. Οτι λ.χ. η βιολογική διάσταση της φυλής είναι χαρακτηριστικό που εντοπίζεται στα τέλη του 19ου αιώνα, συνδέεται πιο πολύ με τις παραφθορές της δαρβινικής θεωρίας σε ό,τι αφορά τα κοινωνικά φαινόμενα, δηλαδή την εφαρμογή της θεωρίας της εξέλιξης στα κοινωνικά φαινόμενα, και λιγότερο με τη φυσική, ενώ η αναφορά της φυλής σε προηγούμενες εποχές συνδέεται περισσότερο με την έννοια της εθνότητας, του έθνους, του διαφορετικού άλλου που, όμως, δεν είναι οπωσδήποτε βιολογικά διαφορετικός.

»Επίσης, έγινε σαφές ότι η απόρριψη της ετερότητας είναι σταθερό στοιχείο της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, άλλοτε εμφανίζει οξυμένες μορφές, άλλοτε πιο επεξεργασμένες μορφές, αλλά πάλι απορριπτικές της ετερότητας. Εχουν μελετήσει οι Ελληνες κοινωνικοί επιστήμονες πολλά χρόνια τα ζητήματα αυτά. Σίγουρα η ελληνική εθνική ταυτότητα, για ιστορικούς λόγους που σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο συγκροτήθηκε, αισθάνεται πιο απειλημένη από την ετερότητα και επίσης καθόλου τα ζητήματα αυτά δεν τελείωσαν με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την απαξίωση του ναζισμού».

Στο ερώτημα γιατί ενώ σε διεθνές επίπεδο η συζήτηση γι’ αυτά τα θέματα έχει ανοίξει εδώ και χρόνια, το συγκεκριμένο συμπόσιο είναι το πρώτο στα ελληνικά χρονικά, η Εφη Αβδελά επισημαίνει ότι «αλλού το θέμα του ρατσισμού απέκτησε επικαιρότητα πολύ πριν αποκτήσει σ’ εμάς. Οι επιστήμονες αντλούν τα ερωτήματά τους από το παρόν με έναν έμμεσο τρόπο. Σε άλλες χώρες ο ρατσισμός που σχετίστηκε πιο πολύ με την αποικιοκρατία αφενός ή στις ΗΠΑ με το χρώμα, ευαισθητοποίησε νωρίτερα τον κόσμο».

Είχαμε εφησυχάσει

Και ο Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος παραδέχεται ότι ειδικά στην ιστορία της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολιτικής ιστορίας ή των ιδεών στην Ελλάδα, δεν είχε γίνει σχεδόν καθόλου δουλειά πάνω στο πεδίο του φυλετισμού.

«Είχαμε εφησυχάσει ότι δεν υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, ενώ υπήρχε και δεν το βλέπαμε. Αυτό που ήθελα να δείξω με τη δική μου τοποθέτηση ήταν ότι η ιστορία της τέχνης ήδη από τις απαρχές της στην Ευρώπη στηρίζεται στην ιδέα του αίματος και της κληρονομικότητας. Ο Βίνκελμαν την περίοδο του Διαφωτισμού είναι ο πρώτος που είχε παρουσιάσει μια ιστορία της τέχνης των Ελλήνων, διατυπώνοντας τη θεωρία ότι οι Ελληνες κάνουν τέχνη ανώτερη από τους Αιγύπτιους και τους άλλους λαούς. Η εξήγηση που έδινε είχε να κάνει με το αίμα, το σπέρμα και την κληρονομικότητα. Η ιστορία της τέχνης τουλάχιστον μέχρι το 1945, μέχρι δηλαδή να καταλάβουμε τι έχει γίνει με το Ολοκαύτωμα και τις φυλετικές θεωρίες των Εθνικοσοσιαλιστών, σε σημαντικό βαθμό δομείται με την έννοια της φυλής και της κληρονομικότητας. Μπορεί μέχρι σήμερα το θέμα αυτό να μην είχε ανοίξει. Τώρα, όμως, κανείς πια δεν μπορεί να πει δεν ήξερα, δεν πρόσεξα, τώρα έγινε η αρχή για τις ιστορικές και κοινωνικές σπουδές στην Ελλάδα, και νομίζω ότι θα βγουν πολλές εργασίες από δω και πέρα».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή