Οταν ο λόγος μάς «καίει» και σήμερα

Οταν ο λόγος μάς «καίει» και σήμερα

4' 21" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ρωξάνη, 26 μηνών, ζητάει επίμονα από τη μαμά της «φιλάκι» προσπαθώντας να κερδίσει λίγο ακόμη χρόνο για το παιχνίδι τους. Η Φωτεινή Δάρρα δεν χαλάει χατίρι στην κόρη της, βρίσκει ωστόσο τον τρόπο, μεθοδική καθώς είναι, να την καλοπιάσει ώστε να ξεκλέψει μια ώρα ανεξαρτησίας για ένα τηλεφώνημα στην Αθήνα.

Ετσι κι αλλιώς, οι διαδρομές της αυτόν τον καιρό στη Θεσσαλονίκη είναι συνηθισμένες, καθώς εμφανίζεται με τον Γιάννη Πάριο στο Stage Live, ενώ μόλις τελείωσε την ηχογράφηση και του δεύτερου δίσκου της με τον Μίκη Θεοδωράκη. Ο «Επιβάτης», που προηγήθηκε, και σε λίγο καιρό το «Ραντάρ», είναι δύο κύκλοι τραγουδιών που σφράγισε ο αιρετικός λόγος του Κώστα Τριπολίτη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και τώρα ηχογραφήθηκαν με τη δική της φωνή σε νέα ενορχήστρωση.

«Δεν είναι πίστα»

Τραγουδίστρια που από τα πρώτα της βήματα συνεργάστηκε με τους Δημήτρη Παπαδημητρίου, Νίκο Μαμαγκάκη, Γιάννη Μαρκόπουλο τραγουδώντας ποιητές σε συναυλιακούς χώρους, θέατρα και μουσικές σκηνές, αναρωτιέσαι τι κοινό μπορεί να έχει με τον Γιάννη Πάριο, έναν από τους κυρίαρχους της πίστας.

Διαφωνεί: «Δεν είναι πίστα, αλλά χώρος όπου εμφανίζονται καλλιτέχνες του έντεχνου. Επιπλέον, ο Πάριος έκανε ένα αφιέρωμα στο έργο του Βασίλη Τσιτσάνη στο Μέγαρο Μουσικής. Στο “Πάνθεον” επιχείρησε κάτι διαφορετικό, όπως κι εδώ στο Stage, όπου ένα μεγάλο μέρος και του προγράμματος είναι αφιερωμένο στον συνθέτη της “Συννεφιασμένης Κυριακής” και σε μεγάλους δημιουργούς».

Στη Θεσσαλονίκη, λέει, ο κόσμος διασκεδάζει απενοχοποιημένα, γνωρίζει όμως και πώς να ακούει πιο εσωστρεφή τραγούδια. Η κρίση βέβαια έφερε και άλλες συμπεριφορές. «Το κοινό είναι πιο απαιτητικό και αυτό συνδέεται με τις αλλαγές που ανέτρεψαν τη ζωή του. Παλιά υπήρχαν χρήματα, δεν υπολόγιζαν την αξία τους, υπήρχε περίσσευμα. Τώρα, όταν αποφασίζουν να πάνε σε ένα πρόγραμμα, θέλουν να εκπληρωθούν όλες οι επιθυμίες τους σε μια βραδιά. Γνωρίζουν ότι θα περάσει καιρός πριν ξαναπάνε». Από την εισβολή της τεχνολογίας και το πώς τη χρησιμοποιεί το κοινό, κανείς τους πια δεν μπορεί να γλιτώσει. «Τα κινητά τηλέφωνα μοιάζουν με προέκταση του χεριού των θεατών και καταγράφουν ό,τι γίνεται. Παλιά, κλασικοί τραγουδιστές και ηθοποιοί δεν ήθελαν να μαγνητοσκοπηθούν και να ηχογραφηθούν, αν δεν ήταν κάτω από ιδανικές συνθήκες. Η συχνή έκθεση, που είναι χαρακτηριστικό της εποχής με τα κινητά, απομυθοποιεί τους καλλιτέχνες. Η τεχνολογία έφερε και την αδυναμία να θέλουμε να παγιδεύσουμε τη στιγμή για να την απολαύσουμε αργότερα παγώνοντας τον χρόνο. Οι νέες γενιές βλέπουν μέσα από τις οθόνες».

Η Φωτεινή Δάρρα, την ίδια στιγμή που μπορεί να μιλάει για το κοινό των κέντρων, μπορεί να μιλάει και για το τραγούδι των ποιητών. Δύο διαφορετικές πλευρές του ελληνικού τραγουδιού. Οπως θα έλεγε ο Μίκης Θεοδωράκης, το τραγούδι που σε κάνει να θυμάσαι κι, από την άλλη, εκείνο για να ξεχνάς. «Οι μεγάλοι συνθέτες κατάφεραν να κάνουν δύο πράγματα που οι νεότεροι Ελληνες θεωρούν ασύμβατα. Απευθύνθηκαν στο κοινό μπαίνοντας ακόμη και στα μπουζούκια, χρησιμοποιώντας καλλιτέχνες από χώρους διασκέδασης όπως έκανε ο Μίκης Θεοδωράκης με τη Μαίρη Λίντα, τον Μπιθικώτση, τον Καζαντζίδη. Ταυτόχρονα έκαναν μεγάλους κύκλους τραγουδιών με ποιητές. Γνώριζαν καλά πως για τον Ελληνα υπάρχει τόσο η διασκέδαση όσο και η ψυχαγωγία».

Συνάντηση στον Τσιτσάνη

Οι κόσμοι τους με τον Γ. Πάριο συναντιούνται στο ρεπερτόριο του Βασίλη Τσιτσάνη. Στο δικό της πρόγραμμα τραγουδάει επιτυχίες του Δημήτρη Παπαδημητρίου, φάντος, το «Spente le stelle» της Εμα Σάπλιν, λαϊκά της Τζένης Βάνου και της Βίκυς Μοσχολιού καθώς και Θεοδωράκη. Αναρωτιέσαι βέβαια πώς λειτουργεί εκεί ο λόγος του Κώστα Τριπολίτη: «Αγάπη του ψωμιού και της φωτιάς/ αγάπη της αρμύρας/ ρεκλάμες θα μας πνίξουν κι αδειανά/ κονσερβοκούτια μπίρας/ πού να σε ταξιδέψω/ γυαλιά και λαμαρίνες/ γεμίσανε τα χρόνια με εκτελεσμένους μήνες/…».

«Και όμως, το κοινό αντιλαμβάνεται τι ακούει. Είναι ένα στοίχημα που πέτυχαν συνθέτες όπως ο Θεοδωράκης, αλλά και ο Χατζιδάκις, εκείνος κυρίως μέσα από το σινεμά. Ο “Επιβάτης” (κυκλοφορεί από την Cobalt Music) δεν μπορεί να ακουστεί οπουδήποτε. Ακόμη και σε συναυλίες δύσκολα συνδυάζεται με άλλα τραγούδια». Τόσο ο «Επιβάτης» όσο και το «Ραντάρ» ταυτίστηκαν με τις φωνές που τα σφράγισαν στην αρχή της δεκαετίας του ’80, εποχή που ο αιχμηρός λόγος του Τριπολίτη και η μουσική ένταση του Θεοδωράκη έρχονταν σε κόντρα με το αίσθημα της καλοπέρασης.

Οι πρώτες ερμηνείες

Μαζί του άκουσε τις προηγούμενες εκτελέσεις των έργων η Φωτεινή Δάρρα ― αυτή της Μαρίας Φαραντούρη αλλά και της Μαργαρίτας Ζορμπαλά, καθώς και του Γιώργου Νταλάρα. Κι όταν της μιλάς για σύγκριση, τονίζει: «Δεν θέλησα ποτέ να ξεπεράσω τις πρώτες ερμηνείες. Τα τραγούδια δεν είναι αγώνας δρόμου, ούτε ανταγωνισμός οι ερμηνείες».

Ο Μίκης Θεοδωράκης τη διάλεξε για το remake των δύο κύκλων, έκανε καινούργια ενορχήστρωση, ήταν παρών σε όλες τις πρόβες. «Αυτός λοιπόν ήταν στήριγμα για να αντιμετωπίσω τα έργα. Εγώ τα είπα με τον δικό μου τρόπο, στον οποίο βέβαια με οδήγησε ο συνθέτης. Το ενδιαφέρον είναι ότι το 2014 ήθελε μια πιο ροκ προσέγγιση και πιο επιθετική ερμηνεία, κάτι που φαίνεται και ενορχηστρωτικά. Εχει ενδιαφέρον επίσης ότι ο λόγος του Τριπολίτη “καίει” ακόμη».

Το πολιτικό τραγούδι

Χρειαζόμαστε πολιτικό τραγούδι σήμερα; «Χρειαζόμαστε το κοινωνικό τραγούδι, όχι το κομματικοποιημένο», απαντά η Φωτεινή Δάρρα. Το «Ραντάρ» θα κυκλοφορήσει σε λίγο καιρό, ενώ στα επόμενα σχέδιά της είναι να ανεβάσει σε μιούζικαλ τη βιογραφία μιας μεγάλης ερμηνεύτριας του ελληνικού τραγουδιού. Και μέσα σε όλα αυτά, έχει και τον ρόλο της μητέρας. «Οι γυναίκες μπορούν να τα κάνουν όλα. Είναι ένα τρέξιμο, σε εξαντλεί, αλλά κυρίως σε συγκινεί».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή