Θέατρο και πεζογραφία πάνε μαζί

Θέατρο και πεζογραφία πάνε μαζί

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα από τα παλιά αρχοντικά της πλατείας Αμερικής, στην οδό Σπάρτης 14, έχει γίνει ένας καλόγουστος πολυχώρος τέχνης. «Αλεξάνδρεια» το όνομά του, και από φέτος την εξώθυρα κοσμεί η επιγραφή ότι εκεί έζησε για αρκετά χρόνια ο Μ. Καραγάτσης. Εκεί, παρουσιάζεται εδώ και λίγες μέρες ένα έργο που έκανε καριέρα στην ασπρόμαυρη -τότε- τηλεόραση. Το «Εκείνος κι Εκείνος» του Κώστα Μουρσελά, με τον Βασίλη Βλάχο στον ρόλο του Λουκά και τον Γιάννη Κρανά στον ρόλο του Σόλωνα. Μαζί τους η Κατερίνα Σουβλή.

Είδαμε την παράσταση, στην πρεμιέρα της, μαζί τον θεατρικό συγγραφέα και πεζογράφο Κώστα Μουρσελά. Είδαμε 41 χρόνια μετά την πρώτη τους παρουσίαση, την ανθεκτικότητα εκείνων των κειμένων, που ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος έκαναν cult φιγούρες της σύγχρονης νεοελληνικής δραματουργίας. Εκτοτε, το «Εκείνος κι Εκείνος» έχει παρουσιαστεί σε πολλές ελληνικές σκηνές. Οπως και όλα τα θεατρικά του, όλα αυτά τα χρόνια.

Ο Κώστας Μουρσελάς δίπλα μου στο θέατρο «Αλεξάνδρεια», το απολαμβάνει και πάλι, παρακολουθεί, λες, την αντοχή του δικού του έργου. «Μ’ αυτό το έργο συνειδητοποίησα την αξία του υπαινικτικού», μου λέει.

Μου εκμυστηρεύεται ότι την πρώτη έμπνευση γι’ αυτό το δίδυμο την πήρε από τον Δον Κιχώτη και τον υπηρέτη του, τον Σάντσο Πάντσο. «Επεδίωκα στα θεατρικά να διατηρήσω διαχρονικότητα, και καταπιανόμουν με θέματα που απασχολούν πάντα τον άνθρωπο», μου λέει. Και η έκπληξη της βραδιάς, στην παράσταση, ήταν ένα ακόμη επεισόδιο του «Εκείνος κι Εκείνος», γραμμένο σήμερα, με αιχμές για την κρίση, τους μετανάστες, την ανεργία, τη σημερινή Αθήνα. «Πιστεύω στον ρεαλισμό, με την έννοια ότι όλα τα εμπνεόμαστε από την πραγματικότητα. Δεν εννοώ την επιφάνεια, αλλά τις πραγματικότητες που ζει ο άνθρωπος. Πάντα στα έργα μου, -το τι κατορθώνω είναι μια άλλη ιστορία-, επιδιώκω να συνδυάσω την επικαιρότητα με τη διαχρονικότητα. Αν, ας πούμε, στην αφόρητη κρίση που βασανίζει σήμερα τους Ελληνες, αν ψάχνουν σε σκουπιδοτενεκέδες για να εξασφαλίσουν το πιάτο της ημέρας τους, εγώ τι κάνω μ’ αυτό το, όντως, τρομακτικά επίκαιρο θέμα; Μέσα σ’ αυτές τις απάνθρωπες καταστάσεις ποιο θα είναι το δικό μου κίνητρο; Να ψάξω και να εντοπίσω τις αιτίες και τους αίτιους; Μα αυτό δεν κάνουν και όλοι οι καλοί δημοσιογράφοι; Ολοι γι’ αυτό γράφουν και συζητούν.

Ενα τέτοιο έργο, έχει την αξία του, δεν λέω, αλλά αύριο, όταν περάσει αυτή η κρίση, όταν έρθουν πάλι μέρες ευμάρειας, το έργο μου ούτε θα παίζεται, ούτε θα διαβάζεται, ούτε θα υπάρχει. Θα με έχει απασχολήσει η επικαιρότητα, αλλά αν μέσα σ’ αυτή, δεν έχω εντοπίσει και τα αρχετυπικά στοιχεία της, αν δεν έχω αναδείξει το αιώνιο, που απ’ αυτό κυρίως βασανίζονται οι άνθρωποι, το έργο μου θα είναι μεν επίκαιρο, αλλά όχι διαχρονικό. Ο αναγνώστης μου δεν θα έχει εισπράξει κάτι μονιμότερο και βαθύτερο, οπότε δεν θα περιγράψω την κρίση, αλλά τη δυστυχία ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Δεν θα μου άρεσε να γράψω για τα προβλήματα ενός ομοφυλόφιλου, αλλά θα με ενδιέφερε να γράψω για ένα ζευγάρι ομοφυλοφίλων που ο ένας προδίδει και εγκαταλείπει τον άλλον, γιατί τότε θα βαραίνει η προδοσία του ενός εναντίον του άλλου. Η προδοσία είναι το αιώνιο, όπως και η πείνα. Οπως και ο φόβος».

Τον ρωτάω ποιο από τα θεατρικά του αγαπάει περισσότερο. «Δεν θα τα ξεχώριζα εύκολα. Ισως το “Ενυδρείο” να έχει μια άρτια πληρότητα, αλλά και πάλι δεν είμαι βέβαιος. Για τα 132 μονόπρακτα του “Εκείνος κι εκείνος”, για ένα μεγάλο μέρος από αυτά, τολμώ να πω ότι αισθάνομαι υπερήφανος για τη γραφή τους. Υπαινικτικά κείμενα, αφαιρετικά και, κυρίως, μ’ αυτά κατόρθωσα να συνδυάσω τη λαϊκότητα με την όσο μπόρεσα υψηλή ποιότητα των κειμένων, χωρίς παραχωρήσεις και ευκολίες, έτσι που αν και τα κείμενα είχαν, νομίζω, όλο το βάθος που προσπαθούσα να φτάσω, εντούτοις κέρδιζαν τον θεατή σε οποιαδήποτε τάξη και αν ανήκε. Για μένα, δεν υπάρχουν λαϊκότεροι συγγραφείς από τον Σαίξπηρ ή από τον Τσέχωφ, και άλλους πολλούς κλασικούς».

Ο Κώστας Μουρσελάς πιστεύει ότι «μυθιστοριογραφία και θέατρο πάνε μαζί. Ο Ντοστογιέφσκι στήνει τη σκηνή του σαν να είναι θεατρική. Ο Γκόγκολ το ίδιο». Οσο για τον ίδιο «το θέατρο με διευκολύνει στη λογοτεχνία, γιατί δημιουργεί την προφορικότητα». Και υπερασπίζεται με πάθος ότι «η τέχνη είναι ενιαία για όλα τα είδη της. Ακούς, ας πούμε, μέσα στη νύχτα ένα γυναικείο τακουνάκι να περπατά στο λιθόστρωτο ενός δρόμου. Ο ήχος του θα εμπνεύσει το ίδιο έναν μουσικό, έναν ζωγράφο ως εικόνα, έναν ποιητή, έναν πεζογράφο ή έναν θεατρικό συγγραφέα. Ο κάθε δημιουργός ενεργεί ανάλογα με το τι τον εξυπηρετεί καλύτερα. Αν διαβάσουμε Τσέχωφ εύκολα θα βγάλουμε το συμπέρασμα ότι διασκεδάζει το ίδιο και με τα δύο είδη. Κι εγώ κάπου εκεί βρίσκομαι, αλλά τελικά επιλέγω το είδος που απαιτεί το θέμα μου».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή