Μαίρη Κατράντζου: Η βασίλισσα της βρετανικής μόδας

Μαίρη Κατράντζου: Η βασίλισσα της βρετανικής μόδας

5' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η περίπτωση της Μαίρης Κατράντζου είναι από εκείνες που δίνουν νέα διάσταση στην ταλαιπωρημένη έννοια της εθνικής μας περηφάνιας. Νεότατη, εξαιρετικά επιτυχημένη, με ταλέντο και όρεξη για δουλειά, συγκαταλέγεται στους σχεδιαστές που παρακολουθεί στενά ο «σκληρός πυρήνας» της βιομηχανίας της μόδας. Απόδειξη, μια φρέσκια διάκριση, η οποία συνοδεύεται από το ποσό των 200.000 λιρών (η έδρα της, άλλωστε, βρίσκεται στο Λονδίνο): το βραβείο BFC/Vogue Designer Fashion Fund, που της απονεμήθηκε στις 24 Μαρτίου από το British Fashion Council (μη κερδοσκοπικό οργανισμό που προωθεί τη βρετανική μόδα και διοργανώνει την Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου).

Ντυμένη στα μαύρα, όπως το συνηθίζει, η γνωστή ως «Queen of Prints» παρέλαβε τη διάκριση σε τελετή-πάρτι στο Oscar Wilde Bar του ξενοδοχείου Cafe Royal στην καρδιά του Λονδίνου, ενώ οι πρώτες αντιδράσεις της καταγράφηκαν στην ψηφιακή πλατφόρμα της βρετανικής Vogue. «Είχα θέσει υποψηφιότητα και στο παρελθόν, αλλά, πραγματικά, αυτή είναι η πιο σημαντική χρονιά για μας», είπε η σχεδιάστρια, η οποία μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους κρίθηκε από την επιτροπή του Vogue Fund πάνω σε μια συλλογή ρούχων η οποία συνοδευόταν από ένα πενταετές business plan.

Οι δεσμοί της με το British Fashion Council μετρούν ήδη αρκετές σεζόν. Η πρώτη επίσημη συλλογή της παρουσιάστηκε στην Εβδομάδα Μόδας του Λονδίνου το 2008, ενώ αργότερα πήρε μέρος στην πλατφόρμα New Generation, μέσα από την οποία ο σύνδεσμος βοηθάει νέους σχεδιαστές σε επίπεδο οικονομικό και συμβουλευτικό. «Δεν φτάνει να κάνεις πολλή και καλή δουλειά, πρέπει να είναι κάποιος εκεί να τη δει, να έχεις τους σωστούς ανθρώπους για να σε υποστηρίξουν από το πρώτο βήμα», αναφέρει η ίδια.

Η απόφαση να χτίσει την καριέρα της σε μία από τις τέσσερις πρωτεύουσες της βιομηχανίας έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην εξέλιξή της. Τα παγκοσμίως αναγνωρίσιμα ψηφιακά της prints (στάμπες), τα οποία τα τελευταία χρόνια έχουν εμπνευστεί από κοσμήματα, μπουκάλια αρωμάτων και χαρτονομίσματα μέχρι εσωτερικούς χώρους και τοπία, «αγκαλιάστηκαν» από τo πρώτo κιόλας ντεφιλέ από απαιτητικούς αγοραστές και κριτικούς μόδας. Η τεράστια και γρήγορη επιτυχία δεν την άλλαξε: χαμογελαστή και ιδιαίτερα προσιτή, συνεχίζει να δουλεύει με τους συνεργάτες της στο φωτεινό ατελιέ της.

Εχοντας πάρει μια «στρατηγική απόφαση», όπως τη χαρακτηρίζει η ίδια, η Κατράντζου βρίσκεται αυτόν τον καιρό σε μια περίοδο γόνιμης ανακατάταξης, με τις χαρακτηριστικές της στάμπες να έχουν δώσει εδώ και δύο σεζόν τη θέση τους σε νέα θέματα και τεχνοτροπίες, όπως περίπλοκα κεντήματα και μπροκάρ. «Επέλεξα να κάνω ένα βήμα μπροστά, να εξελιχθώ, γνωρίζοντας ότι θα χρειαστεί χρόνος για να πάρω τον κόσμο μαζί μου». Πέρα από την προσωπική ανάγκη για μια διαφορετική στυλιστική πορεία, είχε έναν ακόμη λόγο γι’ αυτή την αλλαγή πλεύσης, καθώς τα prints και τα υφάσματά της είχαν γίνει πολλάκις στόχος αντιγραφών από τη λεγόμενη «fast fashion», τη διεθνή βιομηχανία μαζικής μόδας.

Η τελευταία συλλογή της, για το χειμώνα του 2015-2016,  ήταν εμπνευσμένη από τη «μάχη» της παράδοσης με την τεχνολογία. Δεν έλειψε και το ελληνικό στοιχείο στο σάουντρακ: η γνώριμη φωνή της Νάνας Μούσχουρη να ερμηνεύει την καντάτα «Gloria Eterna» του Χέντελ.

Για ποιον σχεδιάζει η Κατράντζου τελικά; «Κάθε σχεδιαστής έχει το όραμά του και μπορεί να ξεχάσει ότι το ρούχο δεν είναι έργο τέχνης το οποίο θα παρουσιάσει σε μια έκθεση και δεν θα φορεθεί.  Ομως, η μόδα είναι εφαρμοσμένο ντιζάιν, έχει κάποιον πρακτικό σκοπό: να ντύσει. Ο αγοραστής πρέπει, πρωτίστως, να αισθανθεί όμορφα μέσα στο ρούχο, αλλά και να νιώσει ότι είναι κομμάτι της ζωής του. Για μένα είναι εξίσου σημαντικό ένα κομμάτι το οποίο μια γυναίκα θα φορέσει μία ή δύο φορές και μετά θα το κρατήσει στη συλλογή της με ένα ρούχο που θα φοράει κάθε εβδομάδα επί τρία χρόνια», εξηγεί.

Σε κάθε περίπτωση, η υπογραφή της 32χρονης έχει ήδη αποκτήσει συλλεκτική αξία, είτε πρόκειται για φορέματα αξίας πολλών χιλιάδων λιρών, εμπνευσμένα, μεταξύ άλλων, από αυγά Φαμπερζέ, είτε για τοπ των 40 λιρών σχεδιασμένα για την αλυσίδα Topshop. Οι συνεργασίες της με διεθνείς εταιρείες, όπως η Topshop και ο γαλλικός οίκος αξεσουάρ Longchamp, μεταξύ άλλων, δίνουν πρόσβαση στον ιδιαίτερο κόσμο της μέσα από μια διαφορετική γκάμα τιμών, αλλά και την ευκαιρία στην ίδια να δουλέψει πάνω σε διαφορετικές τεχνικές και ματιέρες. Από τις πιο πρόσφατες συνεργασίες της ξεχωρίζει εκείνη με τον γερμανικό αθλητικό κολοσσό Adidas, για τον οποίο σχεδίασε μια εκρηκτική σε χρώματα και υφές συλλογή που περιλαμβάνει ρούχα από νεοπρένιο και αθλητικά παπούτσια.

Στο μεταξύ, η Κατράντζου αναπτύσσει δυναμικά και συστηματικά την εταιρεία της, στην καρδιά της οποίας βρίσκεται το ομώνυμο brand, ένας ζωντανός οργανισμός από ιδέες που γίνονται πράξη. Χωρίς στρατηγικό επενδυτή για την ώρα, η επιχείρησή της είναι κερδοφόρα, ενώ η ίδια δεν αποκλείει την ανάπτυξη ενός δικτύου καταστημάτων λιανικής πώλησης στο μέλλον. Παράλληλα με τις συλλογές ρούχων, το επιτελείο της δουλεύει και πάνω σε μια συλλογή με τσάντες και άλλα αξεσουάρ. Και, φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο η Κατράντζου να δεχτεί κάποια ενδιαφέρουσα πρόταση και να αναλάβει έναν άλλο οίκο.

Το στυλ και το ντιζάιν δεν έλειπαν ποτέ από τη ζωή της. Γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Μέλος μιας δημιουργικά «ανήσυχης» οικογένειας -ο πατέρας της με μεγάλη πείρα στα υφάσματα, η μητέρα της με καριέρα στην εσωτερική διακόσμηση και ο παππούς της, Νίκος, ιδρυτής των καταστημάτων αθλητικών ειδών Κατράντζος-, σπούδασε αρχιτεκτονική στο Rhode Island School of Design της Νέας Υόρκης και συνέχισε τις σπουδές της στο Central Saint Martins του Λονδίνου όπου ασχολήθηκε με τη μόδα, το σχεδιασμό υφασμάτων και μελέτησε πώς τα prints μπορούν να μεταμορφώσουν τη σιλουέτα. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της κατάφερε να πουλήσει μια σειρά από στάμπες στον αμερικανικό οίκο Bill Blass, ενώ στη συνέχεια δούλεψε στο πλευρό της επίσης επιτυχημένης και αναγνωρισμένης Ελληνίδας σχεδιάστριας μόδας Σοφίας Κοκοσαλάκη – πάντα στο Λονδίνο.

Το 2010 ήταν νικήτρια του ελβετικού διαγωνισμού Swiss Textiles Award, με βραβείο που συνοδευόταν από χρηματικό έπαθλο 100.000 ευρώ (το ίδιο είχε κερδίσει το 2007 και ο Ελληνοαυστριακός σχεδιαστής Μάριος Schwab). Δύο χρόνια μετά, προτάθηκε μαζί με άλλους δύο σχεδιαστές στην κατηγορία του καλύτερου σχεδιαστή στα British Fashion Awards, διάκριση την οποία τελικά κέρδισε η Στέλλα Μακ Κάρτνεϊ.

Κι ενώ ρούχα και αξεσουάρ της πωλούνται σήμερα σε περισσότερα από 200 καταστήματα σε 56 χώρες, η πρώτη που φόρεσε δημιουργία της στο κόκκινο χαλί ήταν η Βρετανίδα ηθοποιός Κίρα Νάιτλι, στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 2011, για να ακολουθήσουν σταρ από τη μουσική βιομηχανία, όπως η Μπιγιονσέ και η Ριάνα. Τον περασμένο Σεπτέμβριο, η Σάρα-Τζέσικα Πάρκερ, σύμβολο του στυλ, φόρεσε τουαλέτα Mary Katrantzou σε γκαλά των Μπαλέτων της Νέας Υόρκης. Εκείνη η βραδιά όμως σήμανε και το ντεμπούτο της Ελληνίδας σχεδιάστριας στο… σανίδι, καθώς δικά της κοστούμια, εμπνευσμένα από μια κολεξιόν «ρεσόρτ» (ενδιάμεση συλλογή με πιο χαλαρά καλοκαιρινά ρούχα), έντυσαν μια ομάδα χορευτών που ερμήνευσαν ένα έργο του ανερχόμενου χορογράφου Τζάστιν Πεκ.

Πασαρέλα, γκλάμορους συνεργασίες, σελέμπριτι-πελάτισσες που έχουν τη δύναμη να διαφημίζουν τα ρούχα της σε όλο τον πλανήτη: ο κόσμος της Κατράντζου φαντάζει το λιγότερο συναρπαστικός. Για την ίδια, η μόδα παραμένει σκληρή δουλειά με ρεαλιστικό στόχο, ένας αγώνας δρόμου με χαρακτηριστικά μαραθωνίου. Και η καινούργια διάκριση; Επιβράβευση των κόπων της αλλά και εφαλτήριο για ακόμη μεγαλύτερες προσδοκίες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή