Νίκος Δρανδάκης: Εψαχνα για ταξί και βρήκα… μια ιδέα

Νίκος Δρανδάκης: Εψαχνα για ταξί και βρήκα… μια ιδέα

9' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κανονικά, θα έπρεπε να έχω πάει στη συνάντησή μας με ταξί. Οχι μόνο για να μην ψάχνω στάθμευση στο Κολωνάκι, Παρασκευή μεσημέρι, αλλά και για να δοκιμάσω μια ακόμα φορά την εφαρμογή Taxibeat, της οποίας ο δημιουργός με περίμενε για φαγητό στη Σκουφά.

Ο Νίκος Δρανδάκης είναι η κινητήρια δύναμη μιας ομάδας τεσσάρων ατόμων που έφτιαξαν την πιο επιτυχημένη -ίσως- start up στην Ελλάδα, η οποία τα πηγαίνει καλά και εκτός συνόρων. Χάρις στη δική τους ιδέα, μπορεί κανείς να καλέσει ταξί από το κινητό του και να επιλέξει τον τύπο του οχήματος, τον οδηγό και τις επιπλέον υπηρεσίες κατά τη διαδρομή (wi–fi, μεταφορά κατοικιδίου κ.λπ.).

Η επιχείρηση, που γεννήθηκε και διαπρέπει στην εποχή της κρίσης, αποδεικνύει έμπρακτα πως μπορούμε να καινοτομήσουμε, αν επιστρατεύσουμε την ιδιότυπη ελληνική ευφυΐα, το πείσμα και τη θέληση για διάκριση. «Και την αντοχή για να υπερπηδήσεις κάθε λογής απρόοπτο εμπόδιο» συμπληρώνει στο εισαγωγικό μου σχόλιο ο συνομιλητής μου, που έχει ήδη τακτοποιηθεί σε ένα τραπέζι στο πολύβουο καφέ. Συμπαθής, προσηνής και χαμογελαστός, ξέκλεψε λίγο χρόνο από το γραφείο του που βρίσκεται στην οδό Σίνα, για ένα ελαφρύ μεσημεριανό με την «Κ».

Start up στα 50

Οταν προφέρουμε τις λέξεις start up στη χώρα μας, το μυαλό πάει συνειρμικά σε νέους που μόλις τελείωσαν τη φοίτησή τους σε κάποια σχολή και είχαν μια λαμπρή φώτιση επιχειρηματικής φύσεως. Ομως ο άνθρωπος που έχω μπροστά μου, που έχει κλείσει τα 50, έχει μεγάλη πείρα στον τομέα του και η διάκρισή του δεν ήρθε καθόλου γρήγορα ή τυχαία. Με καταγωγή το Ηράκλειο Κρήτης, μεγάλωσε στα Πετράλωνα και πήρε το μεγαλύτερο μάθημα ζωής από τον αυτοδημιούργητο πατέρα του, ο οποίος ξεκίνησε ως εργάτης αλλά κατάφερε να φτιάξει μια δική του βιοτεχνία υποδημάτων. Την ανέλαβε εκείνος σε ηλικία 25 ετών αφού τελείωσε τις σπουδές του στη Διοίκηση Επιχειρήσεων μαζί με τον μικρότερό αδελφό του. Για μία δεκαετία είχαν μια πολύ καλή πορεία, που έφτασε μέχρι τις εξαγωγές. Ομως η άνοδος των κινεζικών προϊόντων στην αγορά και το τεράστιο χρέος από το «κανόνι» ενός σημαντικού πελάτη, τους ανάγκασαν να την κλείσουν. «Η εμπειρία αυτή με δίδαξε πολλά. Το σημαντικότερο ίσως είναι πως όταν κάτι δεν έχει μέλλον, παίρνω γρήγορα την απόφαση να αλλάξω κατεύθυνση και να μη χάνω χρόνο και ενέργεια. Να κάνω μια καινούργια αρχή» λέει ο Νίκος Δρανδάκης συμπυκνώνοντας σε λίγες μόνο φράσεις, το πιο σημαντικό προσόν ενός επιχειρηματία: τη θέαση της αποτυχίας σαν μια νέα ευκαιρία για την επιτυχία.

Ηδη, εκείνη την περίοδο, είχε αρχίσει να μυείται στις τεράστιες δυνατότητες του Διαδικτύου και να αποκτά γνώσεις προγραμματιστή ιδρύοντας μια εταιρεία που παρείχε σε άλλες εταιρείες την ευχέρεια να πραγματοποιούν τις προμήθειές τους, ηλεκτρονικά. Υστερα εργάστηκε πάλι σε εταιρείες που αξιοποίησαν τις δεξιότητές του στον τομέα. Παράλληλα, είχε φτιάξει και ένα από τα πρώτα τεχνολογικά μπλογκ, με χιλιάδες αναγνώστες και μεγάλη επιρροή. Αυτό το «κοινό» του φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμο αργότερα όταν αποφάσισε να μπει στην επιχειρηματική αρένα των νεοπαγών επιχειρήσεων. «Κατά μια έννοια ήμουν ένα από τα αρχικά μέλη της πρώτης διαδικτυακής κοινότητας και λίγα χρόνια αργότερα έφτιαξα μια ιστοσελίδα όπου συσπείρωνε όλους τους μπλόγκερς με δυνατότητα εύρεσης των κειμένων τους. Αυτό ήταν επίσης μια μορφή start up.

Το 2007 όταν πρωτοπαρουσίασε ο Στιβ Τζομπς το iphone, κατάλαβα αμέσως ότι ανοίγει μια νέα αγορά».

Πώς όμως κατέληξε να φτιάξει την εφαρμογή που γνώρισε τέτοια αποδοχή μέσα στην κρίση; «Ο αδελφός μου αφού έκανε και αυτός ένα κύκλο σε διάφορες δουλειές, αποφάσισε να πάρει ένα δικό του ταξί. Ετσι ήξερα από πρώτο χέρι την πραγματικότητα και τις δυσκολίες του επαγγέλματος. Ενα βράδυ, μετά από ένα γεύμα σε ένα απόμερο εστιατόριο της Κηφισιάς το καλοκαίρι του 2010, που πήγα χωρίς το αυτοκίνητό μου, έψαχνα ταξί και δεν έβρισκα. Τότε μου ήρθε στο μυαλό η ιδέα ότι θα έπρεπε να υπάρχει μια εφαρμογή στα smartphone που να ενώνει τον οδηγό με τον πελάτη. Αυτό ήταν! Το Taxibeat είχε γεννηθεί».

Ομαδική δουλειά

Σύμφωνα με τον Νίκο Δρανδάκη, μια ιδέα είναι μια καλή αρχή αλλά αν δεν μεθοδεύσει κανείς την υλοποίησή της, τότε θα μείνει στα χαρτιά. Ούτε μπορεί κάποιος ως αλεξιπτωτιστής να μπει στο ψηφιακό οικοσύστημα και να δρέψει δάφνες. «Μόλις συνέλαβα τη σκέψη για την εφαρμογή, άρχισα να μιλάω με άτομα του χώρου για να δω αν ήταν βιώσιμη. Δεν αρκεί να έχεις την έμπνευση. Πρέπει να πατάς στα πόδια σου, να έχεις εμπειρίες στον εργασιακό στίβο, να έχεις γνώση στον τομέα σου, να έχεις το κουράγιο να δοκιμάσεις κάτι καινούργιο και το κυριότερο, να ξέρεις ανθρώπους που μετράει η γνώμη τους ή μπορούν να σε βοηθήσουν.

Ετσι, στράφηκα σε τρεις φίλους, δύο προγραμματιστές και έναν ντιζάινερ και ενώσαμε τις δυνάμεις μας για να φτιάξουμε το προϊόν. Περάσαμε άπειρες ώρες συζητώντας, με προτάσεις, λύσεις, ώς τις τελικές λεπτομέρειες. Κάναμε ομαδική δουλειά. Μπορεί ως άτομο να έχω πάρει το μεγαλύτερο μέρος της δημοσιότητας αλλά ο ρόλος των υπολοίπων ήταν καίριος για να μπορέσουμε να κάνουμε την εφαρμογή, πραγματικότητα. Η χρηματοδότηση ήρθε από το Open Fund, ένα σχήμα που είχε φτιαχθεί από ιδιώτες επενδυτές, που μας έδωσαν 40.000 ευρώ για να ξεκινήσουμε». «Ηταν σπουδαία η στήριξή τους» συνεχίζει. «Οι άνθρωποι που μας εμπιστεύτηκαν το ποσό αυτό, ήξεραν ποιοι είμαστε πριν εμφανιστεί το Taxibeat».

Οι πρώτοι οδηγοί που μας αγκάλιασαν ήταν 40άρηδες early adopters

Ως δικηγόρος του διαβόλου, μπαίνω στον πειρασμό να κάνω μια ερώτηση: Οι οδηγοί των ταξί, στους οποίους έπρεπε να είναι ελκυστική η εφαρμογή, συναπαρτίζουν μια τεράστια εξαιρετικά ανομοιογενή δεξαμενή 15.000 ατόμων. Δεν φοβήθηκε μήπως δεν θα έβρισκε ανταπόκριση ανάμεσα σε επαγγελματίες που κατά κύριο λόγο δεν ήταν χρήστες των νέων τεχνολογιών;

Απαντά: «Αρχικά, δεν θέλαμε να συσπειρώσουμε έναν μεγάλο αριθμό. Ογδόντα με εκατό μας έφταναν για να μπορέσουμε να ξεκινήσουμε. Υστερα, μην ξεχνάτε ότι είχαμε μπει στην κρίση και η δουλειά παρουσίαζε μεγάλη καμπή. Γιατί λοιπόν να μη δοκίμαζαν κάτι που ήταν δωρεάν και που θα μπορούσε να τους φέρει περισσότερους πελάτες; Για να τους προσεγγίσουμε μοίρασα εγώ ο ίδιος φυλλάδια σε όλες τις πιάτσες έτσι ώστε να μάθουν πώς μπορούμε να τους φανούμε χρήσιμοι. Και η προσπάθειά μας απέδωσε καρπούς. Αρχισε να χτυπάει το τηλέφωνο στο γραφείο και να έρχονται οι πρώτοι οδηγοί για εκπαίδευση. Είναι αυτοί που ονομάζουμε στην οικονομική ορολογία early adopters, αυτοί που δεν φοβούνται να δοκιμάσουν κάτι καινούργιο στην τεχνολογία και το υιοθετούν από τα πρώτα του βήματα».

Στη συνέχεια μου αφηγείται την πρώτη δύσκολη εβδομάδα που δοκίμασε τις αντοχές του. «Οι πρώτες ημέρες ήταν οι πιο κρίσιμες και επικίνδυνες καθώς όλα έπρεπε να τεσταριστούν στην πράξη: από το σήμα του τηλεφώνου των οδηγών – του οποίου η αδυναμία συχνά μας δημιουργούσε προβλήματα που δεν μπορούσαμε να λύσουμε μιας και δεν ήταν στη δική μας αρμοδιότητα αλλά των εταιρειών της κινητής τηλεφωνίας– μέχρι την ικανότητα των πελατών να χρησιμοποιούν την εφαρμογή. Από εκείνη την περίοδο θυμάμαι άπειρες ώρες εργασίας, λύσεις σε πολλά προβλήματα, άγχος και την προσπάθεια που κάναμε όλοι στην εταιρεία να πάνε όλα καλά. Η πρώτη φουρνιά των οδηγών ήταν περίπου 40 ετών με κάποιες γνώσεις τεχνολογίας, αυτό που θα λέγαμε καλοστεκούμενοι άνθρωποι που ήθελαν παραπάνω πελατεία από αυτήν που μπορούσαν να βρουν μόνοι τους στον δρόμο. Πρέπει να πω ότι στην αρχική φάση του Taxibeat μου συμπαραστάθηκαν, διαδίδοντας την εφαρμογή, πολλοί από αυτούς που με ήξεραν από το μπλογκ τεχνολογίας που είχα. Ηταν πολύ καλή η διαφήμιση. Για μια βδομάδα από το λανσάρισμά μας ήμασταν η πρώτη εφαρμογή στο ελληνικό appstore, που σημαίνει ότι ο κόσμος το αγκάλιασε. Ηταν η πιο δημιουργική περίοδος».

Η εκπαίδευση της νέας γενιάς Ελλήνων είναι μια ιερή υπόθεση

Βέβαια η χώρα μας είναι γεμάτη από κακές εκπλήξεις για τους φιλόδοξους επιχειρηματίες. Διότι όπως λέει ο ιδρυτής της start up, με το που άρχισαν τα πράγματα να μπαίνουν σε μια κανονικότητα, έγινε η τεράστια απεργία των ταξιτζήδων που αντιδρούσαν στη μεταρρύθμιση του Γιάννη Ραγκούση. «Θυμόσαστε πώς παρέλυσε η χώρα μέσα στους καλοκαιρινούς μήνες; Ετσι παραλύσαμε και εμείς μόλις προσπαθήσαμε να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα. Η αγορά σταμάτησε εντελώς. Ηταν μια τρομερή ατυχία που κράτησε για δύο ολόκληρους μήνες, ενώ στο μεταξύ τελείωσαν τα κεφάλαιά μας. Χρειάστηκε να κάνουμε μια επανεκκίνηση.

Εκεί βοήθησε οικονομικά ο Απόστολος Αποστολάκης, που είχε φτιάξει το eshop.gr. Γνωριζόμασταν εδώ και πολύ καιρό και ήξερε τη δουλειά μας. Βρέθηκαν και άλλοι που μας στάθηκαν. Μια επενδύτρια, την οποία δεν γνώριζα καθόλου, μου έστειλε ένα μήνυμα ότι θα μας έδινε χρήματα διότι είχε χρησιμοποιήσει την εφαρμογή και μας εκτιμούσε ως πελάτισσα. Κατορθώσαμε να ξανασταθούμε στα πόδια μας και να τα πάμε καλά».

Πολύ γρήγορα, η ομάδα του Νίκου Δρανδάκη άνοιξε τα φτερά της στο εξωτερικό. Το taxibeat ταξίδεψε στη Βραζιλία, στη Ρουμανία, στη Σκανδιναβία, στο Παρίσι. «Αυτές οι προσπάθειες πήγαν αρχικά καλά και ύστερα αντιμετωπίσαμε σειρά προβλημάτων που μας έβγαλαν εκτός αγοράς. Ομως μάθαμε και εξελισσόμαστε. Τώρα έχουμε μπει πολύ δυναμικά στην αγορά της Λίμα στο Περού και τα πάμε εξαιρετικά» υπογραμμίζει ο Ν. Δρανδάκης που δεν το βάζει κάτω. Ο γιος του σπούδασε προγραμματισμό στην Αγγλία αλλά τον ενθάρρυνε να μη δουλέψει κοντά του, καθώς πρέπει να γίνει αυτόνομος, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του σε έναν ξένο εργοδότη. «Εχουμε φτιάξει μια ομάδα νέων παιδιών στο γραφείο, με πολύ ενθουσιασμό και αφοσίωση στη δουλειά. Πιστεύω ότι κάποιοι από αυτούς θα ανοίξουν μια ημέρα πολύ καλές δικές τους επιχειρήσεις. Η εκπαίδευση κοντά μας τους βοηθά πολύ».

Η απελευθέρωση των ταξί

Τον ρωτώ για την απελευθέρωση του επαγγέλματος των ταξί: «Αυτή την περίοδο, δεν έχει νόημα να συζητά κανείς κάτι τέτοιο. Στην Αθήνα έχουμε 15.000 ταξιτζήδες για μια μειούμενη πελατεία. Σε γενικές γραμμές όμως είμαι υπέρ της απελευθέρωσης στην αγορά. Εχει αποδειχθεί ότι σε όποιον τομέα υλοποιηθούν μεταρρυθμίσεις τέτοιου τύπου, υπάρχει άνθιση, ανεβαίνει η ποιότητα των υπηρεσιών και αυξάνεται ο ανταγωνισμός προς όφελος του καταναλωτή». Τολμώ να αρθρώσω τη λέξη «χρεοκοπία». Τη φοβάται; «Την τρέμω! Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι. Ολοι οι Ελληνες που έχουν επαφή με την πραγματικότητα, φοβούνται…».

Πίνουμε δύο εσπρεσάκια και η συζήτηση βαίνει προς το τέλος της. Τι πρέπει να κάνει η χώρα μας για να βγει από το τέλμα; «Η χώρα έχει ανάγκη από μια σοβαρή ηγεσία που θα καταλάβει το μέγεθος του κινδύνου και των προκλήσεων. Να έχει όραμα και αξίες. Κοιτάξτε τι έγινε με την κατάληψη της πρυτανείας. Ολοι μας έπρεπε να αισθανόμαστε ότι η εκπαίδευση της νέας γενιάς Ελλήνων είναι μια ιερή υπόθεση και δεν μπορούμε να χάνουμε ούτε ένα λεπτό με κλειστά πανεπιστήμια και με τέτοια άσχημα φαινόμενα σε μια κοινωνία που δοκιμάζεται. Χωρίς να χάνουμε χρόνο πρέπει να εστιάσουμε στην καινοτομία, στην επιχειρηματικότητα, στο ντιζάιν, στην καθαρή ενέργεια των ανανεούμενων πηγών. Για να γίνουν αυτά πρέπει να ξαναβρεθεί ροή χρηματοδότησης προς την αγορά. Δουλειές χωρίς λεφτά δεν γίνονται. Το λάθος μας είναι ότι το βάρος πέφτει πάντα στον τουρισμό, νομίζω μέσα στην αγωνία μας ψάχνουμε “ασφαλή λιμάνια". Ταυτόχρονα όμως ξεχνάμε ότι ο κόσμος αλλάζει με ταχείς ρυθμούς και εμείς πρέπει να βρούμε μια καινούργια θέση, με νέες δεξιότητες που απαιτεί μια νέα εποχή».

Συνεχίζει: «Ο ηγέτης που έχουμε ανάγκη είναι εκείνος που θα μπορέσει να συλλάβει ένα συνολικό σχέδιο και που θα προχωρήσει μπροστά χωρίς να φοβάται το κόστος των αλλαγών. Πιστεύω ακράδαντα ότι μια τέτοια προσωπικότητα, που θα έλεγε την αλήθεια και θα είχε την τόλμη, θα έπειθε και τον κόσμο να αγκαλιάσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις».

Τελευταία ερώτηση, ένα υποθετικό σενάριο: Τι θα έκανε αν ήταν 25 χρόνων σήμερα, με μόρφωση αλλά χωρίς δουλειά; «Δεν υπάρχει μαγική συνταγή για να βρεις δουλειά. Πρέπει να είσαι ανταγωνιστικός, με δεξιότητες που δεν έχουν πολλοί άλλοι…».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή