Αναδρομική Gaultier

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

H Νana -σε περίοπτη βιτρίνα στο Grand Palais- μοιάζει με ένα συνηθισμένο λούτρινο αρκουδάκι. Αλλά δεν είναι. Φοράει ένα κωνικό σουτιέν, παρόμοιο μ’ εκείνο που φορούσε η Μαντόνα στην περιοδεία της «Blond Ambition» το 1990. Η εξήγηση είναι απλή: η Nana υπήρξε το αγαπημένο παιδικό παιχνίδι του Jean Paul Gaultier και η πρώτη μούσα του. Μαζί με την αγαπημένη του γιαγιά. Το σπίτι της Meme Garabe, όπου έβρισκε πάντα περιοδικά μόδας να ξεφυλλίσει αλλά και την ευκαιρία να παρακολουθεί με τις ώρες τη γιαγιά του να μακιγιάρεται και να περιποιείται τα μαλλιά της, ήταν ο προσωπικός του παράδεισος. Στα 18 του χρόνια ξεκίνησε τη μαθητεία του στον οίκο Pierre Cardin, παράλληλα με το σχολείο, κάτι που τον οδήγησε να αποτύχει στις εξετάσεις, αλλά όχι στον κόσμο της μόδας. «Οπλα» του; Η εκκεντρικότητα και το χιούμορ.

Γοητευμένος από τη νύχτα και την πολυπολιτισμική ταυτότητα του Παρισιού, άρχισε να οραματίζεται ένα σύμπαν πολύχρωμο στο οποίο καθένας θα ένιωθε ελεύθερος να είναι ο εαυτός του. Αποφάσισε, μάλιστα, να δημιουργεί prêt-à-porter κολεξιόν που θα ήταν προσιτές σ’ ένα ευρύτερο κοινό και όχι μόνο στις κυρίες που μπορούσαν να αγοράσουν haute couture κομμάτια. Μόδα για όλους! Και δεν δίστασε, στο πρώτο ντεφιλέ του, να συνδυάσει ένα perfecto (σ.σ.: μαύρο δερμάτινο τζάκετ) με φούστα μπαλαρίνας και σνίκερ Converse.

To ανατρεπτικό του πνεύμα που σφράγισε τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 εξερευνά η έκθεση «Τhe Fashion World of Jean Paul Gaultier: From Sidewalk to Catwalk», η οποία έφτασε στη γαλλική πρωτεύουσα έχοντας περιοδεύσει στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη, στο Σαν Φρανσίσκο, στη Μαδρίτη, στο Ντάλας, στο Ρότερνταμ, ακόμη και στη Μελβούρνη, προσελκύοντας ένα εκατομμύριο επισκέπτες. Παρότι ο σχεδιαστής αρχικά αντιστεκόταν σθεναρά στην ιδέα ένος τέτοιου σόου, «επειδή είναι κάτι που διοργανώνει κάποιος όταν πεθάνεις», τελικά φαίνεται ότι συμφώνησε.

Ο ίδιος, άλλωστε, δεν θεωρεί αυτή την έκθεση ρετροσπεκτίβα, αλλά μια νέα κολεξιόν που συγκεντρώνει 182 κομμάτια των φημισμένων haute couture συλλογών του (η επιτυχία των οποίων τον οδήγησε και στο τιμόνι του οίκου Hermès από το 2003 έως το 2010), αλλά και ενδυμάτων πρετ α πορτέ, από το 1976 έως το 2015. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα multimedia σόου που συμπεριλαμβάνει από προσχέδια ρούχων μέχρι σκηνές από βιντεοκλίπ, παραστάσεις χορού, τηλεοπτικές εκπομπές και ταινίες – από τη συνεργασία του με μεγάλους κινηματογραφιστές όπως οι Luc Besson, Pedro Almodovar και Peter Greenaway.

Η έκθεση φωτίζει διαφορετικές πτυχές της διαδρομής του σχεδιαστή μέσα από οκτώ ενότητες. Οπως η Punk Cancan, ωδή για το Λονδίνο, την πόλη που κάποτε ο 63χρονος σήμερα Gaultier θεωρούσε περισσότερο «σπίτι» του από το Παρίσι. Σ’ αυτή την αίθουσα θα δει κανείς πώς το σκωτσέζικο ύφασμα, υφάσματα-καμουφλάζ και σκισμένα τζιν μπορούν να μετατραπούν σε φινετσάτες παριζιάνικες τουαλέτες. Aνάμεσα στα ρούχα που θαυμάζουν οι επισκέπτες είναι βέβαια και τα θρυλικά κορσέ του. «Τα αγαπούσα από μικρός. Οταν ήμουν παιδί, η γιαγιά μου με πήγε σε μια έκθεση όπου είδα ένα. Ερωτεύτηκα το σομόν σατέν και τη δαντέλα», έχει πει για το φετίχ του. Η συνεργασία του με ιέρειες της ποπ μουσικής υπογραμμίζεται μέσα από ρούχα που σφράγισαν τις περιοδείες τους, όπως το πλεκτό φόρεμα Immaculata με το οποίο εντυπωσίασε η Kylie Minogue στις συναυλίες της το 2008. Πλήθος καλλιτεχνών και ειδικών έχουν συνδράμει στο σόου του Grand Palais. Ανάμεσά τους ο διάσημος hair stylist Odile Gilbert, που έχει επιμεληθεί τις εξτραβαγκάντ κομμώσεις κάθε κούκλας!

Η μόδα είναι… της μόδας

Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα μουσείο ανοίγει τις πύλες του σ’ έναν μετρ της μόδας. Η έκθεση του Alexander McQueen στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης προσείλκυσε περισσότερους από 660.000 επισκέπτες μέσα σε τρεις μήνες – ένα μπλοκμπάστερ που κατέκτησε την όγδοη θέση στις εκθέσεις με τη μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στην ιστορία του ΜΕΤ.

«Πρόκειται για μια τάση που έχει ξεκινήσει εδώ και 15 χρόνια», μας εξηγεί ο Bασίλης Ζηδιανάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του πολιτιστικού οργανισμού Atopos που βρίσκεται πίσω από τις επιτυχημένες εκθέσεις «Arrrgh! Τέρατα στη Μόδα», «Χρατς, μόδα από χαρτί» και «Πτυχώσεις». «Εκθέσεις για τη μόδα ξεκίνησαν αρχικά από μουσεία που ασχολούνται με την ιστορία του ενδύματος, όπως για παράδειγμα το Kyoto Costume Institute. Επειτα, ακολούθησαν όσα ασχολούνται με τη σύγχρονη τέχνη, όπως το Mudam στο Λουξεμβούργο. Ωστόσο, κάθε φορά μια τέτοια διοργάνωση εναπέκειτο στο πόσο πρωτοποριακός θα αποδεικνυόταν ο εκάστοτε διευθυντής του μουσείου», προσθέτει.

Η μόδα ανήκει, όμως, στο μουσείο; Μπορεί να αναγνωριστεί ως τέχνη; «Σίγουρα πρέπει να αναγνωρίσουμε την αξία κάποιων σπουδαίων δημιουργών και το γεγονός πως τα ντεφιλέ τους δεν είναι απλώς παρουσιάσεις ρούχων. Είναι πολυδιάστατα σόου που βασίζονται κάθε φορά σε μια πολύ συγκεκριμένη καλλιτεχνική ιδέα, με βάση την οποία δημιουργούνται και προβάλλονται στην πασαρέλα βίντεο, μουσική, χορογραφίες. Και οι ίδιοι είναι δημιουργοί που αφηγούνται ένα παραμύθι. Αυτό δεν είναι, εξάλλου, και η τέχνη; Μια αφήγηση».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή