Maya Plisetskaya (1925-2015)

5' 33" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο Μορίς Μπεζάρ τη χαρακτήρισε τελευταίο ζωντανό μύθο του χορού. Ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ έλεγε πως η ερμηνεία της ήταν απολαυστική σαν τη σαμπάνια. Η ίδια, έπειτα από μια παιδική ηλικία γεμάτη δυσκολίες και ανατροπές, πάνω στη σκηνή έζησε τις πιο έντονες συγκινήσεις. Το κοινό του κλασικού μπαλέτου τη λάτρεψε. Από την αγάπη του κόσμου αντλούσε τη δύναμη να συνεχίζει, σε πείσμα όσων την πολέμησαν. Και ήταν πολλοί – από την πλευρά της εξουσίας πάντα, η οποία της προκαλούσε φόβο και αποστροφή. «Δεν υπάρχει άνθρωπος που να μην περάσει το κατώφλι της εξουσίας και να μην αρρωστήσει η ψυχή του», έλεγε…

Γεννήθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1925. Ο πατέρας της, Μιχαήλ Πλισέτσκι, ήταν μηχανικός και επί Στάλιν διετέλεσε πρόξενος στο Σπίτσμπεργκεν της Νορβηγίας. Η μητέρα της, Ραχήλ Μεσερέρ, ήταν ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου. Τα πρώτα παιδικά χρόνια της Μάγια ήταν ευτυχισμένα σε ένα περιβάλλον προστατευμένο, που της εμφύσησε την αγάπη για τις τέχνες. Κι έπειτα όλα άλλαξαν. Το 1937, ο Πλισέτσκι ανακλήθηκε στη Μόσχα, συνελήφθη κατηγορούμενος για προδοσία -λόγω παλιάς φιλίας του με τον Λέοντα Τρότσκι- και εκτελέστηκε. Η Ραχήλ, ως σύζυγος ενός «εχθρού του λαού», αν και έγκυος στάλθηκε σε στρατόπεδο εργασίας στο Καζαχστάν.

Η κόρη τους έμεινε ολομόναχη και θα κατέληγε σε ορφανοτροφείο -αυτή ήταν τότε η μοίρα των παιδιών των αντιφρονούντων- αν η αδελφή της μητέρας της και ο σύζυγός της, χορευτές και οι δύο στο θέατρο Μπολσόι, δεν την έπαιρναν υπό την προστασία τους. Η έλλειψη του εξαφανισμένου πατέρα της «στοίχειωσε» τη μικρή Πλισέτσκαγια. Στις περισσότερες συνεντεύξεις της, αργότερα, επαναλάμβανε πως υπήρξε ο σημαντικότερος άνθρωπος στη ζωή της. «Τον δικό του σωματότυπο και τη δική του εκφραστικότητα έχω κληρονομήσει», έλεγε. Επί δεκαετίες τον αναζητούσε, μη γνωρίζοντας τι είχε απογίνει μετά τη σύλληψή του. Οι ελπίδες της ότι κάποτε θα τον ξανάβλεπε έσβησαν το 1989, λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε έμαθε για την εκτέλεσή του…

Κοντά στους θείους της, η μικρή Μάγια αγάπησε το χορό. Το 1943, ολοκληρώνοντας τις σπουδές της, πήρε το χρίσμα της μπαλαρίνας στο Μπαλέτο του Μπαλσόι. Αλλά η εβραϊκή καταγωγή της μητέρας της, η ύπαρξη αρκετών συγγενών της στο εξωτερικό και, φυσικά, το «ένοχο παρελθόν» του πατέρα της την είχαν στιγματίσει. Οι μυστικές υπηρεσίες τη θεωρούσαν ύποπτη φυγής στo εξωτερικό. Οπως αποκάλυψε η ίδια στην αυτοβιογραφία της, «Εγώ, η Μάγια Πλισέτσκαγια» (2001), μέχρι και οι κυρίες της γκαρνταρόμπας του θεάτρου ήταν πράκτορες, ενώ η KGB είχε βάλει μικρόφωνο ακόμη και στο κρεβάτι της! Το 1956, στο απόγειο της καριέρας της, της απαγόρευσαν να ταξιδέψει στη Βρετανία για τις παραστάσεις του Μπολσόι στο Κόβεντ Γκάρντεν. Στο φάκελό της χαρακτηριζόταν «ανώριμη πολιτικά». Το 1959, όμως, ο Σοβιετικός ηγέτης Νικίτα Χρουστσόφ εξέπληξε τους πάντες όταν της επέτρεψε να συμμετάσχει στην αμερικανική περιοδεία του θεάτρου.

Δεν έφυγε στη Δύση από φόβο

Στις εμφανίσεις της στη Νέα Υόρκη, οι μεγαλύτεροι σταρ του Χόλιγουντ αλλά και επιφανείς πολιτικοί βρίσκονταν ανάμεσα στο κοινό και μαγεύτηκαν από το ταλέντο της. Ο Ρόμπερτ Κένεντι την πολιόρκησε στενά, στέλνοντας μια τεράστια ανθοδέσμη, κάθε πρωί, στο δωμάτιό της. Ο συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ δήλωσε πως τον ενέπνευσε να γράψει ένα μυθιστόρημα για τη ζωή στα παρασκήνια ενός ρωσικού θεάτρου. H Ινγκριντ Μπέργκμαν προθυμοποιήθηκε να τη βοηθήσει να αυτομολήσει στη Δύση. Αν και ο πειρασμός ήταν μεγάλος, η Πλισέτσκαγια αρνήθηκε. «Από φόβο», όπως δήλωσε χρόνια αργότερα σε συνέντευξή της.

Ετρεμε την KGB -μήπως της σπάσουν τα πόδια ή χάσει τη ζωή της σε ατύχημα- κι έτσι προτίμησε να υπομένει τις εξευτελιστικές παρακολουθήσεις, τις πιέσεις και τον πενιχρό μισθό του Μπολσόι. Το θέατρο εκείνη την εποχή έδινε στους χορευτές του μόλις πέντε δολάρια την ημέρα για τα εκτός έδρας έξοδά τους, στις περιοδείες εκτός Σοβιετικής Ενωσης. Ούτε για φαγητό δεν τους έφταναν. «Αγοράζαμε σκυλοτροφή, για να φάμε κάτι και να μη λιποθυμήσουμε από την πείνα», είχε αποκαλύψει η θρυλική μπαλαρίνα. «Επειτα από ένα τέτοιο γεύμα, νιώθαμε πολύ δυνατοί. Στα δωμάτια των ξενοδοχείων ψήναμε μπιφτέκια για σκύλους ανάμεσα σε δύο ηλεκτρικά σίδερα, στις πλάκες τους!»

Η περιοδεία τελείωσε κι εκείνη επέστρεψε στη Μόσχα, όπου την περίμενε ο κατά επτά χρόνια νεότερος σύζυγός της, συνθέτης Ρόντιον Στσεντρίν. Είχαν παντρευτεί μόλις την προηγούμενη χρονιά. «Τελικά, δεν πρόδωσες την εμπιστοσύνη μου, δεν με απογοήτευσες», φέρεται να της είπε ο Χρουστσόφ όταν ξανασυναντήθηκαν. Και την αντάμειψε για την «πίστη» της στο καθεστώς με δύο πολυτελή αυτοκίνητα, προσωπικό οδηγό, εξοχική κατοικία και ακριβά ρούχα. Ο φόβος, όμως, όπως είχε αποκαλύψει η ίδια, δεν την εγκατέλειψε ποτέ…

Η καριέρα της στο Μπολσόι δεν ήταν στρωμένη με ροδοπέταλα. Οι επιλογές των κατά καιρούς καλλιτεχνικών διευθυντών -ιδιαίτερα του πανίσχυρου Γιούρι Γκριγκορόβιτς, με τον οποίο βρισκόταν σε διαρκή κόντρα- δεν την ικανοποιούσαν πάντα. Επέμεναν να της δίνουν συνεχώς τους ίδιους ρόλους, που θα είχαν εξασφαλισμένη επιτυχία. Και, πράγματι, αυτό συνέβαινε. Συχνά η Πλισέτσκαγια αναγκαζόταν να χορεύει χωρίς να ακούει καν τη μουσική εξαιτίας των χειροκροτημάτων που δεν σταματούσαν! «Ομως, δεν άντεχα τη ναφθαλίνη στη σκηνή». Ασφυκτιούσε. «Εχω χορέψει τη “Λίμνη των Κύκνων” περισσότερες από 800 φορές», είπε κάποτε. «Είναι η πιο όμορφη μουσική για μπαλέτο που έχει γραφτεί ποτέ. Και θέλω να βγάλω τα… πούπουλα από το κοστούμι μου και να τα χώσω στα στόματα των ανθρώπων της διεύθυνσης. Σε αυτό το σημείο με έκαναν να φτάσω!»

Ηθελε να δοκιμάζει νέα πράγματα, να αντιμετωπίζει ολοένα και περισσότερες προκλήσεις, να ανεβάζει διαρκώς τον πήχη. To 1967 συνεργάστηκε με τον Κουβανό χορογράφο Αλμπέρτο Αλόνσο στην «Carmen Suite», σε μουσική διασκευή του έργου του Μπιζέ από τον σύζυγό της. Το έργο θεωρήθηκε «σκανδαλωδώς ερωτικό» από το σοβιετικό καθεστώς, αλλά επικρίθηκε έντονα και από μεγάλο μέρος του κοινού, που κατηγόρησε την Πλισέτσκαγια πως είχε προδώσει το κλασικό μπαλέτο. Δεν πτοήθηκε. «Τα πάντα σε αυτήν τη ζωή τελούν υπό αμφιβολία. Αυτό τα κάνει ενδιαφέροντα. Δεν θα ήταν πολύ πληκτικά εάν ξέραμε τι μας περιμένει αύριο; Η αγωνία μάς κάνει δημιουργικούς…»

Μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, η Πλισέτσκαγια και ο Στσεντρίν εγκαταστάθηκαν στο Μόναχο. Παιδιά δεν είχαν αποκτήσει, γιατί «δεν θα μπορούσαμε να τους αφιερώσουμε το χρόνο που θα χρειάζονταν». Εκείνη αποσύρθηκε από το χορό σε ηλικία 65 ετών και στη συνέχεια εργάστηκε ως καλλιτεχνική διευθύντρια σε μεγάλους οργανισμούς: από την Οπερα της Ρώμης μέχρι τη Λυρική Σκηνή της Μαδρίτης. Στα 80 της επέστρεψε στη σκηνή με το «Ave Μaya», που δημιούργησε γι’ αυτήν ο Μορίς Μπεζάρ.

Δεν φοβόταν το θάνατο. «Δεν τον σκέφτομαι καν», έλεγε. «Είναι κάτι που συνήθως έρχεται ξαφνικά. Αλλον τον βρίσκει στο σπίτι του, άλλον στο δρόμο, άλλον στη σκηνή». Εκείνη τη βρήκε στις 2 Μαΐου, στα 89 της, από καρδιακή προσβολή. Ηταν με τον σύζυγό της στο σπίτι τους στο Μόναχο. Μέχρι το τέλος απολάμβανε τη ζωή της στο πλευρό του άνδρα που αγάπησε τόσο και του έφτιαχνε συχνά τα αγαπημένα του πιάτα: μοσχαράκι ραγού και σατσίβι (κοτόπουλο με σάλτσα καρυδιού). Η μπαλαρίνα-θρύλος ήταν, βλέπετε, και εξαιρετική μαγείρισσα…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή