Χουάν Ραμόν Ρότσα: Χρειάζεται ομοψυχία, πειθαρχία και δουλειά

Χουάν Ραμόν Ρότσα: Χρειάζεται ομοψυχία, πειθαρχία και δουλειά

9' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο,τι και να γίνει δεν φοβάμαι τους Ελληνες. Ξέρετε πότε κατάλαβα ότι είσαστε τόσο εφευρετικοί που μπορείτε να βγάλετε ένα λαγό από το καπέλο σε κάθε δυσκολία; Μα, την πρώτη φορά που γνώρισα ένα συμπατριώτη σας στη ζωή μου». Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα πίνει μια γουλιά από την παγωμένη του μπίρα και θυμάται: «Γεννήθηκα σε ένα ξεχασμένο, φτωχό χωριό 3.000 κατοίκων κοντά στα σύνορα της Αργεντινής με την Παραγουάη και τη Βραζιλία. Το Σάντο Τομέ στην επαρχία Κοριέντες. Οταν μεγάλωνα, δεν είχαμε τηλεόραση ούτε ξέραμε πώς είναι. Μόλις άρχισαν να κυκλοφορούν οι πρώτες συσκευές, έφτασε στα μέρη μας ένας Ελληνας. Τον έλεγαν Ομηρο Λουκά. Είχε φτιάξει μια τρομερή κεραία με δική του πατέντα. Τη ρύθμιζες και έπιανε κανάλια και από τις τρεις χώρες. Μέσα σε λίγο καιρό είχε γεμίσει ο τόπος από την εφεύρεσή του και εκείνος είχε βγάλει λεφτά. Είσαστε ένας λαός με δαιμόνιο, αντοχή και θετική προδιάθεση στη ζωή. Ακόμα και τώρα που τα πράγματα είναι ζόρικα, που συναντώ ανθρώπους στην ουρά των ΑΤΜ, δεν έχουν χάσει την κοινωνικότητά τους ούτε το κουράγιο τους. Και εγώ τα χρήματά μου τα έχω σε ελληνικές τράπεζες. Πιστεύω, πάντως, ότι θα σταθείτε όρθιοι, αν και δεν θέλω καν να βάλω στο μυαλό μου τα χειρότερα. Εσείς είστε μέλος της Ευρώπης. Εμείς όταν πτωχεύσαμε ήμασταν ολομόναχοι, δεν ανήκαμε σε καμιά πολιτική συμμαχία».

Η συνάντηση με τον παλιό αστέρα και πρώην προπονητή του Παναθηναϊκού στην ταβέρνα Αρτζεντίνα στον Μαραθώνα είχε λόγους προφανείς. Μπορεί να ζει στην πατρίδα μας σχεδόν από τη μεταπολίτευση, αλλά έχει βιώσει, έστω και εξ αποστάσεως, τη χρεοκοπία της δικής του χώρας. Υπάρχουν παραλληλισμοί και συμπεράσματα; Μας εξηγεί: «Πρωτοήρθα στην Ελλάδα για ένα εξάμηνο στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αλλά εγκαταστάθηκα μόνιμα το 1979. Συνεπώς, δεν μπορώ να σας πω ότι βίωσα στο πετσί μου την οικονομική καταστροφή του 2001, αν και ενημερωνόμουν διαρκώς. Ομως αυτό που σίγουρα μπορώ να καταθέσω επειδή το έχω ζήσει είναι πως η χρεοκοπία για την Αργεντινή ήταν κάτι εξαιρετικά άσχημο. Πάντως, έχουμε περάσει πολύ χειρότερα λόγω στρατιωτικών καθεστώτων. Ακόμα και σήμερα δεν έχει διαλευκανθεί η υπόθεση για χιλιάδες αγνοουμένους. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ένας συγγενής μου. Κάθε φορά, λοιπόν, που βρισκόμαστε μπροστά σε μια απειλή, ίσως βοηθάει να θυμηθούμε πως στη χώρα μας ή και κάπου στον κόσμο έχουν γίνει πράγματα πιο δραματικά. Μας επαναφέρει στο μέτρο», λέει ο συμπαθής τέως άσος που κάθεται απέναντί μου στο τραπέζι.

Συνεχίζει: «Τώρα ζει η κόρη μου στην Αργεντινή με τον άνδρα της και μου τηλεφωνεί με ανησυχία κάθε μέρα για να μάθει τι γίνεται, όπως τηλεφωνούσα εγώ στους γονείς μου το 2001. Ομως οι δικοί μου έμεναν σε επαρχία και δεν επλήγησαν τόσο από όσα συνέβησαν. Αυτές τις ημέρες, η Ελλάδα παίζει πρώτο θέμα σε όλα τα κανάλια και ο κόσμος της Αργεντινής αισθάνεται πολύ κοντά σε εσάς έχοντας ζήσει παρόμοια γεγονότα. Αλλωστε, από πάντα υπάρχει πολύ μεγάλη αγάπη και εκτίμηση ανάμεσα στους δύο λαούς. Πόσο δε μάλλον τώρα που βρίσκεστε σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο».

Νιώθει Ελληνας

Συμπαθής, γλυκός και πάνω απ’ όλα ειλικρινής, ο Χουάν Ραμόν Ρότσα όταν μιλάει για την Ελλάδα, χρησιμοποιεί αυτόματα τον πρώτο πληθυντικό. Λέει «εμείς» χωρίς να διαχωρίζει τον εαυτό του, μια και νιώθει πια Ελληνας ύστερα από τόσα χρόνια. Πώς αισθάνεται αυτήν την εβδομάδα: «Σίγουρα είμαι στενοχωρημένος και καταλαβαίνω την αγωνία. Μέχρι να δούμε τι θα γίνει, νομίζω ότι πρέπει να είμαστε ψύχραιμοι. Δεν ανησυχώ ότι θα ζήσουμε κάτι αντίστοιχο με την Αργεντινή. Είμαστε στο 2015 και κυρίως αποτελούμε μέλος της Ευρώπης. Ας περιμένουμε για τις εξελίξεις».

Τολμώ να τον ρωτήσω τι ψήφισε: «Ψήφισα “Οχι", αλλά δεν νομίζω ότι ήταν καλή ιδέα να διχαστεί ο κόσμος με ένα δημοψήφισμα. Ξέρετε ένα από τα θετικά πράγματα που έγιναν στην Αργεντινή είναι ότι ο λαός παρέμεινε ενωμένος ακόμα και στις πιο δύσκολες ώρες».

Η έλευση του Αργεντινού στην Ελλάδα ταυτίστηκε με την έναρξη της μεταπολίτευσης. Τον ρωτώ αν έχει μια εξήγηση γιατί η χώρα μας έφτασε ώς εδώ: «Αναγκαστικά βλέπω τα πράγματα μέσα από το πρίσμα του μαγικού κόσμου του ποδοσφαίρου και δεν θέλω να κάνω κοινωνική ανάλυση. Το μόνο που θα πω είναι ότι ο Ελληνας παραμένει ανοιχτός, κοινωνικός, γενναιόδωρος. Μία από τις αλλαγές είναι ότι ορισμένες φορές τα τελευταία χρόνια έβλεπα ανθρώπους να θέλουν να παρουσιάζουν μια καλύτερη οικονομική κατάσταση από αυτήν που είχαν».

Το 2004 χάθηκε η ευκαιρία για το ελληνικό ποδόσφαιρο

Πριν προλάβουμε να συνεχίσουμε την κουβέντα, σηκώνεται ένας θαμώνας από το διπλανό τραπέζι και μας πλησιάζει λίγο ντροπαλά για να μιλήσει στον Ρότσα: «Ημουν επτά χρόνων όταν σας πρωτοείδα να παίζετε μπάλα και έγινα Παναθηναϊκός χάρη σε εσάς!». Στην κουβέντα παρεμβαίνει και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας και εγκάρδιος φίλος του Ρότσα, ο Ηλίας, επίσης Αργεντινός που ζει στην Ελλάδα: «Πού να δείτε πώς τον λατρεύουν οι Ολυμπιακοί και οι Αεκτζήδες. Μόνο καλά λόγια ακούει. Είναι εξαιρετικά αγαπητός παντού!».

Η αλήθεια είναι ότι ο παλιός άσος ήταν παθιασμένος στο παιχνίδι, αλλά ήπιος χαρακτήρας. Τι λέει γι’ αυτό; «Φάουλ στους αντιπάλους έκανα και μάλιστα πολλά. Μία φορά έχω υποστεί αποβολή σε ντέρμπι Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού. Συνεχάρην τον διαιτητή που πήρε τη δίκαιη απόφαση να μου δώσει κάρτα με χειραψία. Προσπάθησα στην καριέρα μου να είμαι επαγγελματίας, αλλά να είμαι και δίκαιος. Ξέρετε, είμαι τυχερός διότι έζησα μια εποχή κατά την οποία τόσο στο Καραϊσκάκη όσο και στη Λεωφόρο υπήρχαν οπαδοί και των δύο ομάδων. Τους χώριζε ένα καγκελάκι. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν τρομακτικά από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά. Δεν ξέρω τι έγινε αλλά αν είχα, εμπεριστατωμένη άποψη θα ήμουν ο πρώτος που θα μιλούσα δημοσίως. Πάντως, το κλίμα άλλαξε και φτάσαμε στα σημερινά φαινόμενα, που φοβάσαι να πας στο γήπεδο και που υπάρχουν καταγγελίες για στημένα παιχνίδια και για έλεγχο της ΕΠΟ. Ολα αυτά είναι πολύ λυπηρά γιατί είναι μια χαμένη ευκαιρία για την Ελλάδα, το ποδόσφαιρο, ακόμα και για την οικονομία αν θέλετε».

Ο Ρότσα εξηγεί το σκεπτικό του: «Εχει τύχει να παρακολουθήσω αγώνα στη Βρετανία, όπου κάποιος δίπλα μου έκανε άσχημες χειρονομίες σε αντιπάλους. Μέσα σε πέντε λεπτά είχε έρθει ένας σεκιούριτι και του έκανε σύσταση. Με αυτόν τον τρόπο, οι Αγγλοι προστατεύουν το ποδόσφαιρό τους, τη φήμη των ομάδων και ένα εμπορικό προϊόν. Τα ματς μεταδίδονται σε ολόκληρο τον κόσμο και εισπράττουν δικαιώματα. Οι εικόνες ντροπής του παρελθόντος εξαφανίστηκαν με σωστή πολιτική και πρέπει να παραδειγματιστούμε από τη σωστή δουλειά που έκαναν».

Αλλη μια κορυφαία χαμένη ευκαιρία ήταν η επιτυχία του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου το 2004: «Ηταν η χρονική στιγμή που έπρεπε να αλλάξουν πολλά στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Να δημιουργηθούν καλύτερες υποδομές, σχολές προπονητών, να ανακαλύψουμε ταλέντα που μετά τον νόμο Μποσμάν ήταν μια δραστηριότητα που ατόνησε. Γιατί να βρεις έναν καλό πιτσιρικά όταν φέρνεις δέκα Αφρικανούς με γαλλικά διαβατήρια;».

Ο Ρεχάγκελ και η Μπαρτσελόνα, ο Ζάετς και ο Μαραντόνα

Στο τραπέζι έρχεται μια τεράστια πιατέλα με μοσχαρίσια παϊδάκια και διάφορες σάλτσες. «Μην ντρέπεσαι. Πιάστα με το χέρι!» με προτρέπει μιας και πρόκειται για μια πρώτης τάξεως αργεντίνικη λιχουδιά. Ο Χουάν Ραμόν Ρότσα συνεχίζει: «Για εμένα εκείνη η Εθνική ποδοσφαίρου που σήκωσε το κύπελλο το 2004 ενσαρκώνει τι μπορεί να επιτύχει η Ελλάδα όταν είναι ενωμένη. Το είπε πρόσφατα σε μια δήλωσή του και ο Αντώνης Νικοπολίδης ότι “το 2004, 23 ενωμένοι Ελληνες κατάφεραν ένα θαύμα. Εντεκα χρόνια μετά ένα δημοψήφισμα διχάζει το έθνος"».

Με πορεία όχι μόνον ως παίκτης αλλά και ως προπονητής, μπαίνω στον πειρασμό να τον ρωτήσω πώς θα προσπαθούσε να σώσει την Ελλάδα αν ήταν ομάδα που κινδύνευε με υποβιβασμό και έπαιζε αγώνα μπαράζ: «Τρία πράγματα χρειάζονται: ένας δίκαιος προπονητής, πραγματικός ηγέτης που να εμπνέει σεβασμό και εμπιστοσύνη στους παίκτες. Ενα σύστημα κανόνων που να το σέβονται όλοι για να ξέρουν ποια θα είναι η θέση τους στο γήπεδο και βέβαια ομοψυχία. Θέλει επίσης πειθαρχία και δουλειά. Η Εθνική το 2004 κατάφερε το απίστευτο χάρις στον Ρεχάγκελ, την τακτική στο παιχνίδι και την καλή χημεία των παικτών.

Οταν βλέπω μια ομάδα, καταλαβαίνω πώς θα τα πάει στο πρωτάθλημα από το πώς πανηγυρίζει ένα γκολ. Οταν όλοι οι παίκτες γίνονται ένα κουβάρι, τότε υπάρχει ηρεμία και αγάπη. Οταν ένας τύπος τρέχει μόνος του στην άκρη του γηπέδου, το κλίμα δεν είναι καλό. Η Μπαρτσελόνα είναι ένα τέτοιο παράδειγμα ομαδικότητας που ακόμα και αν περάσει κρίσεις ή ήττες, το κλίμα αναστρέφεται αμέσως. Νομίζω ότι αυτό που πρέπει να κάνουμε στην Ελλάδα είναι να μάθουμε να σεβόμαστε περισσότερο τους κανόνες. Βέβαια πρέπει να σας πω ότι ούτε οι συμπατριώτες μου τους υπακούν ιδιαίτερα. Στο ποδόσφαιρο αυτό λύνεται εύκολα. Οποιος δεν ακούει κάθεται στον πάγκο ή φεύγει. Στην πραγματική ζωή είναι το πρόβλημα».

Και ποια είναι τα πλεονεκτήματα του Ελληνα στο «διεθνές γήπεδο» του κόσμου; «Μα σίγουρα είναι δαιμόνιος και μπορεί να σκεφτεί ανορθόδοξες λύσεις σε κάθε πρόβλημα. Καμιά φορά όμως είναι πονηρός και του λείπει το σύστημα. Αν υποτάξει την πονηριά αυτή στους κανόνες και σε οργάνωση, τότε θα μεγαλουργήσει».

Ο ίδιος ποιες στιγμές επιλέγει ως καλύτερες στην καριέρα του; «Θα επικεντρωθώ σε δύο ημιτελικούς μεγάλων διοργανώσεων. Ως παίκτης στον αγώνα με τη Λίβερπουλ και ως προπονητής με τον Αγιαξ. Είναι δύο βραδιές που δεν πρόκειται να ξεχάσω στη ζωή μου και θα ευχόμουν να είχαν άλλη έκβαση».

Του λείπει το θρυλικό ντουέτο με τον Ζάετς; «Οπωσδήποτε είχαμε τρομερή συνεργασία μέσα στο γήπεδο και διάβαζε ο ένας το μυαλό του άλλου. Για μένα όμως ο μεγαλύτερος Ελληνας παίκτης που έχει περάσει από τα γήπεδα ήταν ο Δημήτρης Σαραβάκος. Διάβαζε το παιχνίδι, ήταν ευφυής, ήταν γκολτζής. Είχε την τύχη μέσα από τον Παναθηναϊκό να παίξει εναντίον μεγάλων ομάδων. Αν έπαιζε σήμερα θα ήταν περιζήτητος γιατί ήταν και ωραίο παιδί. Ο Μέσι π.χ. βγάζει απίστευτα χρήματα από διαφημίσεις».

Πρώτος ο Μαραντόνα

Μέσα στους τρεις καλύτερους παίκτες όλων των εποχών (Πελέ, Μαραντόνα, Μέσι) υπάρχουν δύο συμπατριώτες του. Ποιον προτιμά: «Εχω δει Πελέ στο γήπεδο και Μαραντόνα και Μέσι. Προτιμώ τον δεύτερο για τον παθιασμένο του χαρακτήρα». Ακόμα και όταν έβαλε γκολ με το χέρι εναντίον της Βρετανίας; «Ξέρετε στην πατρίδα μου κάποιοι είναι υπερήφανοι θεωρώντας ότι αφού η Αγγλία μας είχε πάρει τα πλούτη μας εμείς την κλέψαμε σε έναν αγώνα. Αλλωστε το είπε και ο ίδιος ο Μαραντόνα ότι ο Θεός του έσπρωξε το χέρι» λέει με παιγνιώδες ύφος ο Ρότσα.

Και σήμερα τι θα γίνει με το ελληνικό ποδόσφαιρο; «Φοβάμαι ότι όλα αυτά θα μας γυρίσουν ακόμα πιο πίσω στη δεκαετία του ’70. Ηδη έχουμε δει τα τελευταία χρόνια ότι όποιος έχει ισχύ θέλει να ελέγχει και τους θεσμούς γύρω από το ποδόσφαιρο. Είναι θλιβερό όταν έχουμε όλοι δει τις δυνατότητες αυτού του αθλήματος το 2004 και όχι μόνον» υπογραμμίζει.

Η συζήτηση βαίνει προς το τέλος. Του ζητώ να πει μια ευχή για τη χώρα μας: «Οπως σας είπα και στην αρχή, πιστεύω στην ευρηματικότητα των Ελλήνων και στο σθένος τους. Πρώτα απ’ όλα εύχομαι να είμαστε ψύχραιμοι και να μη δούμε τα χειρότερα. Υστερα εύχομαι αυτή η δοκιμασία που σίγουρα έχει κάνει πολύ κόσμο να υποφέρει, να βγάλει τις πιο καλές πτυχές των Ελλήνων που θα τους βοηθήσουν να συνέλθουν γρήγορα. Στην Αργεντινή, οι πολιτικοί είχαν κάνει τον κόσμο να πιστεύει χάρις στην ισοτιμία του νομίσματος με το δολάριο ότι γίναμε Αμερική, μέχρι που καταλάβαμε την πικρή αλήθεια. Μια τέτοια περιπέτεια σίγουρα ενισχύει την αίσθηση της πραγματικότητας. Είναι και αυτό ένα κέρδος…».

Αποχαιρετιόμαστε και ζητώ ένα αυτόγραφο. Και εγώ έγινα Παναθηναϊκός όταν τον είδα να παίζει…

Η συνάντηση

Φάγαμε εξαιρετικά στην «Αρτζεντίνα» κοντά στη Λίμνη Μαραθώνος. Το μενού περιελάμβανε δύο τεράστιες μερίδες με μοσχαρίσια παϊδάκια και μοσχαρίσιο κρέας, ψημένα με μαεστρία. Πατάτες τηγανητές (σπιτικές και κριτσανιστές), μια δροσερή σαλάτα και κολοκυθάκια τηγανητά, μια μπίρα και ένα αναψυκτικό. Ο λογαριασμός ήταν 80 ευρώ αλλά το φαγητό ήταν για πέντε άτομα…

Oι σταθμοί του

1954

Γεννιέται στο Σάντο Τομέ.

1972

Αγωνίζεται για τη Νιούελς Ολντ Μπόις.

1975

Ερχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα.

1978

Αποκτήθηκε από την Μπόκα Τζούνιορς.

1979

Ερχεται στην Ελλάδα ξανά ως Μπουμπλής.

1984 – 85

Είναι μια από τις καλύτερες χρονιές του στον Παναθηναϊκό.

1989

Παίζει τελευταία χρονιά στον ΠΑΟ και κρεμά τα παπούτσια του.

1990

Μπαίνει στην προπονητική.

1994

Αναλαμβάνει τον ΠΑΟ.

1998

Αναλαμβάνει τεχνική ηγεσία τμημάτων υποδομής της ομάδας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή