Θ. Καραμουρατίδης: Με ενοχλεί όταν γίνεται αφελές το τραγούδι

Θ. Καραμουρατίδης: Με ενοχλεί όταν γίνεται αφελές το τραγούδι

7' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το απόγευμα που συναντηθήκαμε σκεφτόταν συνέχεια τις πανελλήνιες εξετάσεις. «Δεν ξέρω γιατί μού έρχονται διαρκώς στο μυαλό», λέει απέναντί μου ο Θέμης Καραμουρατίδης. Μάλλον με ανακούφιση. Η χρονιά ήταν υπερφορτωμένη και οι υποχρεώσεις του τελείωσαν. Η μουσική της ταινίας «Ουζερί Τσιτσάνης», που μετέφερε στον κινηματογράφο ο Μανούσος Μανουσάκης (το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη), παίζεται ήδη στις αίθουσες. Οι παραστάσεις στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο ξεκίνησαν (ακολουθούν δύο ακόμη στις 11, 12/12) με τη Γιώτα Νέγκα, και ο «Τελευταίος εαυτός», ο καινούργιος τους δίσκος σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, είναι έτοιμος. Ενα cd που έγινε με τον παλιό καλό τρόπο: ένας συνθέτης, ένας στιχουργός και μία ερμηνεύτρια.

Πώς ήταν αυτοί οι μήνες; «Sudoku επίπεδο 10!», λέει σαν αρχίζουμε τη συζήτηση γι’ αυτήν την περίοδο που καταπιάστηκε με πολλά και διαφορετικά. Ανάμεσα σε όλα και οι 30 συναυλίες σε όλη την Ελλάδα με τη Νατάσσα Μποφίλιου αλλά και τα τραγούδια που έγραψε για την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Παραγωγικός όσο λίγοι της γενιάς του. Σώζει ιδέες για τραγούδια ακόμη και στο κινητό, σαν βρίσκεται στον δρόμο. «Είμαι όμως και οργανωτικός. Αλλιώς δεν θα μπορούσα να κάνω ταυτόχρονα πολλά πράγματα μαζί».

Η απόφαση να γράψει τη μουσική για τη νέα ταινία του Μανούσου Μανουσάκη «Ουζερί Τσιτσάνης» (Feelgood Entertainment) δεν ήταν εύκολη. Ενα θέμα που έχει να κάνει με την Κατοχή, τους διωγμούς των Εβραίων της Θεσσαλονίκης και βέβαια με έναν από τους δημοφιλέστερους συνθέτες που έκανε το λαϊκό μας τραγούδι υπόθεση όλου του λαού. Κι από τους πιο πολυδιασκευασμένους δημιουργούς. Με εκδοχές ποικίλες: «ζαχαρωμένες» αλλά και πίστας. Ο Θέμης Καραμουρατίδης δεν κρύβει ότι ένιωθε φόβο. «Επρεπε να σβήσω ό,τι είχα ακούσει». Σκοπός ήταν «η αναβίωση να ξαναγυρίσει στο αρχικό άκουσμα. Στις ηχογραφήσεις των πρώτων χρόνων». Οι διασκευές δεν του αρέσουν πολύ. «Ως μια πρόταση μπορεί να το δεχτώ, αλλά όταν γίνεται ρεύμα μού θυμίζει τη δεκαετία του 1980, που οι ποπ ερμηνευτές τραγουδούσαν τα ξένα χιτ με ελληνικό στίχο και συνθεσάιζερ. Δεν αναφέρομαι στις διασκευές που αφουγκράζονται το συναίσθημα του τραγουδιού. Με ενοχλεί όταν το τραγούδι γίνεται αφελές».

Για την πρώτη του κινηματογραφική μουσική κινήθηκε σε τρεις βασικούς άξονες. Ο πρώτος σχετίζεται με τη δράση της ταινίας και τα τραγούδια του Τσιτσάνη που παίζονται στο ουζερί την περίοδο 1942-43. «Επρεπε να επιμεληθώ τις επανεκτελέσεις, να τις μεταφέρω στην εποχή τους όταν παίζονταν με ένα μπουζούκι, έναν μπαγλαμά και μια κιθάρα, και να αφαιρέσω από πάνω τους τα 70 χρόνια που πέρασαν. Ο δεύτερος άξονας είναι η πορεία της “Συννεφιασμένης Κυριακής” μέχρι την ολοκλήρωση, που είναι και το φινάλε της ταινίας, η δυστυχία, ο φόβος, η καταπίεση, η ατμόσφαιρα στην οποία γεννήθηκε το τραγούδι αυτό». Ο τρίτος και απαιτητικότερος άξονας είναι η πρωτότυπη μουσική που γράφτηκε για την ταινία ακολουθώντας τη δραματουργία. Το αποτέλεσμα έπρεπε να είναι μια ευρηματική νέα πρόταση που να μπορεί να σταθεί δίπλα στο υλικό του Τσιτσάνη. «Ούτε στις πανελλήνιες δεν παιδεύτηκα τόσο. Ατέλειωτα ωράρια εργασίας και ακρόασης λαϊκών».

Παρότι όμως μας έδωσε πριν από δύο χρόνια δείγματα λαϊκών τραγουδιών, στην πρώτη του συνεργασία με τη Γιώτα Νέγκα είναι μετρημένος σαν μιλάει γι’ αυτό. «Είναι κάπως αλαζονικό να λες κάνω λαϊκό τραγούδι». Ο «Τελευταίος εαυτός» σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, που θα κυκλοφορήσει από τη Feelgood Records, περιλαμβάνει λαϊκά κομμάτια που «πατάνε περισσότερο στο έντεχνο». Δεν κραυγάζουν. Είναι υλικό με πιο προσωπική ματιά. «Δεν είναι απλώς μια τραγουδίστρια που αγαπώ, αλλά μια φίλη πια. Δεν ξέρω αν υπάρχει σήμερα λαϊκό τραγούδι με τον τρόπο που το συζητάμε. Πέρα από τα μουσικά όργανα είναι συνδεδεμένο με μια κοινωνική και οικονομική κατάσταση μιας εποχής. Υπάρχουν μουσικοί που μπορούν να φτιάξουν ωραία λαϊκότροπα τραγούδια. Εχει σημασία όμως να δούμε ποιος είναι ο στίχος που μπορεί να συνοδέψει ένα σημερινό λαϊκό άκουσμα χωρίς να είναι γραφικός, αλλά να μην έχει και πόζα. Να είναι μεστός. Πόσες φορές να επαναληφθεί ένας Ακης Πάνου και λόγια όπως “ασφαλώς και δεν πρέπει να μας δούνε παρέα”».

Οκτώ χρόνια στον χώρο, από το 2007, που καθιερώθηκε με το «Εν λευκώ» σε στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου με τη Νατάσσα Μποφίλιου, έχει γράψει πολλά τραγούδια αλλά και μουσικές για το θέατρο. Οι γυναικείες φωνές για τις οποίες έγραψε (Γιώτα Νέγκα, Ελευθερία Αρβανιτάκη, Ρίτα Αντωνοπούλου, Τάνια Τσανακλίδου, Δήμητρα Γαλάνη, Ελεωνόρα Ζουγανέλη), «τις έχω όλες ερωτευθεί». «Μου αρέσουν οι σοπράνο λεπτές καθαρές φωνές στις οποίες μπορώ να αναδείξω κάτι άλλο, λιώνω με τις κοντράλτο λίγο “καμένες” φωνές, τις ποπ, τις ανδρικές, τις βαριές λαϊκές. Μπορώ να “παίξω” με όλες τις φωνές». Από τις παιδικές οικογενειακές αναμνήσεις θυμάται τη φωνή της Νένας Βενετσάνου. «Την έχω συνδέσει με τον μπαμπά μου που άκουγε τον “Παρατηρητή” στη Θεσσαλονίκη. Εχω κυτταρική αγάπη με τη φωνή της, νιώθω ζεστασιά».

Οι γονείς

Η φωνή του γλυκαίνει σαν μιλάει για τα παιδικά χρόνια στο Πλατύ Ημαθίας. «Ο πατέρας ηλεκτρολόγος, η μητέρα μεγάλωνε εμένα και τη δυο χρόνια μεγαλύτερη αδερφή μου, ακούγοντας πάντα ραδιόφωνο και ζωγραφίζοντας. Θυμάμαι εκδρομές στην Πάργα με το “Ρεμπέτικο” του Σταύρου Ξαρχάκου ή το “Oxygen” του Ζαν Μισέλ Ζαρ. Οι γονείς μου ήταν γενναιόδωροι στα καλλιτεχνικά μου θέλω». Μια θεία τούς παρακίνησε να κάνει μαθήματα μουσικής ακούγοντάς τον να παίζει στο πιάνο της το «Κουρασμένο παλληκάρι» με το ένα δαχτυλάκι. Ο μικρός γαλανομάτης δεν είχε μόνο καλό αφτί, του άρεσε από τότε να εντυπωσιάζει. Αυτό έκανε και με τη δασκάλα στο νηπιαγωγείο σαν της είπε τι έγραφε το εξώφυλλο μιας έκδοσης. Είχε μάθει πριν πάει σχολείο να διαβάζει.

Μαθητής, για πολλούς ήταν «ο παππούς». Ακόμη και για τις δασκάλες, επειδή ήθελε να φοράει υφασμάτινο παντελόνι και πουκάμισο με γιακαδάκι. Μεγαλώνοντας έγινε η ψυχή της παρέας. Αργότερα έκανε τις επιλογές του. Η Αθήνα, σαν ήρθε στα 18 του, παρότι είχε έντονες τις καλλιτεχνικές μυρωδιές της Θεσσαλονίκης, ήταν σαγηνευτική. «Ηταν φθινόπωρο του 2000 όταν κατηφόριζα την Πανεπιστημίου, για να πάω στο “Μετρόπολις”, κι εκεί μπροστά στη Βιβλιοθήκη είπα: “Εδώ έχω προοπτική”».

Οι σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Μέσα Επικοινωνίας και Πολιτισμού), για τις οποίες ήρθε, έμειναν στο τρίτο έτος. Νίκησε η μουσική. Τα τετράδια που γέμιζε από την εφηβεία του με τραγούδια, σημειώσεις για κουπλέ, ρεφρέν, ενορχηστρώσεις και αναλύσεις τα έχει ακόμη. «Διακόσια τραγούδια που τώρα είναι για τα σκουπίδια. Είχα γράψει επτά δίσκους, έναν ηλεκτρονικό, έναν ποπ, έναν λαϊκό, έναν έντεχνο, κ.ά.». Δεν αξιοποίησε κανένα από εκείνα τα κομμάτια. Είναι ευέλικτος μουσικά, αλλά έχει και το καλό ότι μπορεί να πετάει μουσικές. «Μου αρέσει να γράφω συνέχεια και να πειραματίζομαι. Είμαι παραγωγικός, δεν μπορώ να το περιορίσω. Μπορώ όμως με την ίδια άνεση να διαγράφω και να ακυρώνω. Αν κάτι που ετοιμάζω είναι κατά 80% όπως το θέλω, το πετάω και ξαναρχίζω».

Είμαστε σε μια μουδιασμένη περίοδο…

Του αρέσει και η σκηνή, το παραδέχεται, αλλά όχι να είναι ο κεντρικός πρωταγωνιστής. «Χρησιμοποιώ τη σκηνή και με χρησιμοποιεί». Πίσω πάντα από ένα πιάνο. Δεν θα μπορούσε να πιάσει το μικρόφωνο και να βγει μπροστά. «Πάνω απ’ όλα είμαι συνθέτης». Δικαιολογεί τον αμήχανο λόγο των νέων δημιουργών.

«Είμαστε σε μια μουδιασμένη περίοδο. Κάνουμε όλοι μικρές δίκες απέναντι σε κάθε γεγονός που μας συμβαίνει. Ο δημιουργός που θα γράψει γι’ αυτά με ορμή κινδυνεύει να θεωρηθεί ότι καπηλεύεται καταστάσεις. Αν πάλι δεν γράψει γι’ αυτά, θα του πουν «εδώ ο κόσμος καίγεται, εσύ γράφεις ότι αγαπάς τη διπλανή σου». Τον ενδιαφέρουν όλα τα θέματα που μπορούν να τον αγγίξουν. Πώς το νιώθει όταν τον συγκινεί ένα άκουσμα; «Υπάρχει μια αντανακλαστική κίνηση στο σώμα μου, κάτι στο αυτί μου».

Στα 34 του, ξέρει πως είναι τυχερός. «Είχα τη δημιουργική πολυτέλεια να κάνω στα 22 μου ολόκληρο δίσκο σε μια εταιρεία. Επίσης, συναντήθηκα με τη Νατάσσα και τον Γεράσιμο. Μη με βλέπεις έτσι χαρούμενο. Πάλεψα πολύ και διεκδίκησα τον χρόνο, τον χώρο και τις συνθήκες στις οποίες θα γίνονται τα πράγματα που φτιάχνω».

Τα παιδιά που ξεκινούν « έχουν ένα προνόμιο» μέσα στις δυσκολίες της εποχής.

«Σήμερα δεν νομιμοποιείσαι κάνοντας έναν δίσκο. Τη δεκαετία του ‘90, αν δεν είχες δίσκο ως δημιουργός, δεν ήσουν κάτι. Τώρα μπορείς να κυκλοφορήσεις διαδικτυακά τα πάντα. Είκοσι χρόνια πριν, η έκδοση ενός δίσκου σήμαινε καθιέρωση. Θυμάμαι την Κρίστη Στασινοπούλου, μια τραγουδίστρια κάθε άλλο παρά εμπορική, σε μια συνέντευξή της το 1996 που έλεγε "ξέρω ότι το κοινό μου είναι περιορισμένο, δεν πουλάω πάνω από 5.000 δίσκους". Σήμερα αν πουλήσουμε 5.000 αντίτυπα, θα χορεύουμε καρσιλαμά. Ο δίσκος είναι το ψώνιο του καλλιτέχνη σε μια ρευστή εποχή». Αλλο τον ανησυχεί: «Οτι κάνουμε μισές ακροάσεις. Δεν μπορούμε να αφομοιώσουμε τίποτε πια. Στην εποχή της υπερπληροφόρησης δεν είναι εύκολο να επιλέξεις».

* «Η Καθημερινή» στις 13/12, την επόμενη Κυριακή, θα προσφέρει στους αναγνώστες της το soundtrack της ταινίας «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη με πρωτότυπη μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη και τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη από την ταινία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή