Ελ. Φωτάκη: «Θέλω τα τραγούδια μου να διαβάζονται και χωρίς τη μουσική»

Ελ. Φωτάκη: «Θέλω τα τραγούδια μου να διαβάζονται και χωρίς τη μουσική»

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Είπες, κάποτε αυτά τα ποιήματα θ’ αγαπηθούν πολύ/ θα τοιχοκολληθούν, να τα διαβάσουν όλοι./ Μια μέρα θα υγράνουν μάτια και χείλη/ θα τα διαβάσουν κάτω από φανοστάτες, σε βροχερές συνελεύσεις./ Τέλος, καθώς πολλούς θα τυραννήσουν, θα καούν/ ή θα ταφούν σ’ ανήλια σπουδαστήρια – κι είπες πάλι/ ίσως ο άνεμος μιας δροσερής αυγής να τα σκορπίσει» – η «Υστεροφημία» του Ασλάνογλου μοιάζει να περιγράφει την Ελένη Φωτάκη, καθώς μου μιλάει σ’ ένα καφέ δίπλα στη «Λαΐδα». Οι κουβέντες της σε κάνουν να νιώθεις ότι εκείνη και οι στίχοι της αλληλοπεριέχονται. «Δεν σημαίνει ότι είμαι αυτό που γράφω, αλλά αυτό που γράφω υπάρχει», λέει, ζυγίζοντας πόση ξεγυμνωμένη αλήθεια χωράει σε μια συνέντευξη.

«Μεγάλωσα στην Κρήτη, γεννήθηκα στη Μυτιλήνη. Στην Αθήνα, ήρθα το 2007, την άνοιξη. Εχω δουλέψει σε πολλά από λίγο. Και ταλαιπωρήθηκα αρκετά. Δεν θέλω να φαίνεται τίποτε απ’ αυτά. Πρώτο μου τραγούδι ήταν ο “Χειμωνανθός” με τον Γιάννη Χαρούλη. Είχα δύο σ’ αυτόν τον δίσκο. Ο Γιάννης με τραγουδάει σαν να είμαι εγώ. Μετά, οι “Μέλισσες” με τον ίδιο συνθέτη, τον Γιώργο Καζαντζή. Είχα άλλα τρία σ’ αυτόν τον δίσκο. Μετά, λίγα σκόρπια, δύο με τον Αντύπα και μετά οι δύο δίσκοι με τον Μίνω Μάτσα· “Είδα του τρελού τα κλάματα” με τη Φωτεινή Βελεσιώτου και “Μ’ αγαπούσες κι άνθιζε” με την Ελεωνόρα Ζουγανέλη. Και πρόσφατα, το τραγούδι με τη Λένα Πλάτωνος και την Τάνια Τσανακλίδου “Ψυχή, ψυχή μου, ψίχουλο, σε φάγαν τα πουλιά”. Η πρώτη κίνηση υπέρ εμού έγινε από τον Γιάννη. Αυτός πήγε με τον στίχο του “Χειμωνανθού” στον Καζαντζή. Ο Καζαντζής είναι καλός συνθέτης· και φίλος μου· μου έκανε και τις “Μέλισσες”. Ακουσα πολλά “μπράβο” γι’ αυτόν τον στίχο, και αιτία είναι η καλή μελοποίηση. Και μετά ο Μίνως. Αυτός πήρε την απόφαση ν’ ασχοληθεί μόνο μ’ εμένα στιχουργικά· διάλεξε, πρώτος, εμένα· όχι λίγο από μένα».

Ο διπλός ελληνικός που έχει παραγγείλει συνοδεύει κάθε άνω τελεία που βάζει στα λόγια της· οι άνω τελείες μοιάζουν να υπάρχουν στα τραγούδια της. «Προσπαθώ πολύ να αναδείξω τη μουσική, να είμαι συνεργατική· ο στίχος είναι ήχος· πάντοτε, όμως, θέλω τα τραγούδια μου να διαβάζονται και χωρίς τη μουσική· θέλω την καθαρότητα του Τσιτσάνη· δεν θέλω να είμαι απρόσιτη και ακαταλαβίστικη».

Η Ελένη Φωτάκη κουβαλάει τον παιδικό της εαυτό· εκείνο το ντροπαλό και ανυποχώρητα δίκαιο κορίτσι της Κρήτης επιστρέφει πάντοτε στη γυναίκα της Αθήνας. «Κρατάω τις λύπες και τ’ ανυπεράσπιστα σημεία μου· αξιοποιώ τα τραύματά μου· είναι κατασπαραγμένοι κήποι. Δεν με νοιάζει να νιώθω καλά, με νοιάζει να ξέρω τι νιώθω. Εγκυμονώ τα τραγούδια για καιρό, δίχως να το ξέρω· ξαφνικά, έρχεται η φράση· και μετά, όλο το τραγούδι. Είμαι επαγγελματίας στην απόδοση, αλλά γράφω με ψυχή και βίωμα, ξεπατικώνοντας τον εαυτό μου και βιογραφώντας τα συναισθήματά μου, για να μην τ’ αφήσω μετέωρα».

Τα τραγούδια της έχουν απόλυτες ρίμες – το χρωστάει στην παράδοση. Η γλώσσα είναι για κείνη ένας τρόπος να διατηρεί ανέπαφη την κληρονομιά και το βίωμα μέσα της. «Τα παλιά πράγματα είναι ιερά». Η στιχουργός και ποιήτρια, κάθε που σκαρώνει ένα κομμάτι, τηλεφωνεί στη μαμά της. Η αυθόρμητη αντίδρασή της είναι δείκτης ολοκλήρωσης του τραγουδιού.

Τα καθημερινά –ο βίαιος ρομαντισμός και οι απώλειες– αποτελούν πηγή συγκίνησης, κατανόησης, δύναμης. «Παρατηρώ, συμπονώ, ακούω. Μιλάω από καθαρότητα. Μ’ ενοχλεί η αγένεια, τ’ ατελείωτα “μπράβο”, που θολώνουν το τοπίο της ομορφιάς, και η ειδωλολατρία των τραγουδιστών. Θέλω να βλέπω τα καλά. Πρέπει να προχωρώ, ακόμη κι αν έχω αδικηθεί. Δεν θα κριθώ από το ποιος με αδίκησε, αλλά από το πού έχω φτάσει».

«Είναι πολύ κακομοίρικο να ζηλεύεις την ψυχή των άλλων», λέει, καθώς μιλάμε για τραγούδια άλλων, και ο καφές παίρνει μαζί του την ένταση που κουβαλά. «Η πραγματική ζωή δεν φτάνει, γι’ αυτό χρειάζομαι τα μυθικά τοπία των τραγουδιών μου. Είναι ο τρόπος μου να βλέπω την πραγματικότητα. Δεν κρύβω τους φόβους μου, αλλά αποστρέφομαι τον καλυμμένο με δικαιολογίες και ρόλους αμυνόμενο φόβο. Εχω καθαρίσει τη ζωή μου από πολλές καθημερινές απειλές· εξάλλου, δεν υπάρχει ιδανική ζωή. “Με νοιάζει” είναι το μότο μου· και να καταφέρνω να γράφω πάντα κάτι το ίδιο καλό. Αλλωστε, βλέπω το τραγούδι σαν ίαση, όχι σαν διασκέδαση».

Ο καφές τελειώνει, μαζί και το λάδι που βάζει στο ηλεκτρονικό της τσιγάρο· τα μαύρα της μαλλιά λειτουργούν σαν αυλαία που κρύβει καθετί που αφηγείται και το φοράει η ένταση. «Στον πλατύ χρόνο δουλεύουμε όλοι», λέει, καθώς μαζεύει τα πράγματά της, για να επιστρέψει στην Καλλιθέα. «Ο χρόνος, ακόμη και ο μετά θάνατον, θα τα ξεκαθαρίσει όλα. Εγώ οφείλω να έχω γράψει στη ζωή ό,τι καλύτερο μπορούσα».

Το ταξί της έφτασε. Μου κλείνει το μάτι, επιβιβάζεται κι εξαφανίζεται. Κοιτάζω τις σημειώσεις μου. Τα λόγια της είναι φτιαγμένα από ρυθμό. «Είμαι στιχουργός δωματίου», έχω καταγράψει κάπου. «Με το ’να χέρι στ’ όνειρο/ και τ’ άλλο στον σταυρό/ “αγάπη”, “αγάπη”, φώναζα/ δεν φεύγω αν δεν σε βρω», σκέφτομαι και μπαίνω στο μετρό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή