Γιώργος Αρμένης: Είχε βιασύνη να κυβερνήσει η Αριστερά…

Γιώργος Αρμένης: Είχε βιασύνη να κυβερνήσει η Αριστερά…

5' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ενα κουλούρι Θεσσαλονίκης είναι το πρωινό του Γιώργου Αρμένη, που το τυλίγει βιαστικά ζητώντας «συγγνώμη» όταν μπαίνω στο γραφείο του. Μικρό δωμάτιο, σε στρατηγική θέση, για να ελέγχει την κίνηση του Νέου Ελληνικού θεάτρου και της δραματικής σχολής. Μέρος και αυτό του διώροφου νεοκλασικού στη γωνία Σπυρίδωνος Τρικούπη και Κουντουριώτου στα Εξάρχεια. Από τα ομορφότερα θέατρα με ολάνοιχτα παράθυρα κάθε πρωί στην πολύπαθη γειτονιά. Ομως είναι φανερό πως κάτι τον απασχολεί.

«Αργά χθες είχαμε πάλι επεισόδια. Η γειτονιά μου έγινε Μπέλφαστ. Μάχες με τους αναρχικούς – εύχεσαι μην αρρωστήσεις και χρειαστείς ασθενοφόρο. Ματώνω για να κρατηθώ στα Εξάρχεια, πώς να σ’ το πω;».

Ευσυγκίνητος στα 73, πνίγεται απ’ όσα βλέπει. Σαράντα επτά χρόνια στη γειτονιά, εδώ μεγάλωσε τον γιο του. «Βρώμα, κλειστά καταστήματα, ακαθαρσίες, ύποπτες φάτσες, δυστυχισμένοι που ψάχνουν ελπίδα στα σκουπίδια». Θυμός και πίκρα. Απ’ αυτά γεννήθηκε το καινούργιο του έργο «Ασε να μη μιλήσω», που παίζει στο θέατρό του. Και απ’ όσα βλέπει στην πόλη. «Αυτή τη νεκρική ατμόσφαιρα που απλώθηκε σαν καταχνιά στην Αθήνα με εξαίρεση δυο τρεις δρόμους».

Κωμωδία είναι το έργο του, αγγίζει τα όρια της φάρσας. Στην αρχή τη βάφτισε «Μελαγχολία αριστερά στα FM». Το άλλαξε. «Είναι ο χώρος από τον οποίο προέρχομαι, με πολλές πληγές, απογοητεύσεις, διαγραφές… Ηρέμησα, για να είμαι ειλικρινής, που έμεινα μακριά. To ΚΚΕ με διέγραψε ως οπορτουνιστή και τροτσκιστή. Ηταν το 1981, όταν ανέβασε ο Κουν “Το σόι μου”. Με είχαν πάρει τα κλάματα τότε, γιατί γαλουχήθηκα ως αριστερός, ήμουν στους λαμπράκηδες… Ακόμη και τώρα, μέσα μου σκέφτομαι αριστερά. Δεν θέλω να κάνω κακό στους άλλους, δεν θέλω να βρωμίζω τη γειτονιά μου, τους τοίχους των σπιτιών, είμαι νοικοκύρης Ηπειρώτης. Ηταν άλλη θεώρηση τότε». Το κόμμα τον διέγραψε, αλλά οι σχέσεις δεν χάλασαν με όλους. «Και με τον Χαρίλαο είχαμε καλές σχέσεις και με την Αλέκα».

Στο έργο του, που αναφέρεται σε μια οικογένεια, ο ίδιος κράτησε τον ρόλο του αιωνόβιου παππού. «Διαδραματίζεται σε μια μέρα όπου συγκεντρώνονται παιδιά, εγγόνια, ανίψια, συμπεθέρες, πιστεύοντας ότι ο ήρωας έχει περιουσία από την οποία θα διεκδικήσουν ό,τι μπορούν. Είναι μια μικρή Ελλάδα όπου ο καθένας θέλει να αναλάβει εξουσία. Αυτό επεκτείνεται και στην οικογένεια. Προσπαθώ όλα να τα περάσω από μια ποιητική διάσταση. Μετά την κατάρρευση του πρώην ανατολικού μπλοκ, έπαψα να περιμένω… Ολα ξεθώριασαν και μεταλλάχθηκαν στην Αριστερά. Αυτή τώρα είχε βιασύνη να κυβερνήσει. Ομως, πώς να νιώσεις βλέποντας τα απομεινάρια του παλιού ΠΑΣΟΚ μέσα της; Αλλά κι ο τρόπος που κυβερνούν, προβληματικός. Πιάνουν το θέμα της προσευχής στα σχολεία όταν δεν έχουν φτιάξει τα νοσοκομεία και την εκπαίδευση. Σε άλλα πιστέψαμε και προέκυψαν ο Καμμένος, ο Βαρουφάκης, το σχέδιο Νομισματοκοπείο, το “Οχι” που έγινε “Ναι”».

Από παιδί του άρεσε να γράφει. Τον σπόρο τον έριξε η γιαγιά του, που του διάβαζε Κρυστάλλη και Χρηστοβασίλη. «Εκείνη είχε τελειώσει το σχολαρχείο, εγώ το δημοτικό». Εγινε ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος, συγγραφέας.

Γεννήθηκε στην Κληματιά Ιωαννίνων το 1943. «Θυμάμαι τους Ιταλούς που είχαν επιτάξει τα σπίτια. Επειτα τον Εμφύλιο. Το πρωί έρχονταν οι δεξιοί και το βράδυ οι αριστεροί κι έπαιρναν κόσμο, άλογα, κότες, σιτάρια, ό,τι είχαμε». Αγρια χρόνια, αλλά με πολλή γυναικεία στοργή. «Η μάνα έκανε υπέροχο αργαλειό, κι έρχονταν από όλα τα χωριά να τους φτιάξει η Ολυμπία κιλίμια». Ομως, η ψυχή του σκοτείνιαζε σαν άκουγε συνομηλίκους να τον φωνάζουν μπαστί. «Μπάσταρδος, επειδή δεν είχα πατέρα», εξηγεί.

Βγάζει τσιγάρο από το πακέτο, που έχει άθικτο επί τρία τέταρτα μπροστά του, και συνεχίζει ήσυχα: «Η μητέρα έμεινε με δυο παιδιά γιατί ο πατέρας την παντρεύτηκε με πλαστά χαρτιά, ενώ ήταν παντρεμένος στην Κέρκυρα. Πήγα και τον γνώρισα στα 22 μου. Ηταν ένας αριβίστας. Κερκυραίος, εξ ου και το Αρμένης, από τα Αρμενάκια. Εγώ όμως μεγάλωσα ως Ηπειρώτης! Στην αρχή τρόμαξε. Μετά μου έπαιξε ένα θέατρο… Εκείνη τη στιγμή ένιωσα ότι κάτι έχω πάρει απ’ αυτόν. Ηταν παλιάτσος. Δεν του κράτησα κακία».

Στην Αθήνα, όταν ήρθε ο Γιώργος Αρμένης, έκανε διάφορες δουλειές αλλά πάντα σκάρωνε ιστορίες. Παραμυθάς. Γρήγορα έφυγε στα καράβια και, επί τέσσερα χρόνια, γύρισε όλο τον κόσμο. Ως τότε μόνο ένα μπουλούκι που είχε ξεπέσει στο χωριό του είχε δει. «Αλλά ένα βράδυ στα καράβια, στο Σουέζ, έπιασα στο τρανζιστοράκι τον Αχιλλέα Μαμάκη να μιλάει με τον Κουν. Μαγεύτηκα. Επιστρέφοντας άνοιξα ένα καφενείο απέναντι από το άγαλμα του Τρούμαν. Ερχονταν πολλοί ηθοποιοί που έπλεναν τα αμάξια τους στο διπλανό γκαράζ. Ετσι γνώρισα τον Αλεξανδράκη. “Κύριε Αλέκο, θέλω να γίνω ηθοποιός, να πάω στον Κουν”, τόλμησα και του είπα. Με συμβούλεψε να δώσω στα ταλέντα επειδή δεν είχα τελειώσει γυμνάσιο». Πέρασε γιατί είχε πάθος.

Πήγε στου Κουν το ’67 ώς το ’70 στη σχολή με υποτροφία και ρίζωσε στο Θέατρο Τέχνης για 22 χρόνια. Εμαθε να ζει «όσο φτάνει ο ίσκιος μου». «Χρειαζόταν η αφοσίωση, δίκιο είχε ο Κουν, αλλά ήταν και μια υπερβολή του περίγυρου. Ελεγα θα φύγω, αλλά δεν με άφηνε». Εφυγε όταν πέθανε ο Κάρολος Κουν, «δεν άντεχα άλλο να κοντράρομαι» και για δυόμισι χρόνια δεν έβρισκε δουλειά.

Φεύγοντας από το Θέατρο Τέχνης, πέρασε δύσκολα πάλι. «Περίμενα τη σύζυγό μου, την Ελισάβετ (εργαζόταν ως αεροσυνοδός), να γυρίσει από τα ταξίδια να μιλήσω με έναν άνθρωπο». Ο Μίνως Βολανάκης ήταν ο πρώτος που τον θυμήθηκε, έπειτα το Εθνικό θέατρο.

Τώρα τους μαθητές του τους παροτρύνει να διαβάζουν, έστω 10-20 σελίδες την ημέρα. «Τους μιλάω για τη μαγεία του Κουν. Με καθόρισε».

«Με τον Τσίπρα ξανάρχισα το κάπνισμα»

Πενήντα χρόνια στη σκηνή συμπληρώνει ο Γιώργος Αρμένης. Οι παλιότεροι θυμούνται έργα του όπως η «Πρόβα» και το «Σόι», αλλά οι νεότεροι μένουν στο σινεμά. Στις ταινίες των Θόδωρου Αγγελόπουλου, Παντελή Βούλγαρη, Τάσου Ψαρρά, Ηλία Δημητρίου. Ιδίως στον ρόλο του στην ταινία «Ολα είναι δρόμος» του Βούλγαρη. «“Μάκη Τσετσένογλου” με φωνάζουν κερνώντας με ουίσκι μεσημεριάτικα στην επαρχία.

Ξέρετε ότι η σκηνή που γκρεμίζει η μπουλντόζα το κέντρο “Βιετνάμ” ήταν μονοπλάνο; Ο Παντελής με κράτησε δύο ημέρες άυπνο. Ετρεμαν τα πόδια από την εξάντληση, έλεγα θα πέσω… Ο Μάκης είχε τραγωδία μέσα του, δεν του έμενε παρά να καεί. Εγώ δεν γνώριζα μπουζούκια, λόγω ανέχειας, κι έπειτα εξαιτίας της αισθητικής του Κουν που με σημάδεψε. Ο Παντελής με πήγε σε σκυλάδικα να δω το κλίμα. Αυτό όμως ήταν ο περίγυρος. Ο Μάκης ήταν τραγικό πρόσωπο. Δεν μίλαγε, παρά μόνο κάπνιζε. Και να σκεφτείς τότε δεν κάπνιζα, είχα 16 χρόνια να το βάλω στο στόμα μου. Τώρα με τον Τσίπρα το ξεκίνησα πάλι». Η Αριστερά μπαινοβγαίνει στη συζήτηση. Τα στηρίγματά του παραμένουν η σύζυγός του Ελισάβετ και ο γιος τους Κωνσταντίνος. «Τελείωσε το Πάντειο και τώρα σπουδάζει στη Σορβόννη θέατρο», καμαρώνει. «Αυτό που με κρατάει είναι να στηρίξω τον γιο μου, μάτια μου. Και τα παιδιά της σχολής. Εκεί να δεις την αγωνία των νέων. Νέος ήταν και ο Τσίπρας όταν τον γνώρισα. Αλλά, όταν τον είδα να χάνεται στην αγκαλιά του Καμμένου, κάτι με έπιασε. Είναι γλυκιά η ρημάδα η εξουσία».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή