Δολοφονίες στην καρδιά της σύγχρονης Αθήνας

Δολοφονίες στην καρδιά της σύγχρονης Αθήνας

4' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δώσαμε ραντεβού με τη Χίλντα Παπαδημητρίου έξω από το Public του Συντάγματος. Η διαδρομή που κάνουμε ακολουθώντας τα ίχνη του τελευταίου της βιβλίου, της «Συχνότητας του θανάτου», ξεκινά από την Καραγεώργη Σερβίας. Εκεί όπου μετονομάζεται Περικλέους στρίβουμε αριστερά, μπαίνουμε στον πεζόδρομο της Κτενά, συναντάμε μια κρυμμένη πλατεία και μια στοά που κλείνει με πόρτα. Αποφεύγουμε την πλατεία Αγίας Ειρήνης, μπαίνουμε στην οδό Βασιλικής, φτάνουμε στην Αιόλου, στρίβουμε στην Βορέου, μετά Βύσσης, Καΐρη, Πολυκλείτου. Εδώ, σχεδόν αόρατοι κατά τη διάρκεια της ημέρας ζουν οι δύο άστεγοι που θα γίνουν καταλύτες της πλοκής. «Εδώ, στην Πολυκλείτου γίνονται και οι φόνοι», εξηγεί η συγγραφέας.

Γνωρίζει τη διαδρομή από μνήμης, όχι μόνον επειδή την περπάτησε πρόσφατα και τη φωτογράφισε συγκεντρώνοντας υλικό για το μυθιστόρημα. Την ξέρει επειδή την έχει ζήσει εδώ και πολλά χρόνια. «Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ερχόμουν στο κέντρο για προμήθειες του οικογενειακού δισκάδικου: συγκεκριμένα στην οδό Νίκης, όπου βρισκόταν η εταιρεία Music Box, και στη συνέχεια στην Πραξιτέλους, όπου είχε γραφεία και αποθήκη η Columbia. Περπατούσα στα στενάκια του εμπορικού κέντρου και χάζευα τα καταστήματα χονδρικής υφασμάτων, κουμπιών και φερμουάρ, τα μαγαζιά που πουλούσαν υλικά για κοσμήματα και γυαλιστερά στολίδια – χάντρες, πούλιες και παγέτες. Στην Πραξιτέλους ήταν τα χαρτοπωλεία, με τα είδη συσκευασίας αλλά και χαρτιά περιτυλίγματος, κορδέλες, φιόγκους. Ψώνιζα κι από κει τις παραμονές των γιορτών για να τυλίγουμε τα δώρα στο μαγαζί. Είδα την περιοχή να αλλάζει σταδιακά, αρχικά όταν εξαφανίστηκαν οι μοδίστρες και οι μικρές βιοτεχνίες ενδυμάτων στις συνοικίες της Αθήνας. Τα υφασματάδικα αντικαταστάθηκαν από καφέ, μπαράκια και φαγάδικα. Επιβιώνουν ακόμη αρκετά μικρομάγαζα όσο πλησιάζουμε στη Βαρβάκειο, τα περισσότερα με κλωστές, μαλλιά πλεξίματος και δαντέλες», λέει.

Σχεδιάζοντας φόνους

Τα αστυνομικά μυθιστορήματα αγαπούν τις πόλεις. Και ακόμη περισσότερο τις μητροπόλεις που βρίσκονται σε κρίση και οι συνθήκες τις αναγκάζουν να μεταμορφωθούν βίαια και οδυνηρά. Η σύγχρονη Αθήνα, συμπρωταγωνίστρια στο βιβλίο με ρόλο ισότιμο δίπλα στον κεντρικό ήρωα, τον αστυνομικό Χάρη Νικολόπουλο, δεν αποτελεί απλώς το σκηνικό της δράσης. Εξωθεί τους ανθρώπους στα άκρα υποχρεώνοντάς τους καθημερινά να επιλέξουν ανάμεσα στον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό τους.

Στα βιβλία της Χίλντας Παπαδημητρίου, τρία μέχρι τώρα, οι δολοφόνοι δεν έχουν νοσηρά γούστα, εγκληματικό υπόβαθρο ή διαταραγμένη προσωπικότητα. «Είμαι της άποψης ότι ο φόνος διαπράττεται για πολύ συγκεκριμένους και ρεαλιστικούς λόγους», σχολιάζει η συγγραφέας. «Δεν με ενδιαφέρει να δημιουργήσω έναν σίριαλ κίλερ. Θέλω να καταλάβω πώς ένας απλός άνθρωπος, όπως ο κύριος που πουλάει υφάσματα σε αυτήν τη γωνία, μπορεί να φθάσει στη δολοφονία. Και επειδή ο φόνος δεν είναι εύκολο πράγμα, προσπαθώ να σκεφτώ τις συνθήκες που θα τον αναγκάσουν να υπερβεί τις αναστολές του και να γίνει παράφορος και ασυγκράτητος».

«Εσείς θα σκοτώνατε;» τη ρωτάω. «Αν το έκανα, θα ήταν για να προστατεύσω κάποιον δικό μου άνθρωπο που βρίσκεται σε κίνδυνο ή ένα ζώο που αγαπώ πολύ», απαντάει. «Μήπως ο συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων είναι πιο εξοικειωμένος με την ιδέα του φόνου;» επιμένω. «Ναι, σκέφτεται πολύ τον φόνο γράφοντας», λέει. «Πρέπει να στήσει όλο το σκηνικό σωστά προκειμένου να διαπραχθεί δολοφονία, να βρει τα κίνητρα, να δημιουργήσει τους δράστες. Εκτός αυτού, σκέφτεται τα μικρά ψήγματα πληροφοριών, τα ίχνη που θα δώσει στον αναγνώστη ώστε να του βάλει υποψίες για τη λύση του αινίγματος χωρίς να του τη σερβίρει έτοιμη, έτσι ώστε να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του. Ισως τελικά αυτή η επισταμένη ενασχόληση των αστυνομικών συγγραφέων με τη βία και η επεξεργασία της σκοτεινής πλευράς του εαυτού μέσω της φαντασίας να τους κάνει λιγότερο επιρρεπείς στο έγκλημα, όπως δείχνουν στατιστικές μελέτες. Αποφορτιζόμαστε μέσω της γραφής».

No man is an island

Οταν μιλάει η Χίλντα Παπαδημητρίου αναφέρεται σε βιβλία άλλων συγγραφέων. Αλλωστε, εκτός από αναγνώστρια, είναι έμπειρη μεταφράστρια. Αναφέρεται επίσης στον κινηματογράφο και ήρθε στο ραντεβού φορώντας ένα t-shirt, φόρο τιμής στον «Μεγάλο Λεμπόφσκι» των αδερφών Κοέν. Προφανώς αναφέρεται συχνά και στη μουσική, αφού για μια εικοσαετία είχε το πολύ ενημερωμένο δισκάδικο στην πλατεία της Νέας Σμύρνης. Σε αυτήν τη γειτονιά μεγάλωσε «διαβάζοντας αστυνομικά μυθιστορήματα και ακούγοντας Neil Young και Bob Dylan», όπως αναφέρει στο βιογραφικό της σημείωμα. Στη «Συχνότητα του θανάτου», η μουσική δεν παίζει τόσο δυνατά όσο στα προηγούμενα βιβλία της. Το σάουντρακ είναι μελαγχολικό και συντροφεύει τον ερωτευμένο αστυνομικό στην περιπέτειά του με μια μοιραία γυναίκα. Εκείνο που ακούγεται δυνατά μέσα από τις σελίδες είναι το μουσικό ραδιόφωνο, η νοσταλγία του ένδοξου παρελθόντος του και η αγωνία του για το μέλλον.

Στο βιβλίο περιγράφεται ένας κόσμος σε μετάβαση, ο οποίος θυμάται από πού έρχεται, αλλά δεν γνωρίζει πού πηγαίνει. «Οι εξελίξεις της εποχής που ζούμε συμπαρασύρουν στην πτώση δικαίους και αδίκους. Ακριβώς όπως συνέβη στη μουσική βιομηχανία», λέει η συγγραφέας. «Ας μην κοροϊδευόμαστε, η δισκογραφία έχει καταρρεύσει, παίρνοντας μαζί της το ραδιόφωνο, τους παραγωγούς, τον τρόπο που είχαμε μάθει να ακούμε μουσική. Οι δυνατότητες και οι αλλαγές που έφερε και θα εξακολουθήσει να φέρνει το Διαδίκτυο παραμένουν αστάθμητες».

Ηταν άραγε η δική της γενιά, οι τελευταίοι της δεκαετίας του ’50, προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τον κόσμο της ωριμότητάς της; «Καθόλου. Ολοι εμείς μεγαλώσαμε με την αισιόδοξη πίστη ότι από εδώ και εμπρός όλα θα αλλάζουν μόνον προς το καλύτερο. Δεν θα υπήρχε πια φτώχεια, ρατσισμός, κοινωνικές διακρίσεις. Βεβαίως κανείς δεν μας υποσχέθηκε κάτι τέτοιο, αλλά εμείς το πιστεύαμε. Μέχρι που φάγαμε ένα χαστούκι στο πρόσωπο και προσπαθούμε να συνέλθουμε».

Και τώρα τι κάνουμε; «Σκοντάφτουμε έξι, σηκωνόμαστε επτά. Δεν μπορούμε να γυρίσουμε πίσω. Με αυτά τα λίγα υλικά που έχουμε πρέπει να φτιάξουμε τώρα τη ζωή μας. Αλλωστε, δεν πιστεύω στις μεγάλες επαναστάσεις. Πιστεύω στις μικρές, προσωπικές προσπάθειες. Και στην ανθρώπινη επαφή. “No man is an island”, γράφει ο John Donne. Κανένας δεν ζει απομονωμένος και κανείς δεν βρίσκεται στο απυρόβλητο. Οταν όλα γύρω σου καταρρέουν, δεν μπορείς να μένεις περιχαρακωμένος στον μικρόκοσμό σου».

​​Το βιβλίο της Χίλντας Παπαδημητρίου «Η συχνότητα του θανάτου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή