Αθλούμενοι στη μελαγχολία

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Η μελαγχολία είναι γόνος άμετρων προσδοκιών, ακολουθεί την αδιάβροχη από δάκρυα αισιοδοξία και ανακουφίζει τη δύσπνοια της υψηλόφρονης σοβαρότητας. Οταν η αδιάκοπη δράση εμφορούμενη από την πίστη στη δικαιοσύνη ή την ελπίδα της ευτυχίας βλαστήσει αμφιβολίες ανθίζει η μελαγχολία ως πειρασμός της απόσυρσης από τα εγκόσμια. Δεν αγωνιζόμαστε πλέον ώστε να νοηματοδοτήσουμε τη ζωή μας και να διαχειριστούμε τις αντιφάσεις της ελευθερίας μας. Ούτε επιδιώκουμε να βιώνουμε τα πάθη μας με μέτρο. Αδυνατούμε να πιστέψουμε πια σε οτιδήποτε, ενώ οι αντιφάσεις της ελευθερίας μοιάζουν ανυπέρβλητες έτσι ώστε να προτιμούμε τη θλίψη που αναβλύζει από την αποδοχή της ματαιότητας. Ο μελαγχολικός βιώνει τον κόσμο υπερβολικά σοβαρά διεκδικώντας το ανέφικτο απόλυτο στον έρωτα, στην πολιτική και στη δημιουργία. Ομως από τη στιγμή που είμαστε θνητοί και όλα τελειώνουν κάποτε, συμπεριλαμβανομένου του σύμπαντος, τα πάντα μοιάζουν ανώφελα. Κάθε τέχνη του βίου φαίνεται ένα εξαρχής καταδικασμένο εγχείρημα. Γιατί ν’ αγωνίζεται κανείς όταν γνωρίζει ότι οι δυνάμεις του είναι περιορισμένες; Το βάρος της ύπαρξης θλίβει έως ότου, ενίοτε, συνθλίβει τον μελαγχολικό.

Η μελαγχολία είναι η πτώση στην άβυσσο, είναι η εμπειρία της απουσίας εγγενούς νοήματος και μιας ύστατης υπερβατικής αναφοράς ή παρηγορίας και για αυτό είναι απολύτως αναγκαία για μια αναστοχαστική τέχνη του βίου. Η μελαγχολία δεν εξαλείφεται ούτε ξορκίζεται, πράγμα άλλωστε επιθυμητό διότι μάς υποδεικνύει τη δόση ματαιότητας που εμπεριέχει κάθε τέχνη του βίου. Η μελαγχολία μάς υπενθυμίζει ότι διάγουμε τον βίο μας στο χείλος αυτής της αβύσσου ότι το ζητούμενο δεν είναι να «πετύχουμε» ή να «νικήσουμε». Μας υπενθυμίζει ότι η διαμόρφωση του βίου θα μείνει αναγκαστικά ημιτελής, ότι θα αφήσουμε πίσω μας, ανολοκλήρωτα σχέδια, απραγματοποίητες επιθυμίες και ανείπωτα λόγια. Η μελαγχολία είναι η επίγνωση της αδυναμίας μας. Η θλίψη και η ονειροπόληση που γεννά τα πανίσχυρα ναρκωτικά ώστε ν’ αντέξουμε τη θέα της αβύσσου. Δεν θα μάθουμε ποτέ πλήρως ποιοι είμαστε ούτε θα γίνουμε ποτέ εντελώς αυτοί που θέλουμε. Η μελαγχολία υποδεικνύει στην τέχνη του βίου τα όριά της. Είναι απρόσβλητη από επιχειρήματα και εύκολα, αν επιχειρήσουμε να την εκδιώξουμε, μπορεί να φανούμε δογματικοί ή αφελείς. Το να την θεωρήσουμε ως αντίπαλο σημαίνει ν’ αρνηθούμε την τραγικότητα της ανθρώπινης συνθήκης. Η μελαγχολία δεν είναι ασθένεια και για αυτό δεν επιδέχεται θεραπείας, όμως είναι δυνατόν να βιωθεί διαφορετικά. Μια αναστοχαστική τέχνη του βίου περιλαμβάνει τη μελαγχολία στους κόλπους της εξασφαλίζοντας έτσι έναν πυρήνα διαρκούς ανησυχίας και αμφιβολίας που την διατηρεί σε εγρήγορση αναθερμαίνοντας την ευαισθησία. Ωστόσο αναγνωρίζοντας τη μελαγχολία ως έκφραση μιας τραγικής συνείδησης αποδεχόμαστε συγχρόνως ότι δεν είναι δυνατόν να την εργαλειοποιήσουμε.

Αντίστοιχα, στο επίπεδο της κοινωνίας η μελαγχολία όχι απλώς σχετικοποιεί την αισιοδοξία της επιστημονικής γνώσης και της τεχνολογίας, καθώς στέκεται καχύποπτη απέναντι στη βεβαιότητα της προόδου, αλλά αποκαλύπτει επίσης τις αδυναμίες της παρούσας κοινωνικής θέσμισης όπως επίσης τους κινδύνους των επαναστάσεων. Στις νεωτερικές κοινωνίες μιας επιβαλλόμενης σχεδόν αισιοδοξίας η μελαγχολία συνεισφέρει στη διερώτηση των κυρίαρχων νοημάτων και των θεσμών ανασύροντας στην επιφάνεια την παροδικότητα του κόσμου. Η θλίψη της μάς επιτρέπει να σταθούμε στην άκρη του δρόμου αδιάφοροι για το ποιοι και πόσες μας προσπερνούν στον αγώνα για την κοινωνική αναγνώριση ή την επίτευξη χρηματικού πλούτου. Μια αναστοχαστική τέχνη του βίου οφείλει λοιπόν να περιλάβει τη μελαγχολία, αλλά και η μελαγχολία δίχως μια τέχνη του βίου να την μετριάζει μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε απελπισία. Αν η μελαγχολία οριοθετεί την τέχνη του βίου η τελευταία την διαπλάθει επιτρέποντάς της να βιωθεί μέσω της καλλιέργειας τρόπων έκφρασής της. Αλλωστε η μελαγχολία μπορεί να συνιστά και μια απόλαυση στην οποία μπορούμε ενίοτε να ενδίδουμε. Μπορούμε ν’ απολαύσουμε τη νάρκωση των αισθήσεων που προξενεί ώστε ν’ αναθάλλουμε από την ένταση των επιθυμιών μας. Μπορούμε ν’ αφεθούμε στην αίσθηση της ματαιότητας ώστε να χαλαρώσουμε από την επιτακτικότητα των υποχρεώσεων και των φιλοδοξιών μας. Αν μάλιστα την μετριάσουμε κάπως ώστε να μην εθιστούμε σε αυτήν τότε ίσως γίνουμε λίγο πιο ελεύθεροι δίχως να γίνουμε δυστυχέστεροι.

*Ο κ. Θεοφάνης Τάσης διδάσκει σύγχρονη Φιλοσοφία στο Freie Universitat του Βερολίνο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή