O Ralph Lauren αποσύρεται για να μείνει…

O Ralph Lauren αποσύρεται για να μείνει…

5' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Ο Ραλφ Λόρεν πουλάει κάτι παραπάνω από µόδα. Πουλάει τη ζωή που θα ήθελες να ζήσεις. Το να έχεις στην κατοχή σου µια δηµιουργία Ραλφ Λόρεν ισοδυναµεί µε το να παίρνεις µια γεύση αµερικανικού ονείρου. Αλλά το πιο σηµαντικό είναι ο άνθρωπος που ανέβασε τον πήχη ως προς το τι θεωρούµε εφικτό εµείς οι Αµερικανοί, προσφέροντας στιγµιότυπα ενός τρόπου ζωής που κατά κάποιον τρόπο µοιάζει προσιτός». Εχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που η Οπρα Γουίνφρεϊ συµπύκνωσε µέσα σε λίγες φράσεις την ουσία της επιτυχίας του 75χρονου σχεδιαστή και επιχειρηµατία, που επί σχεδόν µισό αιώνα ηγείται της αµερικανικής βιοµηχανίας της µόδας, καταφέρνοντας το ακατόρθωτο: αυτή να ταυτίζεται µαζί του.

∆ιατηρώντας τη θέση του εκτελεστικού προέδρου και παραµένοντας επικεφαλής του σχεδιαστικού τµήµατος, ο Ραλφ Λόρεν παρέδωσε πριν από λίγες ηµέρες τα ηνία στον 41χρονο Σουηδό Στέφαν Λάρσον – µέχρι πρότινος πρόεδρο της Οld Navy του οµίλου Gap και στο εξής διευθύνοντα σύµβουλο της Ralph Lauren. Με τη µετοχή της εταιρείας να έχει χάσει το 44% της αξίας της µέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο, αυτή η εξέλιξη θεωρήθηκε κάτι παραπάνω από επιβεβληµένη. Η επιχειρηµατική οξυδέρκειά του -πολύ περισσότερο από το ίδιο το ταλέντο του- κρύβεται εξάλλου πίσω από τη δηµιουργία της αυτοκρατορίας που φέρει το όνοµά του. Και για µία ακόµη φορά ο προσηνής κύριος Λόρεν απέδειξε ότι ξέρει να ζυγίζει τα πράγµατα και τις συγκυρίες. Και, φυσικά, να παίρνει τα ρίσκα του.

Η αλήθεια είναι πως η επιλογή Λάρσον ξένισε. Οσο κι αν ήταν ηλίου φαεινότερον ότι η αλλαγή ήταν αναγκαία, καθώς ο συνδυασµός ισχυρού δολαρίου και σκληρού ανταγωνισµού στη βιοµηχανία της πολυτέλειας ασκούσε εδώ και καιρό ασφυκτική πίεση στον διάσηµο οίκο µόδας. Οµως, ο ορισµός στη θέση του διευθύνοντος συµβούλου ενός στελέχους µε σταδιοδροµία στο µαζικό εµπόριο φάνηκε, σε πρώτη ανάγνωση, ασύµβατος µε την ιστορία και τους στόχους της εταιρείας. Τις επιφυλάξεις του παραδέχτηκε και ο ίδιος ο Ραλφ Λόρεν, µιλώντας για το αποτέλεσµα της πρώτης συνάντησής τους σε τετ-α-τετ επαγγελµατικό δείπνο στη Νέα Υόρκη: «Αναρωτιόµουν τι κάνω εδώ. Είναι χάσιµο χρόνου», είχε πει. Ανάλογα αισθήµατα έτρεφε και ο Στέφαν Λάρσον µπροστά στο ενδεχόµενο επικείµενης συνεργασίας: «∆ίσταζα. ∆εν καταλάβαινα γιατί ενδιαφερόταν να µου µιλήσει». Τελικά, η χηµεία που αναπτύχθηκε µεταξύ των δύο ανδρών αποδείχθηκε ισχυρότερη από τις όποιες δεύτερες σκέψεις τους. Η λαµπρή πορεία που έχει διαγράψει µέχρι σήµερα ο νέος CEO του Ralph Lauren -15 χρόνια στη σουηδική H&M και άλλα 3 στην Old Navy, όπου κατάφερε να µετατρέψει το πιο προβληµατικό κοµµάτι του οµίλου Gap στο πλέον ελπιδοφόρο- υπήρξε το αδιαπραγµάτευτο διαβατήριό του.

Η αρχή έγινε µε… µια γραβάτα

Αν η συνεργασία δεν αποδώσει τους αναµενόµενους καρπούς, θα είναι ίσως η µοναδική φορά στην ιστορία που το επιχειρηµατικό δαιµόνιο του Ραλφ Λόρεν θα έχει πέσει έξω. Η πολυκύµαντη διαδροµή του ιδιοφυούς άνδρα, γιου Εβραίων Εσκενάζι µεταναστών από τη Λευκορωσία, που γεννήθηκε στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης το 1939 και έχτισε κυριολεκτικά από το µηδέν τον επιχειρηµατικό κολοσσό του, είναι συνώνυµη του αµερικανικού ονείρου.

«Ενιωθα ότι ήµουν ξεχωριστός, χωρίς να ξέρω το γιατί», έχει πει σε συνεντεύξεις του. Πράγµατι, όταν οι συνοµήλικοί του ονειρεύονταν στα τρυφερά και άγουρα 18 τους χρόνια κορίτσια στον ήλιο, εκείνος έγραφε κάτω από τη φωτογραφία του στη σχολική επετηρίδα πως όταν µεγαλώσει θα γίνει εκατοµµυριούχος. ∆ύο χρόνια νωρίτερα, λόγω των πειραγµάτων που δεχόταν από τους συµµαθητές του, είχε αλλάξει µαζί µε τον αδελφό του Τζέρι το επώνυµό του από Λίφσιτς στο πιο εύηχο Λόρεν. Αν και εκ των υστέρων, όταν πια µεσουρανούσε στο επιχειρηµατικό στερέωµα, θα παραδεχόταν ότι έχει µετανιώσει γι’ αυτή του την απόφαση, δεν είναι λίγοι εκείνοι που µέχρι σήµερα υποστηρίζουν ότι πέρα από οτιδήποτε άλλο ο βασικότερος λόγος που το έκανε τότε ήταν η φιλοδοξία του για κοινωνική ανέλιξη.  

Οπως και να ’χει, στα µέσα της δεκαετίας του ’60 εργαζόταν ως πωλητής σε εταιρεία εµπορίας γραβατών, όταν συνέλαβε την ιδέα ενός πρωτότυπου για την εποχή σχεδίου: µιας φαρδιάς -και ακριβής- γραβάτας που καµία σχέση δεν είχε µε τις στενές και λεπτές που ήταν στη µόδα εκείνα τα χρόνια. «Εκανα την πρόταση στο αφεντικό µου και εκείνος µου απάντησε πως ο κόσµος δεν είναι ακόµη έτοιµος για τον Ραλφ Λόρεν. ∆εν ξέχασα ποτέ τα λόγια του. Το θεώρησα κοµπλιµέντο», θυµάται.

Πεπεισµένος για τη δυναµική της ιδέας του, νοικιάζει στην κυριολεξία µια γωνιά στο Empire State Building και πουλάει τις γραβάτες του σε µικρά καταστήµατα της Νέας Υόρκης. H φήµη του δεν αργεί να εξαπλωθεί και το 1967 ιδρύει δική του εταιρεία µε την επωνυµία Polo, εµπνευσµένος από το αριστοκρατικό και ευγενές οµώνυµο άθληµα. Κατά µία έννοια, µε αυτόν τον τρόπο ορίζει και το κοινό στο οποίο στοχεύει: εύπορους Αµερικανούς µε εκλεπτυσµένα γούστα και αγάπη στα σπορ. Το ένα θα φέρει το άλλο και κάπως έτσι θα αρχίσει να σχεδιάζει πουκάµισα και στη συνέχεια κοστούµια. «Εκείνα τα χρόνια, άλλη εταιρεία έφτιαχνε πουκάµισα, άλλη γραβάτες, άλλη κοστούµια. Εγώ τα έκανα όλα. Και αυτό ήταν το ριζοσπαστικό», αναφέρει.

Οσκαρ κοστουµιού και βρεφικά είδη

Εχοντας καθιερωθεί ως σχεδιαστής ανδρικών ρούχων, υπογράφει την πρώτη του γυναικεία συλλογή το 1971, η οποία πρωτοτυπεί µε τις σαφείς ανδρικές γραµµές της. Με την επιρροή και την αποδοχή του να αυξάνονται, αναλαµβάνει να «ντύσει» την Νταϊάν Κίτον στον «Νευρικό εραστή» του Γούντι Αλεν και επιµελείται την γκαρνταρόµπα του Ρόµπερτ Ρέντφορντ στον «Μεγάλο Γκάτσµπι» – συνεργασία που θα του χαρίσει το 1975 και το Οσκαρ Καλύτερου Κοστουµιού. Παράλληλα, συνεχίζει να τολµά. Απενοχοποιώντας το κάζουαλ ντύσιµο, βάζει στα ντεφιλέ του τα µοντέλα να φορούν µπλουτζίν µε κυριλέ σακάκια, ενώ γίνεται ένας από τους πρώτους µεγάλους σχεδιαστές που επεκτείνει τη δραστηριότητά του σε άλλες κατηγορίες προϊόντων, όπως είδη σπιτιού, αρώµατα, βρεφικά είδη κ.ά. Συγχρόνως, επενδύει νωρίς στην ιδέα της µπουτίκ-ναυαρχίδας, στεγάζοντας στα µέσα της δεκαετίας του ’80 το κεντρικό νεοϋορκέζικο κατάστηµα Ralph Lauren σε ένα ιστορικό κτίριο της λεωφόρου Μάντισον και υποστηρίζοντας ότι µόνο τέτοιοι χώροι επιτρέπουν στους πελάτες να γίνουν µύστες της ραλφ-λορενικής εµπειρίας.

Σχεδιαστής ή «πωλητής προϊόντων»;

Ωστόσο, οι άσπονδοι φίλοι του -και δεν είναι λίγοι- επιµένουν να τον αποκαλούν πωλητή προϊόντων και όχι πραγµατικό άνθρωπο της µόδας. Το γεγονός ότι µισό αιώνα µετά τα πρώτα του βήµατα δεν τυγχάνει καθολικής αποδοχής καθόλου δεν τον πτοεί. Παντρεµένος εδώ και 51 χρόνια µε την αγαπηµένη του Ρίκι, πατέρας τριών παιδιών και µανιώδης συλλέκτης σπάνιων αυτοκινήτων πολυτελείας -έχει στην ιδιοκτησία του περισσότερα από 70-, παραµένει ο πλουσιότερος σχεδιαστής µόδας στον πλανήτη, µε καθαρό πλούτο υπολογιζόµενο στα 6,4 δισ. δολάρια. Η αλήθεια είναι πως δεν πλάσαρε ποτέ τον εαυτό του ως κάτι διαφορετικό από αυτό που του καταλογίζουν. Συνεπώς, ανέκαθεν υπήρξε ειλικρινής. Οπως έχει δηλώσει επανειληµµένα, δεν έγινε σχεδιαστής από αγάπη για τη µόδα, αλλά από το τροµερό ενδιαφέρον του να ορίσει το lifestyle µε τον δικό του τρόπο. «Τα ρούχα µου και όλα όσα έχω κάνει αφορούν στη ζωή, στο πώς ζουν οι άνθρωποι, στο πώς θέλουν να ζουν και στο πώς ονειρεύονται ότι θα ζήσουν. Αυτή είναι η δουλειά µου…»

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή