«Οι μέρες του ‘αδιαμόρφωτου’ Ιντερνετ
τελειώνουν», δήλωνε πρόσφατα ο Αυστραλός μεγιστάνας των media,
Ρούπερτ Μέρντοχ, για να χρεώσει λίγο αργότερα την πρόσβαση στα
sites των εφημερίδων του. Μάρκετινγκ «τεστ» ρουτίνας, απαρχή ενός
νέου μοντέλου στη διαδικτυακή ενημέρωση ή άλλο ένα «κύμα» στον
«ωκεανό» του Διαδικτύου;
Του Χρήστου Σύλλα
Ασφαλώς και δεν περίμενε κανείς ν’ ακούσει και να δει κάτι
διαφορετικό από τον ιδιοκτήτη του μιντιακού κολοσσού Νews
Corporation,
Ρούπερτ Μέρντοχ. Γνωστός για το ακατάπαυστο ανταγωνιστικό
του πνεύμα και για τις εμμονές του στην επίτευξη επιχειρηματικών
στόχων, ο Αυστραλός επέκτεινε την παρουσία του στο χώρο των media
με την πολύκροτη αγορά της
Wall Street Journal και της μητρικής της
Dow Jones & Co το 2007.
Δηλώνοντας ότι «η ποιοτική δημοσιογραφία δεν είναι φθηνή» και
πως «η ψηφιακή επανάσταση έχει ανοίξει πολλά νέα και ανέξοδα
κανάλια διανομής, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι και
δωρεάν», ο Μέρντοχ υλοποίησε τελικά
αυτό
που καιρό επεξεργαζόταν. Μέχρι το καλοκαίρι του 2010 όλες οι
ιστοσελίδες του ομίλου του, συμπεριλαμβανομένων των Times, της Sun
και της News of the World θα λειτουργούν στη βάση συνδρομής. Εν
καιρώ μάλιστα, το μοντέλο αυτό θα επεκταθεί και στις ταμπλόιντ
εκδόσεις όπως η Sun και η News of the World.
Ι. Τι «μαγειρεύει» η αγορά;
III. «Είπαν…»
Δεν είναι λίγοι οι εκδότες εντύπων κύρους καθώς και
ειδησεογραφικών portals με μεγάλη επισκεψιμότητα που αναζητούν
νέους επενδυτικούς δρόμους για να αποδώσουν μετά την «άνυδρη», όπως
αποδείχτηκε, εποχή του «dot.com». Στην εποχή του Web 2.0, οι
συνθήκες που διαμορφώνονται για τα διαφημιστικά οφέλη φαίνεται ότι
δεν έχουν ανταποκριθεί πλήρως στις απαιτήσεις των marketers και των
διαφημιστών. Ιδιαίτερα σ’ έναν κόσμο αβέβαιο, αντιμέτωπο με
οικονομικά και κοινωνικά «κραχ» που ασκούν ισχυρή επιρροή σε μαζικά
«κοινά» και σε χρηματιστηριακούς δείκτες.
Αν σ’ αυτό, προστεθεί το γεγονός πως η κουλτούρα
«free rider» που υπάρχει εγγενώς στις λογικές του
διατιθέμενου ψηφιακού περιεχομένου, ενισχύεται από την ταχύτατη
εμφάνιση νέων δικτύων επικοινωνίας, τότε η «συζήτηση» που «ανοίγει»
ο Μέρντοχ μοιάζει περισσότερο σημαντική τώρα από ποτέ άλλοτε.
Οι «εμπλεκόμενοι» είναι περισσότεροι κάθε μέρα που περνάει, η
«δωρεάν» κουλτούρα στο Διαδίκτυο εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη, αν
και ευάλωτη -βλέπε την
πρόσφατη πρόταση
της Google-, και η ανάδυση νέων κοινωνικο-οικονομικών μοντέλων
γίνεται ταχύτατα και πολυεπίπεδα, μερικές φορές και «θολά».
«Είμαστε στη μέση ενός κοσμοϊστορικού διαλόγου για την αξία του
περιεχομένου», σχολίασε, δικαίως, ο Μέρντοχ. Ανεξαιρέτως των
κινήτρων του, είναι μια σοβαρή ευκαιρία για συζήτηση.
Πειραματισμοί και «δωρεάν» γεύματα
Οι περισσότερες παραδοσιακές εφημερίδες ξεκίνησαν να εισέρχονται
στο Διαδίκτυο έχοντας κατά νου ότι θα μετατρέψουν την
επισκεψιμότητα των αναγνωστών τους σε χρήμα. Όσο περισσότεροι, τόσο
καλύτερα για τους διαφημιστές και τους διαφημιζόμενους που έβλεπαν
«μοναδικούς» επισκέπτες και «hits» να «συνωστίζονται» σε
ιστοσελίδες ειδησεογραφικού περιεχομένου.
Την ώρα που οι συνδέσεις στο Διαδίκτυο αυξάνονταν και το μοντέλο
ενημέρωσης άλλαζε, τα παραδοσιακά φύλλα αγωνίζονταν να βρουν τον
επιχειρηματικό σχηματισμό τους σ’ ένα νέο περιβάλλον. Πρόσφεραν
δωρεάν τις έντυπες εκδόσεις τους σε χρήστες, αποκτώντας σταδιακά
ταχύτητα και ανανέωση στην ειδησεογραφία, λειτουργώντας κατά
κάποιον τρόπο σαν μεγάλα ειδησεογραφικά πρακτορεία.
Σε γενικές γραμμές ο κανόνας αφορούσε την παροχή διαδικτυακών
υπηρεσιών στη λογική του
«δωρεάν γεύματος» , όπως σχολιάζει χαρακτηριστικά ο
Economist, ένα οικονομικό περιοδικό με εδραιωμένο brand που
δεν ακολούθησε από την αρχή, ωστόσο, αυτήν τη λογική. Τη λογική του
χαμηλού λειτουργικού κόστους μαζί με την ταχύτατη και φτηνή σχετικά
απόκτηση και διατήρηση πελατών.
Αυτοί που αποδέχονταν τις διαδικτυακές συνδρομές στον Economist,
στην Wall Street Journal και τους Financial Times, ακόμη και από
την αρχή της διαδικτυακής μεταμόρφωσης τους, ήταν «πιστοί»
ακόλουθοι των φύλλων που ενδεχομένως συνέδραμαν χρηματικά και σε
άλλα προσφερόμενα «σχήματα».
Κείμενα και στήλες με ποιότητα και επιρροή στο ευρύ κοινό -αν
και πολλές φορές η «ευρύτητα» αυτή περιορίζεται ή καλύτερα στοχεύει
σε συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, λ.χ. πανεπιστημιακοί, φοιτητές,
στελέχη επιχειρήσεων- αποτελούν αυτό που γλαφυρά περιγράφει ο
Bill Keller των Νew York Times: «Πολύ καλές πληροφορίες, από
ανεξάρτητες και αξιόπιστες πηγές, οργανωμένες και με επεξηγήσεις,
υλικό που αξίζει να πληρώσει κάποιος».
Oι
Νew York Times έχοντας σταματήσει το συνδρομητικό πρόγραμμα
TimesSelect (2005-2007), κατέληξαν, χωρίς φυσικά να επικαλεστούν
λόγους οικονομικής δυσλειτουργίας, να έχουν «βάλει» στην τσέπη τους
10 εκατομμύρια δολάρια. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα δύο χρόνια
λειτουργίας της υπηρεσίας
η συνολική αύξηση σε «μοναδικούς» επισκέπτες στο site
των Times άγγιξε το 131%. Ωστόσο, οι επιτελείς θεώρησαν ότι τα
έσοδα αν και σημαντικά,
έπρεπε να ιδωθούν
σε σχέση με τη «ροή των προστιθέμενων επισκεπτών που θα έλκυαν
περισσότερα ‘διαφημιστικά’ δολάρια».
«Οι μεν…
Ένας κοινός «άξονας» ο οποίος γίνεται αντιληπτός στη συζήτηση,
τόσο από την πλευρά των εκδοτών και των marketers τους, όσο και από
τους χρήστες οι οποίοι δεν βλέπουν τον λόγο να δώσουν τον οβολό
τους για τη διαδικτυακή ενημέρωση, είναι η «αποτυχία» εδραίωσης και
θεμελίωσης ενός συγκεκριμένου μοντέλου.
Η οικονομία του Ιντερνετ, έτσι όπως εξελίσσεται, έχει πολλάκις
αποδείξει ότι μπορεί να φιλοξενήσει και μακρόπνοοα
σχέδια-επενδύσεις, χωρίς ωστόσο να αποχωρίζεται και τις
κατασκευασμένες, «κοντόφθαλμες» φούσκες. Το συνδρομητικό μοντέλο,
λοιπόν, βρίσκει κατά καιρούς υποστηρικτές αλλά και πολέμιους των
οποίων η επιχειρηματολογία διαμορφώνεται και από τις εκάστοτε
εξελίξεις.
To κύριο επιχείρημα των υποστηρικτών του συνδρομητικού μοντέλου
ήταν ότι η παροχή
premium περιεχομένου από τίτλους
business-to business πληρωνόταν εξ’ αρχής από στελέχη
επιχειρήσεων και από τους -επίδοξους- διαμορφωτές της κοινής
γνώμης. Σημαντικές πληροφορίες, εξειδικευμένη γνώση και αναλύσεις
για τον κλάδο δραστηριοποίησης του κάθε αναγνώστη δημιουργούσε
στενή σχέση με το προϊόν.
Με τους Financial Times, την Wall Street Journal και τον
Economist να αποτελούν επιτυχημένα παραδείγματα, οι εκδότες και των
άλλων εφημερίδων σκέφτονται πως θα μπορούσαν να μεταφέρουν και
στους δικούς τους τίτλους το ίδιο μοντέλο. Πρόσφατες έρευνες,
υποδεικνύουν ότι το ενδιαφέρον για γενικού περιεχομένου ειδήσεις
αυξάνεται, την ίδια στιγμή που ένα μεγάλο μέρος ζητάει
συγκεκριμένες και πιο εξειδικευμένες πληροφορίες.
Η βούληση του 62% των ερωτώμενων να πληρώσουν για online
ειδήσεις γενικού περιεχομένου,
σύμφωνα με την PricewaterhouseCoopers , και το γεγονός
ότι όσοι πλήρωναν για online περιεχόμενο ξόδευαν παραπάνω χρόνο (20
λεπτά ημερησίως κατά μέσο όρο έναντι 15 λεπτών όσων δεν πλήρωναν),
ενθαρρύνει τους διαφημιστές και τους εκδότες που «θέλουν» να
βλέπουν μια νέα διαμορφούμενη αγορά.
Ιδιαίτερα όταν η πτώση των διαφημιστικών εσόδων από τις
εφημερίδες έχει πάρει την κατιούσα -στις ΗΠΑ
πτώση 15% το 2008- και τα στοιχεία για τα αντίστοιχα
έσοδα από το Ιντερνετ έχουν
καθηλωθεί
σε εύρος 3% έως 20% για μια δεκαετία, χωρίς να αναπληρώνουν
τις απώλειες από τα έντυπα.
…και οι δε»
Από την άλλη πλευρά, η επιχειρηματολογία όσων δεν θέλουν να
πληρώνουν για διαδικτυακό περιεχόμενο παραμένει στη βάση της δωρεάν
κουλτούρας του Διαδικτύου. «Το τζίνι δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στο
μπουκάλι», γράφει εύστοχα o
Robert Andrews
σε άρθρο του
στην ιστοσελίδα paidcontent.co.uk.
Φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξεις την χρόνια συνήθεια των
χρηστών που δωρεάν διαβάζουν τις ειδήσεις της ημέρας αλλά και τις
απόψεις «αγαπημένων» τους συντακτών.
Ιδιαίτερα μάλιστα, όταν έχουν αναπτύξει και επικοινωνία μέσω
e-mail και τροφοδοτούν τους συντάκτες με νέες πληροφορίες και
διαφορετικές οπτικές, γεγονός σχετικά άγνωστο για τη δημοσιογραφία
πριν από δέκα με δεκαπέντε χρόνια.
Το ρίσκο της χρέωσης «υπηρεσιών» ενδεχομένως να είναι
καταστροφικό για όποιον εκκινήσει, χωρίς σχέδιο, μια τέτοια,
γενικευμένη τακτική. Εάν οι επισκέπτες-«πελάτες» προτιμήσουν
κάποιον άλλο ανταγωνιστή που είναι ήδη στην αγορά, τότε η επαναφορά
τους είναι εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση.
Για παράδειγμα, ένας από τους «πονοκεφάλους» για τoυς επιτελείς
του Guardian.co.uk, αν θα πρέπει να χρεώσουν ορισμένα τμήματα του
site τους, είναι η ύπαρξη του BBC. «Εχεις απέναντί σου ένα
ειδησεογραφικό όμιλο που χρηματοδοτείται επαρκώς και με δημόσιους
πόρους. Πως μπορείς να συναγωνιστείς με κάτι τέτοιο;», αναρωτιέται,
και δικαίως, η
Carolyn McCall,
επικεφαλής του Guardian Media Group.
Την ίδια στιγμή, ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματα των
πολέμιων αυτού του μοντέλου αντλούνται από την έλευση του Web 2.0
οι παραδοσιακές σχέσεις εφημερίδας – αναγνώστη έχουν αλλάξει. Η
ειδησεογραφία δημιουργείται πλέον μέσα από sites κοινωνικής
δικτύωσης ή μέσα από blogs που παρακολουθούν και «κάνουν ρεπορτάζ»,
αξιοζήλευτης μερικές φορές αξιοπιστίας. Ποιος ο λόγος, λοιπόν, της
συνδρομής;
Όσο, τέλος, οι περιορισμοί στο ψηφιακό κείμενο είναι χαλαροί
τότε η αναπαραγωγή θα είναι ελεύθερη. Ακόμα και όταν κάποιος
πληρώνει για να έχει πρόσβαση σε ορισμένα κείμενα, δεν αποκλείεται
-κάτι το οποίο συμβαίνει- να τα αναπαράγει σε κάποιο προσωπικό ή
άλλο, ελεύθερα προσβάσιμο blog.
www.kathimerini.gr