«Είναι δικαιολογημένη η επιδίωξη υψηλότερων μισθών και παροχών από το συνδικάτο των εργαζομένων στις αυτοκινητοβιομηχανίες;» διερωτάται στο τελευταίο του άρθρο ο Πολ Κρούγκμαν.
«Σε κάθε περίπτωση», αναφέρει ο ίδιος, «είναι σημαντικό να κατανοήσουμε το πλαίσιο. Τόσο ο Ντόναλντ Τραμπ όσο και τώρα ο Τζο Μπάιντεν υποσχέθηκαν να αναζωογονήσουν την αμερικανική μεταποίηση. Ο Τραμπ, με τον χαοτικό εμπορικό του πόλεμο, δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Ο Μπάιντεν, με τη βιομηχανική πολιτική του, φαίνεται να έχει μεγαλύτερη επιτυχία, αν και δεν γνωρίζουμε ακόμη πόσες θέσεις εργασίας στη μεταποίηση θα δημιουργηθούν».
«Αλλά γιατί η δημιουργία περισσότερων θέσεων εργασίας στη μεταποίηση θα πρέπει να αποτελεί πολιτικό στόχο;» διερωτάται ξανά. «Ενα μέρος της απάντησης είναι η ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση είναι καλές θέσεις εργασίας. Θέσεις εργασίας που πληρώνονται καλά και συνοδεύονται από καλές παροχές» σημειώνει ο αρθρογράφος.
«Είναι αλήθεια ότι υπήρξε μια μακρά περίοδος – από τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ έως τον Ρόναλντ Ρίγκαν – κατά την οποία οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση ήταν, στην πραγματικότητα, καλές θέσεις εργασίας. Στη νοσταλγία για αυτήν την περίοδο οφείλεται το σύνθημα του Τραμπ “Make America Great Again” το οποίο βρήκε απήχηση στους ψηφοφόρους. Αλλά αυτοί οι σχετικά υψηλοί μισθοί στη μεταποίηση δεν ήρθαν έτσι απλά: Διαπραγματεύτηκαν από τα συνδικάτα, τα οποία ήταν πολύ πιο ισχυρά στη μεταποίηση απ’ ό,τι στην υπόλοιπη οικονομία. Οταν η ισχύς των συνδικάτων μειώθηκε, μειώθηκε και το μισθολογικό πλεονέκτημα της μεταποίησης», προσθέτει ο Κρούγκμαν.
«Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση ήταν ιδιαίτερα καλές θέσεις εργασίας πριν από το New Deal, την εποχή του Ρουζβελτ» συνεχίζει.
«Υπήρχαν εξαιρέσεις. Το 1914 ο Henry Ford διπλασίασε τους μισθούς των εργατών του στα 5 δολάρια την ημέρα, που ήταν πολλά για την εποχή εκείνη. Ο στόχος του ήταν να αυξήσει την αποδοτικότητα των εργαζομένων, και φαίνεται ότι το πέτυχε».
«Γιατί οι θέσεις εργασίας στη μεταποίηση σταμάτησαν να είναι καλές τις τελευταίες δεκαετίες;» διερωτάται στη συνέχεια ο νομπελίστας οικονομολόγος.
«Η απάντηση, σχεδόν σίγουρα, βρίσκεται κυρίως στην άνοδο και την παρακμή των συνδικάτων. Τα ποσοστά συνδικαλισμού αυξήθηκαν στο ευνοϊκό πολιτικό περιβάλλον του New Deal και στη συνέχεια μειώθηκαν στο δυσμενές περιβάλλον μετά τον Ρέιγκαν» εκτιμά.
Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται από μια έρευνα του 2022 από ερευνητές του Federal Reserve Board. Οι Kimberly Bayard, Tomaz Cajner, Vivi Gregorich και Maria D. Tito οι οποίοι διαπιστώνουν ότι η διαφορά μεταξύ των μισθών στη μεταποίηση και αλλού, ήταν σημαντική στη δεκαετία του 1980, αλλά τώρα έχει εξαφανιστεί.
«Η παρακμή του συνδικαλισμού μείωσε επίσης σε μεγάλο βαθμό την ικανότητα των συνδικάτων να διαπραγματεύονται υψηλότερους μισθούς για τους εργαζομένους τους», αναφέρει ο Κρούγκμαν.
«Τι λένε λοιπόν αυτά για την τρέχουσα κατάσταση;» διερωτάται εκ νέου. «Ενώ οι πολιτικές της κυβέρνησης Μπάιντεν μπορεί να προκαλέσουν μια μερική αναζωογόνηση της απασχόλησης στη μεταποίηση, οι νέες θέσεις εργασίας δεν θα είναι απαραίτητα ιδιαίτερα καλές θέσεις εργασίας.
Αυτό δεν σημαίνει ότι μια αναζωογόνηση της μεταποίησης δεν θα πετύχει κάτι: Φαίνεται πιθανό ότι πολλές από τις θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν από τις πολιτικές του Μπάιντεν θα είναι σε υποβαθμισμένες περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, όπου κάθε θέση εργασίας θα είναι ευπρόσδεκτη.
Καθώς η Αμερική γινόταν όλο και περισσότερο μια οικονομία υπηρεσιών, θα περίμενε κανείς ότι η συνδικαλιστική οργάνωση θα εξαπλωνόταν και σε άλλους τομείς, όπως συνέβη στις σκανδιναβικές χώρες, όπου τα δύο τρίτα των εργαζομένων ανήκουν σε συνδικάτα. Αλλά η μετατόπιση της Αμερικής – κατά τη διάρκεια της οποίας η Walmart εκτόπισε τη General Motors από τον μεγαλύτερο εργοδότη του ιδιωτικού τομέα – πραγματοποιήθηκε σε ένα πολιτικό περιβάλλον που ήταν εχθρικό προς τη συνδικαλιστική οργάνωση».