Το αεικίνητο του διχασμού

3' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι δράστες βομβιστικών επιθέσεων εναντίον δικαστικών λειτουργών, μέσων ενημέρωσης και οικονομικών παραγόντων είναι μέλη μικρών ομάδων που πιστεύουν ότι είναι εξουσιοδοτημένοι να εκφράσουν την «αντίσταση» πολλών άλλων εναντίον του «συστήματος». Οι επιθέσεις είναι απειλή και δήλωση παρουσίας, απόδειξη ότι ενώ σε άλλες χώρες της Ευρώπης η μόδα των αριστεριστών τρομοκρατών παρήλθε προ πολλού, έχοντας εξαντλήσει την αδιέξοδη πορεία της, η Ελλάδα προσφέρει γόνιμο έδαφος για αυτόκλητους «επαναστάτες» και «εκδικητές». Αυτό δεν συμβαίνει επειδή οι διωκτικές αρχές της Ελλάδας είναι ανίκανες, σε σχέση με αυτές άλλων χωρών, αλλά επειδή εδώ υπάρχει ένα κλίμα που όχι μόνο ανέχεται, αλλά συχνά ενθαρρύνει ακραίες μορφές έκφρασης στον δημόσιο χώρο. Ετσι, το φαινόμενο διαρκεί.

Σήμερα η πόλωση, που ευνοεί αυτό το είδος βίας, κορυφώνεται. Ενδεικτικό είναι ότι, ενώ όλοι οι παράγοντες της δημόσιας ζωής καταδικάζουν τις τρομοκρατικές επιθέσεις συνήθως τις ερμηνεύουν διαφορετικά – με όποιον τρόπο, δηλαδή, θα μπορέσουν να ρίξουν την ευθύνη στους πολιτικούς αντιπάλους τους. Δεν είναι αυτονόητο ότι μια επίθεση σε δικαστικό στόχο ή σε μέσο ενημέρωσης είναι απολύτως καταδικαστέα ως επίθεση εναντίον συμπολιτών αλλά και ως επίθεση στο πολίτευμα, το οποίο υπάρχει για το καλό όλων. Αμέσως αρχίζουν οι διαφορετικές ερμηνείες ούτως ώστε να παραμείνουν όλοι στις προηγούμενες θέσεις τους. Δεν γίνεται συντονισμένη προσπάθεια να συνταχθεί όλη η κοινωνία εναντίον του φαινομένου της βίας με τρόπο πειστικό και αποτελεσματικό.

Γιατί, όμως, να υπάρχει τέτοια ανοχή στη βία; Γιατί χαίρονται τόσοι συμπολίτες μας με τις απειλές, με την εκδικητικότητα, ενίοτε με τους θανάτους, που προκαλούνται απ’ αυτή την ανοχή; Πώς γίνεται, σε μία χώρα όπου οι πολίτες δεν έχουν τόσα να τους χωρίζουν, σε μια εποχή που μόνο μια πανεθνική προσπάθεια μπορεί να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις, πολιτισμένοι άνθρωποι να παραμένουν παγιδευμένοι στη διχόνοια; Να διαιωνίζεται ένας διχασμός που, όπως είδαμε τόσες φορές στο παρελθόν, μόνο στην καταστροφή οδηγεί;

Τα χρόνια της κρίσης έχουν σηματοδοτήσει μεγάλες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Σήμερα, καθώς οδεύουμε προς εκλογές σε κλίμα ακόμη πιο πολωμένο απ’ ό,τι ζήσαμε τα τελευταία χρόνια, οφείλουμε να κάνουμε μια προσπάθεια να καταλάβουμε γιατί οι πολιτικοί αδυνατούν να οδηγήσουν την κοινωνία προς την ενότητα και τη συνεννόηση. Από την πρωθυπουργία του Κώστα Καραμανλή, όταν φαινόταν ότι η οικονομία εκτροχιαζόταν, υπήρχαν επίμονες φωνές υπέρ μιας εθνικής προσπάθειας. Κι όμως, ούτε ο Γιώργος Παπανδρέου μπόρεσε να στηρίξει τον Καραμανλή ούτε, αργότερα, ο Αντώνης Σαμαράς τον Παπανδρέου. Μετά, ο Αλέξης Τσίπρας, σε συνεργασία με το δεξιότερο κομμάτι της Νέας Δημοκρατίας, και σε συστράτευση με τη Χρυσή Αυγή, χρησιμοποίησε την αδυναμία εκλογής προέδρου για να έρθει στην εξουσία. Αυτοί οι τακτικισμοί, από μόνοι τους, εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη διαιώνιση της πόλωσης: οι προηγούμενοι κυβερνώντες αισθάνονται ότι έπεσαν αδίκως, και εκδικούνται με όποιον τρόπο μπορούν, οι τωρινοί έφθασαν στην εξουσία επενδύοντας στον διαχωρισμό τους από τους άλλους. Με απλά λόγια: η διχόνοια, ο διαχωρισμός μεταξύ καλών και κακών, υπευθύνων και ανευθύνων, πατριωτών και προδοτών, κ.λπ., κ.λπ., αποδίδει στην πολιτική.

Εάν κοιτάξουμε, όμως, έναν έναν τους πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής, βλέπουμε ότι δεν διαφέρουν πολύ μεταξύ τους. Ολοι είχαν, σε γενικές γραμμές, την ευκαιρία να αναδειχθούν στην πολιτική (είτε ως μέλη παλιών πολιτικών οικογενειών είτε όχι) χωρίς τους κινδύνους και τις στερήσεις της παλιότερης Ελλάδας. Ολοι ανδρώθηκαν σε ένα περιβάλλον ανοχής και ευημερίας, όπου η συμμετοχή της χώρας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι παρείχε πρωτοφανή ασφάλεια και άπειρες προοπτικές. Ουσιαστικά, όσον αφορά τους πολιτικούς αρχηγούς, ούτε ο παλιός διαχωρισμός μεταξύ εκπρόσωπων του Διαφωτισμού και παραγόντων της παράδοσης ισχύει, πλέον (καθώς η απόκτηση και η νομή της εξουσίας είναι η καθοριστική, η κυρίαρχη «ιδεολογία» για αυτούς και για τους οπαδούς), ούτε οι ταξικές διαφορές καθορίζουν τις εξελίξεις. Μεταξύ των οπαδών, επίσης, η επίκληση τραυμάτων, όπως του εμφυλίου και της δικτατορίας, για να δικαιολογηθούν σημερινές στάσεις και πράξεις, δείχνει ότι το παρελθόν είναι η κύρια πηγή αναφορών μας. Ο αντίπαλος είναι προδότης ή φασίστας – μισόν αιώνα μετά τη δικτατορία.

Οι διαχωριστικές γραμμές εμφανίζονται μεταξύ ανθρώπων που δεν είχαν καμία συμμετοχή στα τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος, για να πορευθούν σήμερα. Στα χρόνια της δανεικής ευημερίας αυτή η νοοτροπία βρισκόταν σε νάρκη, για να επανέλθει δριμύτερη στα χρόνια της στέρησης και της ανασφάλειας. Είναι σαν να μην μπορούμε να διαχειριστούμε το παρόν με βάση τα εργαλεία και τις συμπεριφορές που αυτό απαιτεί, και ανατρέχουμε στα παλιά για να δικαιολογήσουμε τη στάση μας, για να αισθανθούμε ασφαλείς. Σε αυτό το κλίμα, ασφαλώς, θα υπάρχει ανοχή για ομάδες που δίνουν πραγματική, βίαιη έκφραση στο λεκτικό μίσος. Ας αναλογιστούν οι πρωταγωνιστές της πολιτικής μας πόσο ουσιαστικές είναι οι διαφορές μεταξύ τους και πόσο παραμένουν παγιδευμένοι στα σχήματα του διχασμού επειδή φοβούνται να κινηθούν έξω απ’ αυτόν – επειδή αυτός είναι η κινητήριος δύναμη της πολιτικής και όχι σύμπτωμα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή