Σύνταγμα και δημοσιονομική πολιτική

Σύνταγμα και δημοσιονομική πολιτική

2' 30" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η ​​πρόσφατη απόφαση του Στ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας για τα επιδόματα εορτών και αδείας των δημοσίων υπαλλήλων, αν και δεν έκρινε οριστικά το ζήτημα παραπέμποντάς το στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, έθεσε εκ νέου το ζήτημα των σχέσεων μεταξύ, αφενός, της άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και, αφετέρου, της δικαστικής εξουσίας που ερμηνεύει και εφαρμόζει το Σύνταγμα.

Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς στη διαπίστωση ότι οι δημοσιονομικές επιλογές ανήκουν στον κύκλο αρμοδιοτήτων της πολιτικής (νομοθετικής και εκτελεστικής) και όχι της δικαστικής εξουσίας. Ζητήματα όπως το πώς θα αντιμετωπισθεί μια οξεία δημοσιονομική κρίση, από πού θα αντληθούν οι αναγκαίες εξοικονομήσεις δαπανών, εάν θα αυξηθεί η φορολογία, ποίου είδους (άμεση ή έμμεση) και σε ποιο βαθμό, όλα αυτά και πολλά άλλα συναφή, επιλύονται με αποφάσεις των πολιτικά υπεύθυνων οργάνων που με τη σειρά τους λογοδοτούν στον λαό μέσω των βουλευτικών εκλογών. Το Σύνταγμα κατά κανόνα καθορίζει την αρμοδιότητα και τη διαδικασία λήψης των αποφάσεων των κρατικών οργάνων και όχι το περιεχόμενό τους.

Από την άλλη όμως, το Σύνταγμα χαράζει κάποια όρια, τα οποία αποτελούν εγγύηση τήρησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και τα οποία θέτουν κάποια απώτατα όρια και στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Πρόκειται κατ’ αρχάς για την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1), η οποία επιβάλλει το εκάστοτε μέτρο να είναι πρόσφορο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού, αναγκαίο (να μην υπάρχει άλλο, λιγότερο επαχθές για τον πολίτη μέτρο) και ανάλογο (να μην ξεπερνά δηλαδή ένα εύλογο όριο). Η απαίτηση τήρησης της αρχής της αναλογικότητας «μεταφράζεται» στην αναγκαιότητα εκπόνησης μιας τεκμηριωμένης επιστημονικής μελέτης που θα εξετάζει όλα τα ανωτέρω, χωρίς ο δικαστής να μπορεί να υπεισέλθει σε ουσιαστικό έλεγχο των παραδοχών της.

Περαιτέρω, η αρχή της ισότητας (άρθρο 4 παρ. 1) επιβάλλει την ίση μεταχείριση ουσιωδώς ομοίων περιπτώσεων και την άνιση μεταχείριση ουσιωδώς ανόμοιων καταστάσεων. Στην εποχή της οικονομικής κρίσης ιδιαίτερη σημασία αποκτά ακόμη η διασφάλιση της αξιοπρεπούς διαβίωσης για όλους τους πολίτες, αρχή που συνάγεται από τις συνταγματικές επιταγές προστασίας της ανθρώπινης αξίας (άρθρο 2 παρ. 1) και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας (άρθρο 5 παρ. 1). Γιατί ναι μεν το Σύνταγμα δεν «μοιράζει λεφτά» (δεν αποτελεί «λεφτόδεντρο», όπως συνήθιζε να λέει ο γλυκός μας φίλος και συνάδελφος Σταύρος Τσακυράκης), από την άλλη όμως τι να την κάνεις την ελευθερία της έκφρασης και την ελευθερία συμμετοχής στα κοινά όταν στερείσαι των μέσων βιοπορισμού και των στοιχειωδών κοινωνικών δομών (κυρίως υγεία, ασφάλιση, εκπαίδευση); Τέλος, υπάρχει και η ανάγκη σεβασμού του πυρήνα των ατομικών δικαιωμάτων. Προφανώς λ.χ. το ύψος των φόρων αποτελεί πολιτική επιλογή. Οταν όμως ξεπερνά ένα απώτατο όριο και οδηγεί σε δήμευση της περιουσίας ή σε κατ’ ουσίαν απαγόρευση άσκησης οικονομικής δραστηριότητας, τότε η υπερβολική φορολόγηση γίνεται και συνταγματικό ζήτημα.

Ολα τα ανωτέρω δεν αναιρούν τη βασική παραδοχή: Η ορθότητα των δημοσιονομικών επιλογών δεν ελέγχεται από τον δικαστή. Ελέγχονται όμως ο σεβασμός των διαδικασιών που προδιαγράφει το Σύνταγμα και η τήρηση των ορίων εκείνων, που αν τα υπερβεί η πολιτική εξουσία παραβιάζει ταυτόχρονα και την ουσία των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

* Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή