Ας αφήσουμε αν είναι σωστό ή λάθος. Ας πούμε ότι κάποιος πιστεύει ότι ο Μητσοτάκης «θα φέρει τον όλεθρο». Ας πούμε δηλαδή ότι συμμερίζεται την άποψη πως η Ν.Δ. έρχεται για να «διαλύσει τις σχέσεις εργασίας» (ποιας εργασίας;) και για να επιτύχει «δεξιά παλινόρθωση» – προφανώς εις βάρος της «προοδευτικής διακυβέρνησης» του Καμμένου, της Παπακώστα και του Παπαγγελόπουλου. Ποιον θα προτιμήσει αυτός ο ψηφοφόρος για να αποτρέψει τον όλεθρο;
Το λογικό θα ήταν να προτιμήσει το κόμμα που φανατικά και χωρίς «αλλά» προσπαθεί να νεκραναστήσει τα αντιδεξιά και αντιμητσοτακικά σύνδρομα της δεκαετίας του 1980. Δηλαδή τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό φαίνεται να είναι και το πρόβλημα με τη στρατηγική που φάνηκε να εισηγείται ο Σταμάτης Μαλέλης. Στην πολιτική αγορά υπάρχει ήδη ο αυθεντικός ΣΥΡΙΖΑ. Αν βλέπει κανείς τον Μητσοτάκη σαν ολετήρα, γιατί να ψηφίσει τους μικροσύριζα;
Από τις χιλιοτραγουδισμένες δηλώσεις του γραμματέα επικοινωνίας του Κινήματος Αλλαγής ξαναζεσταίνεται κι ένα παλαιό ερώτημα: τι φοβάται περισσότερο ο δυνητικός ψηφοφόρος του ΚΙΝΑΛ; Τις συντηρητικές καθηλώσεις της Νέας Δημοκρατίας ή το χάος – το ενδεχόμενο δηλαδή μιας αξημέρωτης πολιτικής αστάθειας που θα προκαλούσαν οι δεύτερες εκλογές με απλή αναλογική;
Λένε ότι η γραμμή Μαλέλη αποβαίνει υπέρ της Ν.Δ.: Αψηφώντας τον κίνδυνο της ακυβερνησίας, διαφημίζει τον Μητσοτάκη ως μόνη επιλογή πολιτικής ομαλότητας. Το βέβαιο είναι ότι από το σενάριο δεύτερων εκλογών ωφελείται πρωτίστως –ποιος άλλος;– εκείνος που το έχει σχεδιάσει.
Το ΚΙΝΑΛ θα κινδύνευε να φορτωθεί όλο το κόστος της νέας προσφυγής στις κάλπες. Ακόμη όμως κι αν κατάφερνε να διατηρήσει τη δύναμή του, το πολύ να τσιμπούσε μια-δυο έδρες παραπάνω από την αναλογική. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ διά της αναλογικής θα δραπέτευε από την απονομιμοποίησή του, αποκτώντας ασύμμετρη ισχύ ρυθμιστικού παράγοντα – για να την κάνει, άραγε, τι;
Ως επαγγελματίας της επικοινωνιακής υπερβολής –πρωτοπόρος του βαλκανικού infotainment– ο Μαλέλης εξέφρασε μιαν ακραία εκδοχή της τακτικής που προσπαθεί να εφαρμόσει η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ. Ανεξαρτήτως υφολογικών αποχρώσεων, όμως, η τακτική αυτή εξαντλείται χρονικά στην κάλπη.
Αν η κάλπη δεν βγάλει αυτοδυναμία, το υπαρξιακό ερώτημα –κυβερνητική συνεργασία ή σάλτο σε νέες κάλπες– θα απειλήσει να πιέσει το ΚΙΝΑΛ μέχρι διασπάσεως. Ακόμη όμως κι αν υπάρχει αυτοδυναμία, το υπαρξιακό ερώτημα θα υποβόσκει.
Με στενά κομματικούς όρους, ίσως έχει δίκιο η πλευρά που βλέπει ότι ο μόνος τρόπος επιβίωσης της ελληνικής Κεντροαριστεράς είναι να προσαρμοστεί στο εκλογικό της μέγεθος. Να οχυρωθεί σε ένα κομματικό όστρακο που θα αυτοπροστατεύεται αποφεύγοντας το κόστος της κυβερνητικής ευθύνης. Ενα κόμμα διαμαρτυρίας που θα υπάρχει σαν κτέρισμα πολιτικής νοσταλγίας.