Σαν να μην πέρασε μια μέρα

2' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι πάντοτε χρήσιμο να ανατρέχεις σε παλιά φύλλα εφημερίδων και να διαπιστώνεις άλλοτε πόσο διαφορετικά, άλλοτε πόσο ίδια και ενίοτε πόσο επίκαιρα είναι πράγματα που γράφτηκαν πριν από πάρα πολλά χρόνια. Διάβαζα ένα άρθρο του Γεωργίου Βλάχου που γράφτηκε στις 23 Φεβρουαρίου του 1947. Διαφορετικές εποχές, άλλες συνθήκες και απειλές. Βρήκα όμως τα γραφόμενά του –εν μέσω ενός άγριου εμφυλίου– εξαιρετικά ενδιαφέροντα:

«Οι σημερινοί κάτοικοι του τόπου αυτού διαιρούνται εις δύο είδη μεγάλα. Δεν διαιρούνται  εις κομμουνιστάς και αστούς, εις όργανα ξένων και πατριώτας, εις δεξιούς και αριστερούς, εις μοναρχικούς και εις δημοκράτας. Διαιρούνται εις αυτούς που θα μείνουν και εις αυτούς που θα φύγουν. Αυτοί, οι δεύτεροι, ενδεχόμενον είναι να μη φύγουν ποτέ· αλλ’ αυτό δεν σημαίνει. Και τώρα και του χρόνου και μετά πέντε χρόνια, άμα κάθονται στο καφενείον, στον ήλιο, κάθονται με τη βαλίτσα στο χέρι, σχεδιάζουν την μελλοντικήν εγκατάστασίν τους κάπου αλλού, σε μιαν ήσυχην πολιτείαν της Νοτίου Αμερικής, ονειρεύονται ένα μικρό μαγαζί εις ένα ξένο λιμάνι, ζουν εις τόπους μακρυνούς, που κανέναν δεν ξέρουνε και κανείς δεν τους ξέρει, όπως λέγει και το τραγούδι. Αυτοί κάνουν λίρες, μηχανεύονται χίλια δυο μέσα διά να στείλουν έξω τα χρήματά τους, πτωχαίνουν με τα όνειρά τους τον τόπον, σκορπίζουν τον τρόμον παντού, σταματούν τις δουλειές, στέκονται μελαγχολικοί, και με την βαλίτσα πάντοτε, εμπρός εις του αλλουνού το γιαπί: “Τρελλός είσαι και καρφώνεις τα λεπτά σου εδώ; Δεν βλέπεις τι γίνεται; Θα ’ρθη μεθαύριο ο Ζαχαριάδης να σε σφάξη και να στα πάρη”. Και προχωρούν και πηγαίνουν παρέκει, όπου το νέον κατάστημα συγυρίζεται, και παραπέρα, όπου έρχεται από ξένες θάλασσες το καράβι, και συνεχίζουν τον ελεεινόν αμανέν:

“Εδώ θα δουλέψης; Εδώ ήρθες να ξεφορτώσης;..” Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν δυστυχώς την ευκολίαν να φύγουν όλοι μαζί για να γλιτώνωμε. Θα μείνουν κι αυτοί  μαζί μας, εδώ, διαρκώς υπ’ ατμόν, διαρκώς εις τον προλιμένα, πάντοτε πίσω από ένα διαβατήριον και μίαν θεώρησιν προξενείου, απαισιόδοξοι, ηττοπαθείς, σπορείς συμφορών, θεωρούντες πάντοτε πατρίδα των το μπαούλο και αδειάζοντας παντού το μπαούλο τους, εις τους δρόμους, εις τα σπίτια, στις γειτονιές: “Παλαβός είμαι να μείνω; Θα πάω να ζήσω αλλού”. Και μένουν. Αλλά τι να τους κάνωμε; Καλύτερα, καθώς λέμε, να έφευγαν γρήγορα όλοι μαζί, αυτοί, οι ψυχικώς περαστικοί, οι εφήμεροι, οι δεύτεροι Ελληνες.

Και οι πρώτοι;.. Οι πρώτοι, κακοί ή καλοί, είμαστε εμείς, που θα μείνωμε ή ούτως ή άλλως. Εμείς που εμεγαλώσαμε εδώ, που εζήσαμε εδώ, που εγεράσαμε εδώ, που έχομε βαθειά εις τα χώματα αυτού του τόπου τις ρίζες μας και θέλομε, άμα πεθάνωμε, να μας θάψουν εδώ. Εμείς λοιπόν, δεξιοί, αριστεροί, κομμουνισταί και φασίσται, πρέπει κάπως να κάνωμε κάποιο σχέδιον που να μας εξασφαλίζη ένα είδος ζωής εις αυτό το μέρος που έχομε οριστικώς και αμετακλήτως αράξει.

Ροβινσώνες ενός τρομακτικού ναυαγίου, δικαίωμα έχομε, αφού δεν συμφωνούμε, να τσακωνώμαστε μεταξύ μας, να μη καλημεριζώμαστε, να μη χαιρετιώμαστε, να κτίζωμε ο καθένας σε άλλην άκρην του νησιού την παράγκα μας, και πού και πού ο ένας μας να μαχαιρώνη τον άλλον. Αυτό δεν βλάπτει. Αλλά να βάζωμε στο δάσος φωτιά; Για να μείνωμε χωρίς στέγην; Για να πεθάνωμε τον χειμώνα από το κρύο;… Θα ήταν μωρία μας. Και όμως αυτό κάνομε, οι δεύτεροι, με πρόγραμμα, με επιμονήν, με πείσμα, όλοι μαζί. Φωτιά!… Και θα πεθάνωμε τον χειμώνα από το κρύο».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή