Πόσο ανησυχητική είναι η εξαφάνιση των εντόμων;

Πόσο ανησυχητική είναι η εξαφάνιση των εντόμων;

3' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κρις Ντ. Τόμας*: Στοιχεία υπερβολής

Ως κάποιος που αγαπά τα έντομα, έχω ανησυχήσει με τις πιο πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις σχετικά με τη μείωση των πληθυσμών τους διεθνώς. Ωστόσο, θεωρώ ότι οι αναφορές στην έκλειψη των εντόμων ίσως ενέχουν ένα στοιχείο υπερβολής. Οι μειώσεις πληθυσμών που καταγράφονται είναι δυσάρεστες, αλλά δεν λένε όλη την αλήθεια.

Η πιο πρόσφατη μετα-ανάλυση από τους Σάντζεθ-Μπάγιο και Βίκχαϊς (2019) αποτελεί μία πολύτιμη συνεισφορά στο συγκεκριμένο πεδίο. Οπως όμως σημειώσαμε σε πρόσφατη επιστολή μας στην επιθεώρηση Global Change Biology με τους συναδέλφους Χέφιν Τζόουνς και Σου Χάρτλεϊ, εξακολουθούν να υφίστανται σημαντικές αβεβαιότητες.

Κατ’ αρχάς, η χρήση της λέξης [declin*] στην αναζήτηση των υπό εξέταση μελετών οδηγεί σε τάση υπερτίμησης της πληθυσμιακής κατάρρευσης. Μία αμερόληπτη επισκόπηση της βιβλιογραφίας θα έβρισκε μειώσεις, αλλά αυτή η μεθοδολογία «μονής κατεύθυνσης» δεν είναι αξιόπιστη.

Η αναγωγή από δείκτες μείωσης στην πρόβλεψη εξαφάνισης αντιμετωπίζει τέσσερα ακόμα εμπόδια. Ολες οι «εξαφανίσεις» ειδών εντόμων στη βιβλιογραφία αφορούν συγκεκριμένους τόπους· χρειάζονται πολύ διαφορετικά δεδομένα αλλά και υπολογισμοί για να προκύψει το συμπέρασμα της εξαφάνισης σε μεγαλύτερη χωρική κλίμακα. Οι πληθυσμοί πολλών βρετανικών ειδών εντόμων έχουν μειωθεί τρομακτικά σε τοπικό επίπεδο, αλλά τα περισσότερα εξ αυτών εξακολουθούν να επιβιώνουν κάπου στη Βρετανία και ακόμα λιγότερα είναι επαπειλούμενα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ακόμη, η πλειονότητα των δεδομένων προέρχεται από τις ανεπτυγμένες περιοχές της Ευρώπης και της Β. Αμερικής – που δεν είναι αναγκαστικά αντιπροσωπευτικές των παγκόσμιων τάσεων.   

Η βιομάζα και ο πλούτος ειδών περιορίζονται σε ορισμένες περιοχές αλλά όχι παντού· κάποια είδη βρίσκονται σε φθίνουσα πορεία και άλλα όχι. Συνεπώς, η εκτίμηση ότι σε 50-100 χρόνια δεν υπάρχουν πια έντομα είναι παραπλανητική – πρέπει να προσθέσουμε είδη που ευδοκιμούν στην εξίσωση, ειδικά σε μία περίοδο κατά την οποία ο βιολογικός κόσμος εξελίσσεται δυναμικά.

Η αποτίμηση της κατάστασης και των προοπτικών της ζωής των εντόμων προϋποθέτει στιβαρά δεδομένα από όλα τα μέρη του κόσμου. H διόγκωση του προβλήματος στη βάση ελλιπών ή πιθανώς μεροληπτικών στοιχείων βραχυπρόθεσμα κερδίζει την προσοχή, αλλά μπορεί τελικά να γυρίσει μπούμερανγκ.

* Ο κ. Κρις Ντ. Τόμας είναι καθηγητής Βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του York και πρόεδρος της Βασιλικής Εντομολογικής Εταιρείας.

Θεοδώρα Πετανίδου*: Ολέθριος κίνδυνος

Το ζήτημα της εξαφάνισης των εντόμων είναι κάτι που πρέπει να μας απασχολεί πολύ. Πρώτον διότι τα έντομα, εκτός από την τεράστια βιοποικιλότητά τους (τη μεγαλύτερη από όλες των ομάδες του βιοκόσμου), υποστηρίζουν σημαντικές οικοσυστημικές υπηρεσίες: επικονίαση, βιολογική καταπολέμηση εχθρών, αποδόμηση και ανακύκλωση ύλης· δεύτερον διότι συνιστούν κεφαλαιώδη παράγοντα για την πρωτογενή παραγωγή – τροφή για το σύνολο της οικολογικής πυραμίδας, του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου· τρίτον, διότι αποτελούν θεμελιώδεις συντελεστές που οδηγούν την εξέλιξη στη φύση: εγγενής αναπαραγωγή, δημιουργία δευτερογενών μεταβολιτών.

Το σύνολο σχεδόν της έρευνας που έχει γίνει τις τελευταίες δύο δεκαετίες καταδεικνύει ολέθριους κινδύνους για την ποικιλότητα των εντόμων – κυρίως εκείνων που είναι επωφελή για την ευεξία οικοσυστημάτων και ανθρώπινων κοινωνιών. Τέτοια είναι τα είδη που έχουν προκύψει σε σχετικά πρόσφατες γεωλογικές περιόδους: έντομα με μεγαλύτερη εξειδίκευση, αλλά που αντιμετωπίζουν περισσότερα ρίσκα. Μια τέτοια ομάδα είναι τα έντομα-επικονιαστές, όπως οι μέλισσες (υπεροικογένεια Υμενοπτέρων) και δευτερευόντως οι συρφίδες (οικογένεια Διπτέρων).

Εμβριθής έρευνα απέδειξε, τουλάχιστον για χώρες που διαθέτουν μακρές χρονοσειρές δεδομένων (Αγγλία, Ολλανδία), ότι η βιοποικιλότητα άγριων μελισσών και συρφίδων συρρικνώθηκε κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αν και δεν αποτελεί αποκλειστικό φαινόμενο των καιρών μας, η τοπική ή καθολική απώλεια τέτοιων εντόμων έχει ενταθεί κατά το ανθρωπόκαινο, δηλ. τα τελευταία 100-200 χρόνια. Τεκμηριωμένα αίτια αποτελούν, μεταξύ άλλων αιτίων, η απώλεια ενδιαιτημάτων και φυτών-ξενιστών, η χημική καταπολέμηση, οι βιολογικές εισβολές και η κλιματική αλλαγή.

Με περισσότερα από 1.200 είδη, η Ελλάδα είναι η χώρα με τη μεγαλύτερη ποικιλότητα αγριομελισσών στην Ευρώπη. Κι εδώ, πάντως, οι απειλές δεν λείπουν. Πρόσφατες έρευνες του Εργαστηρίου Βιογεωγραφίας και Οικολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου κατέδειξαν την υπερβόσκηση, τις φωτιές μεγάλης έντασης, την υπερβολική μελισσοκομία και την ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία από κεραίες κινητής τηλεφωνίας, ως βασικούς παράγοντες μείωσης της βιοποικιλότητας των επικονιαστών. Και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής ακόμα δεν έχουν γίνει αισθητές – η πιο ανησυχητική προοπτική όλων.

* Η κ. Θεοδώρα Πετανίδου είναι καθηγήτρια στο Εργαστήριο Βιογεωγραφίας και Οικολογίας (τμήμα Γεωγραφίας) του Πανεπιστημίου Αιγαίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή