Tα κατάφερε το ευρώ;

3' 39" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχεις εισέλθει για τα καλά στην ωριμότητα όταν τα εικοστά γενέθλιά σου περνούν απαρατήρητα. Δύο δεκαετίες μετά την εισαγωγή του κοινού νομίσματος, η Ευρωζώνη έχει διαψεύσει τις στρατιές των αναλυτών και καλοθελητών που επίμονα από το 2010 προεξοφλούσαν τη διάλυσή της. Υπό παρόμοιες συνθήκες, και μόνη η επιβίωση συνιστά επιτυχία. Την τελευταία δεκαετία, το ευρώ εμβαθύνθηκε και διευρύνθηκε με νέα κράτη-μέλη. Το κοινό νόμισμα χρησιμοποιούν 340 εκατ. Ευρωπαίοι, 74% των οποίων το υποστηρίζουν. Αυτό είναι το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία του ευρώ.

Είναι δύσκολο να αγνοήσεις τα πλεονεκτήματα του δεύτερου μετά το δολάριο νομίσματος στις παγκόσμιες συναλλαγές, από μια χώρα του ευρωπαϊκού Νότου που έζησε δεκαετίες με την ανασφάλεια ενός ασταθούς αδύναμου νομίσματος. Το ισχυρό κοινό νόμισμα προστατεύει επιχειρήσεις, εργαζομένους, αποταμιευτές, συνταξιούχους, καταναλωτές. Είναι όμως εξίσου δύσκολο να μιλήσεις για απολογισμό επιτυχίας του ευρώ από τη συγκεκριμένη αυτή γωνιά της Ευρώπης. Η διαχείριση της κρίσης την τελευταία δεκαετία δεν αποτέλεσε ακριβώς υπόδειγμα επιτυχίας, ούτε για την Ελλάδα ούτε για την Ε.Ε., η οποία όμως έχει αφήσει την κρίση πίσω της. Στο 7,8%, η μέση ανεργία στην Ευρωζώνη είναι στα επίπεδα του 2008. Πλην Ελλάδας, οι χώρες των μνημονίων έχουν ανακάμψει θεαματικά. Η ανεργία στην Ιρλανδία είναι 5,3%, 6,7% στην Πορτογαλία, 7,4% στην Κύπρο. Μόνο η Ισπανία παραμένει με υψηλή ανεργία 14%, και η Ελλάδα με 18,5%.

Η Ιταλία είναι πλέον ο αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, έχοντας μείνει οικονομικά στάσιμη για δύο δεκαετίες. Γι’ αυτό δεν φταίει το ευρώ, φταίει κυρίως η απουσία μεταρρυθμίσεων προσαρμογής στο ευρώ από το ιταλικό πολιτικό σύστημα. Πάντως, τα ιταλικά κόκκινα δάνεια έχουν μειωθεί και οι αγορές (χάρη στην πολιτική Ντράγκι) δανείζουν πρόθυμα την Ιταλία με πολύ χαμηλό επιτόκιο.

Τα κατάφερε επομένως η Ευρωζώνη, αποτρέποντας τα χειρότερα, αλλά με βαρύτατο κόστος. Μια ατελής νομισματική ένωση που έφτασε στην κρίση με ασυντόνιστες οικονομικές πολιτικές, προσαρμόστηκε επιβαρύνοντας ασύμμετρα τις ελλειμματικές οικονομίες. Η απώλεια εθνικών εργαλείων δεν αντισταθμίστηκε επαρκώς με δημιουργία νέων ευρωπαϊκών εργαλείων και θεσμών. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να επωμίζεται όλο το βάρος αντιμετώπισης κρίσεων, όπως έκανε την τελευταία δεκαετία. Η δημοσιονομική ανταπόκριση ήταν περιορισμένη. Ούτε κοινή δημοσιονομική πολιτική ή κοινός προϋπολογισμός Ευρωζώνης υπάρχει ακόμη για να ασκήσει αντικυκλική αναθέρμανση, αντισταθμίζοντας υφεσιακά σοκ σε επιμέρους κράτη-μέλη. Ούτε και τα κράτη που είχαν δημοσιονομικό περιθώριο άσκησαν την επεκτατική πολιτική που θα βοηθούσε μια πιο συμμετρική προσαρμογή. Η κληρονομιά της κρίσης (πτώση απασχόλησης, μετανάστευση εργαζομένων, αποεπένδυση και απώλεια παραγωγικού κεφαλαίου) επιβαρύνει την αναπτυξιακή δυνατότητα ορισμένων οικονομιών. Και οι προσπάθειες ολοκλήρωσης των αναγκαίων ευρω-μεταρρυθμίσεων (δημοσιονομική και τραπεζική ενοποίηση) μπλοκάρονται από την άρνηση κυβερνήσεων των ισχυρότερων οικονομιών να μοιραστούν κινδύνους με την υπόλοιπη Ευρωζώνη. Για όλους αυτούς τους λόγους, τα εικοστά γενέθλια του ευρώ δεν αποτελούν ευκαιρία πανηγυρισμών αλλά αφορμή περισυλλογής και επαγρύπνησης.

Ομως η διαρκής ενίσχυση αυτής της ατελούς νομισματικής ένωσης είναι ο μόνος δρόμος εμπρός. Επιστροφή δεν υπάρχει. Οχι μόνο μια διάλυση του ευρώ θα ήταν καταστροφική, ιδίως για την περιφέρεια. Αλλά η επιστροφή στην προ ευρώ κατάσταση δεν θα ήταν ούτε βελτιωτική, ούτε βιώσιμη, ούτε καν εφικτή.

Να θυμηθούμε ότι το ευρώ είναι προϊόν της προσπάθειας να αντιμετωπιστούν η νομισματική αστάθεια και ο υψηλός πληθωρισμός (διψήφιος στην Ελλάδα μέχρι το 1994), που κατέτρωγαν τα πραγματικά εισοδήματα, και να τερματιστούν οι ανταγωνιστικές συναλλαγματικές υποτιμήσεις που υπονόμευαν την ενιαία αγορά. Μιας Ευρώπης που από το 1971 (μετά την κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς) πασχίζει να οργανώσει ένα ευρωπαϊκό νομισματικό σύστημα, η ισχυρότερη εκδοχή του οποίου είναι το κοινό νόμισμα.

Το ευρώ παραμένει πρωτίστως μια αναγκαιότητα. Είναι η συγκολλητική βάση διατήρησης της ενιαίας αγοράς, στην οποία χτίστηκε το κεκτημένο των ευρωπαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων. Χωρίς αυτήν, η Ευρώπη θα επέστρεφε στη διαιρεμένη ήπειρο των μικρών και αδύναμων κρατών, στην Ευρώπη των εθνικισμών, των πολέμων και των απολυταρχισμών που ήταν πάντοτε η κατά Μαζάουερ «σκοτεινή ήπειρος». Οι ευρωπαϊκές χώρες θα καθίσταντο εν δυνάμει υποτελείς στα παιχνίδια ανταγωνισμού των παγκόσμιων μεγάλων δυνάμεων, παλιών (όπως οι ΗΠΑ και Ρωσία) και νέων (όπως η Κίνα). Η Ευρώπη θα έχανε κάθε δυνατότητα να επηρεάσει καθοριστικά την πορεία της παγκοσμιοποίησης, να προστατεύσει τις κοινές αξίες, τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών κρατών και τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής.

Για τους φίλους της φιλελεύθερης δημοκρατίας, του διεθνούς δικαίου, της ρυθμιζόμενης οικονομίας της αγοράς, της κοινωνικής συνοχής, των δικαιωμάτων και της προστασίας του πλανήτη από την κλιματική αλλαγή, το ευρώ των 20 ετών είναι πολύ μεγαλύτερο από ένα κοινό νόμισμα.

* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης, αντιπρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή