Τον Σεπτέμβριο του 2017, πέντε έφηβοι 16 και 17 ετών από την αμερικανική πόλη Ασμπουρν στη Βιρτζίνια κάθισαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Είχαν ομολογήσει ότι αυτοί κηλίδωσαν με σπρέι τον τοίχο ενός ιστορικού κτίσματος του 1887, το οποίο μέχρι το 1958 λειτούργησε ως σχολείο εγχρώμων την εποχή του φυλετικού διαχωρισμού στις ΗΠΑ. Παρόλο που τρεις από αυτούς ανήκαν σε φυλετικές μειονότητες, ζωγράφισαν ναζιστικά σύμβολα και αντισημιτικά συνθήματα.
«Κάποια γκράφιτι ήταν ρατσιστικά», είχε πει η εισαγγελέας της περιοχής, Alejandra Rueda. «Είχαν ζωγραφίσει σβάστικες και φράσεις όπως “Λευκή δύναμη” και “Μαύρη δύναμη”, αλλά επίσης υπήρχαν ζωγραφιές από δεινόσαυρους, γυναικεία στήθη και ανδρικά μόρια. Σκέφθηκα ότι αυτό δεν ήταν έργο της Κου Κλουξ Κλαν με σκοπό τον εκφοβισμό μειονοτήτων, αλλά έμοιαζε με δουλειά ανόητων εφήβων». Γι’ αυτό και στην ακροαματική διαδικασία πρότεινε μια ασυνήθιστη τιμωρία, την οποία ο δικαστής υιοθέτησε. Τους επόμενους δώδεκα μήνες οι πέντε νεαροί θα ήταν υποχρεωμένοι να διαβάσουν 12 βιβλία και να γράψουν 12 εργασίες γι’ αυτά. Θα διάλεγαν από μια λίστα 35 λογοτεχνικών βιβλίων που είχαν θέμα τους τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό, τον φυλετικό διαχωρισμό. Καταδικάστηκαν επίσης σε υποχρεωτικές επισκέψεις στο Μουσείο Ολοκαυτώματος στην Ουάσιγκτον και στο Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας στην έκθεση για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης που είχε κάνει η αμερικανική κυβέρνηση για τους Ιάπωνες κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο τέλος έπρεπε να γράψουν και μια συνολική εργασία για το τι έμαθαν από τα 12 βιβλία που διάβασαν.
Αντιδράσεις
Υπήρξαν, βεβαίως, αντιδράσεις. Κάποιοι Αφροαμερικανοί θεώρησαν ότι η ποινή ήταν επιεικώς ρατσιστική. «Απογοητεύτηκα όταν άκουσα ότι πρέπει να κάνουν γραπτές εργασίες», είπε στους New York Times ένας Αφροαμερικανός κάτοικος της περιοχής, ο οποίος συμμετείχε στο έργο της αποκατάστασης του κτίσματος. «Εχουμε τεράστιο πρόβλημα με τις φυλακίσεις σε αυτή τη χώρα. Οι Αφροαμερικανοί με το παραμικρό έχουν σκληρή αντιμετώπιση από το δικαστικό σύστημα. Οταν οι έγχρωμοι κάνουν κάποιο λάθος δεν έχουν την ευκαιρία να ξαναξεκινήσουν». Αδικη κριτική, διότι αν και κανείς από τους καταδικασθέντες δεν ήταν Αφροαμερικανός, οι τρεις όμως ανήκαν σε μειονότητες.
«Η ποινή ήταν πιο σκληρή από αυτές που δίνονται συνήθως», είπε στο BBC η εισαγγελέας. Για τέτοιου είδους αδικήματα «συνήθως θα υπήρχε δικαστική επιτήρηση, να εμφανίζονται στο αστυνομικό τμήμα μία φορά τον μήνα, μερικές ώρες κοινωνικής εργασίας και μια επιστολή συγγνώμης. Αυτοί έπρεπε να γράψουν 12 εργασίες 3.500 λέξεων για το φυλετικό μίσος και τα σύμβολα, σε σχέση με αυτό που είχαν κάνει. Αυτό ήταν πολλή δουλειά…».
Κριτική για την ποινή υπήρξε και από κάποιους συγγραφείς των βιβλίων που βρίσκονταν στη λίστα των υποχρεωτικών αναγνωσμάτων. Η ποιήτρια Marilyn Nelson, που έγραψε το «A Wreath for Emmett Till» για έναν μαύρο νέο που δολοφονήθηκε στην πολιτεία Μισισίπι το 1955, δήλωσε ανήσυχη ότι η ποινή μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. «Δεν μπορώ να πω ότι είμαι ευχαριστημένη από το γεγονός ότι η δουλειά μου χρησιμοποιείται για τιμωρία. (…) Υπάρχει περίπτωση να ξαναδιαβάσει ποίηση ένα παιδί που έχει υποχρεωθεί να διαβάσει ποίηση;».
Το τελευταίο απηχεί τη «νέα παιδαγωγική», μια ιδέα που αναπτύχθηκε στα κινήματα της δεκαετίας του 1960, η οποία –σε αντίθεση με την «παιδαγωγική του καταναγκασμού»– θέλει να βρεθεί ο τρόπος ώστε τα παιδιά πρώτα να θέλγονται από τα γράμματα και μετά να διαβάζουν. Μια ριζοσπαστική και πρακτική εκδοχή αυτής της «νέας παιδαγωγικής» είχε εκφράσει και ο κ. Αλέξης Τσίπρας σε συνέντευξή του ως καταληψίας μαθητής τη δεκαετία του 1990, όταν είπε ότι θα έπρεπε να είναι στη διακριτική ευχέρεια των μαθητών αν θα απουσιάζουν από τα μαθήματα ή όχι.
Η «νέα παιδαγωγική»
Γι’ αυτή τη νέα παιδαγωγική είχαν συζητήσει ο συντηρητικός φιλόσοφος και πρώην υπουργός Παιδείας Λικ Φερί με τον Ντανιέλ Κον Μπεντίτ. «Η “νέα παιδαγωγική” του 1968», είχε πει ο Λικ Φερί, «προκρίνει τις καινοτόμους μεθόδους, τις παιδαγωγικές ασκήσεις που καλλιεργούν την εφευρετικότητα, τον αυθορμητισμό, τη δημιουργικότητα του παιδιού.
Φυσικά οι προθέσεις είναι αγαθές. Απλά ξεχάσαμε πως ορισμένα πράγματα (όπως η γλώσσα, η πολιτικότητα) δεν είναι δυνατό παρά να παραδοθούν στο παιδί ως τμήμα μιας παράδοσης. (…) Ολόκληρη η εκπαιδευτική ιδεολογία του ’68 θεμελιώνεται στην ιδέα του ξεπεράσματος, της “αυτοκαταστροφής” των κατεστημένων γνώσεων. Το σημείο αφετηρίας της είναι πως χρειαζόμαστε αυτοδίδακτους αντί για διδασκομένους, “δημιουργικά” κείμενα αντί για δομημένες εκθέσεις, πως χρειάζεται να αναλύουμε “πηγές” αντί να παρακολουθούμε διαλέξεις».
Για τον Λικ Φερί, η γενιά της αμφισβήτησης έκανε δύο λάθη: «Το πρώτο λάθος είναι πως πιστέψαμε ότι, για να εργασθούν τα παιδιά, θα έπρεπε πρώτα να τους κινήσουμε το ενδιαφέρον. Προσπαθήσαμε να γοητεύσουμε τα παιδιά, να τα “αγκιστρώσουμε” μέσω ενός είδους “παιδαγωγικής της σαγήνευσης”: επιχειρήσαμε να προσελκύσουμε πρώτα τα παιδιά και μετά να τα βάλουμε να δουλέψουν. Η θέση μου είναι πως τα πράγματα συμβαίνουν ανάποδα: Πρώτα δουλεύουμε, μετά ενδιαφερόμαστε για το αντικείμενο της εργασίας μας. Επιπλέον, δυστυχώς, δεν γίνεται να υπάρξει γνώση χωρίς κόπο. Το δεύτερο λάθος είναι, φυσικά, η λατρεία της νεανικότητας, ο “νεανισμός”: Δεν παύουμε να λέμε στα παιδιά πόσο υπέροχο είναι να είναι κανείς νέος, πόσο καταστροφικό είναι να γερνάει κάποιος. Καθώς όμως αυτό που χωρίζει τη νεότητα από την ενηλικίωση είναι ακριβώς το σχολείο, ε, γεμίζουμε τα παιδιά απελπισία».
Κάναμε υπερβολές, παραδέχεται ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ. «Αλλά το πραγματικό πρόβλημα, ιδίως στο γαλλικό σχολείο, είναι αυτός ο κλασικισμός, που καλλιεργεί τόσο πολύ άγχος. (…) Σύμφωνα όμως με τον ΟΟΣΑ, το καλύτερο σχολείο στην Ευρώπη είναι το φινλανδικό, στο οποίο οι μαθητές δεν βαθμολογούνται μέχρι τα 16 τους και απαγορεύεται να επαναλάβουν την ίδια τάξη! Το σχολείο εκεί είναι διαφορετικό, έχει οργανωθεί γύρω από την ιδέα πως το παιδί μπορεί να αναπτυχθεί αυτόνομα, υποβοηθούμενο βέβαια, αλλά ακολουθώντας τις προσωπικές του μεθόδους μάθησης».
Τα αποτελέσματα, πάντως, της παλιάς παιδαγωγικής στο Ασμπουρν της Βιρτζίνιας είναι ενθαρρυντικά. Ουδείς από τους πέντε καταδικασθέντες σε διάβασμα νέους υποτροπίασε και όλοι συνεχίζουν τις σπουδές τους. «Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, για να μην είμαι τόσο αδαής ξανά», έγραψε ένας από αυτούς στην τελική του εργασία.