Τα πρωτογενή πλεονάσματα πριν και τώρα

Τα πρωτογενή πλεονάσματα πριν και τώρα

2' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Το 2016 είχαμε δεσμευτεί να πετύχουμε πρωτογενές πλεόνασμα 0,5% του ΑΕΠ, επιτεύχθηκε 3,9%. Το 2017, αντί για 1,75% του ΑΕΠ, επιτεύχθηκε 3,9%. Και το 2018, αντί για 3,5% του ΑΕΠ, επιτεύχθηκε πρωτογενές πλεόνασμα 4,3% – είχαμε υπεραπόδοση 1,5 δισ. ευρώ. Επί τρία διαδοχικά έτη η χώρα πετυχαίνει υπερπλεονάσματα – θα πετύχει και φέτος, τέταρτο κατά σειρά έτος. Το πώς δημιουργήθηκαν τα υπερπλεονάσματα είναι ένα σοβαρό θέμα που αναφέρεται στο παρελθόν. Υπάρχουν άλλα δύο θέματα, ωστόσο, που αφορούν το παρόν και το μέλλον.

Πρώτο: Είναι πολύ θετικό το ότι, από τα 13 δισ. που συγκεντρώθηκαν ως υπεραπόδοση, ως υπερπλεόνασμα, περισσότερα από 10 δισ. ευρώ παραμένουν στα κρατικά ταμεία. Το συνολικό απόθεμα, μαζί με τα κεφάλαια του μαξιλαριού ασφαλείας για το χρέος και εκείνα που αντλήθηκαν από τις αγορές, αθροίζονται σε 30 δισ. ευρώ περίπου. Δεν είναι πολλά, αλλά είναι πολύτιμα. Το θέμα: Πόσα πρέπει να μείνουν στην άκρη ως μήνυμα ασφαλείας στις διεθνείς αγορές, πόσα ως δική μας ασφάλεια έναντι δημοσιονομικών κινδύνων (αποφάσεις του ΣτΕ, νέα ύφεση στην Ευρώπη…), πόσα για στήριξη της πορείας των τραπεζών, πόσα για ενεργό διαχείριση του χρέους, πόσα να διατεθούν για άμεση ώθηση στην ανάπτυξη; Αυτό είναι το πρώτο θέμα που χρήζει διαλόγου και απαντήσεων.

Δεύτερο: Σε προηγούμενα χρόνια, όταν η χώρα μας εθεωρείτο ο ορισμός της αφερεγγυότητας, η επίτευξη υπερπλεονασμάτων ήταν εκείνη που βοήθησε να αναστραφούν οι αρνητικές προσδοκίες των αγορών, να βεβαιωθούν για τη δημοσιονομική και οικονομική μας σταθερότητα, ώστε να ξαναβγεί η χώρα στις αγορές και να πέφτουν οι αποδόσεις των ομολόγων της σε χαμηλά 15ετίας. Σε αντίθεση με τον ισχυρισμό ότι τα πλεονάσματα λειτούργησαν ως ο υφεσιακός παράγοντας (τέτοιος ήταν/είναι οι τράπεζες…), η εμπιστοσύνη που αποκαταστάθηκε εξαιτίας των υπερπλεονασμάτων ήταν (σκληρός μεν, αλλά αναγκαίος) όρος για τη σταθεροποίηση της οικονομίας.

Ομως, το στοίχημα (και για την εξυπηρέτηση του χρέους) από εδώ και πέρα είναι η δραστική επιτάχυνση της οικονομικής μεγέθυνσης. Και θα ενισχυθούν οι πιθανότητες να το κερδίσουμε, εφόσον δεν θα είμαστε υποχρεωμένοι να παράγουμε πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% του ΑΕΠ. Η μείωσή τους δεν σημαίνει ότι αυτομάτως θα εκτιναχτεί η ανάπτυξη – τα σχετικά οικονομετρικά μοντέλα δείχνουν ότι η δύναμη του πολλαπλασιαστή μιας μείωσης, π.χ. από 3,5% σε 2,5%, εξαντλείται σε 12-18 μήνες. Οπωσδήποτε, ωστόσο, εφόσον γίνει υπέρ των επενδύσεων και της απασχόλησης (και όχι υπέρ «πελατών» και πελατειακών μηχανισμών…) θα ενισχύσει την (προς ώρας…) αναιμική αναπτυξιακή πορεία της χώρας.

Το ζήτημα είναι τι θα πουν οι δανειστές μας. Αγνωστο. Θα φανεί όταν/αν αρχίσει μια σοβαρή συζήτηση μαζί τους γι’ αυτό το θέμα. Πάντως, η αλήθεια είναι ότι είχαμε συμφωνήσει να πετυχαίνουμε πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% επί πέντε συνεχή έτη (2018-2022). Τέλος του τρέχοντος, θα έχουμε πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3,5% επί τέσσερα συνεχή έτη (2016-2019). Απομένει ένα ακόμη (2020) για να συμπληρωθεί η 5ετία. Αν ισχύει η συμφωνία…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή