Γράμματα Αναγνωστών

12' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν η ευγένεια συνάντησε τον Νίτσε

Κύριε διευθυντά

Η συνομιλήτριά μου στο προξενείο Γενεύης ευγενική και συγκεκριμένη, όχι και τόσο συνηθισμένο στις υπηρεσίες μας. Το θέμα μου λίγο μπερδεμένο. Διευκρινίζοντας με απλά και συγκεκριμένα λόγια, συνέχισε: «Συνεννοηθείτε με τους συνεργάτες σας και περιμένω τηλεφώνημά σας για να σας πω τι τελικά μπορεί να γίνει». Οταν στο νέο τηλεφώνημα εξήγησα, με νέα στοιχεία που αναζήτησα στο μεταξύ, η απάντηση ήταν άμεση: «Μπορείτε να έρθετε τώρα. Σας περιμένω». Φθάνοντας, μια συνεργάτις της μου ζήτησε στον προθάλαμο του γραφείου της τα σχετικά έγγραφα.

Σκεπτόμουν να ζητήσω να δω την κυρία, να την ευχαριστήσω που με περίμενε και πέραν του ωραρίου της υπηρεσίας. Βγήκε η ίδια φέρνοντας τα έγγραφα που επικύρωσε. Βλέποντας το χαρτονόμισμα που έβγαλα για να δώσω τα σχετικά προβλεπόμενα, πρόλαβε λέγοντας: «Αν τυχαίνει να έχετε και ψιλά –κέρματα δηλαδή– θα απαλλαγείτε από το βάρος». «Εξαρτάται πώς νιώθει κανείς τα βαριά και πολλά, κι αν ακόμη είναι χάρτινα…» συνέχισα.

Κι εκείνη συμπλήρωσε: «Μα αυτό είναι το πρόβλημα. Ζητούμε συνήθως τα πολλά και όχι την ουσία, που δεν βρίσκεται σε αυτά όσο ελαφρά και πολλά και να ’ναι». «Μου θυμίσατε τον Νίτσε», συνέχισα, «με τη φράση του “Ω ευλογημένη μέτρια φτώχεια». «Ακριβώς αυτό…» συμπλήρωσε. Την ευχαρίστησα που με περίμενε και πέραν του σχετικού ωραρίου και η συνάντησή μας περατώθηκε με τις φράσεις της: «Χάρηκα! Να πάτε στο καλό». Η κ. Παλόγλου είναι προφανώς μια περίπτωση υπαλλήλου που σπανίζει.

Νικος Παπαδοπουλος, Καθηγ. Ψυχολογίας (Παν/μια Κρήτης – Heidelberg)

Γράμματα Αναγνωστών-1

«Κύριε συνάδελφε, αφιππεύσατε τον ατίθασον κάλαμον» κατσάδιασε με τόνο πατρικό –τα αθάνατα λόγια σκόρπισαν στον αέρα– νεαρό υπερφίαλο συντάκτη ο διανοούμενος, κορυφαίος της δημοσιογραφίας, εκδότης Βλάσης Γαβριηλίδης, που τα μάτια του έβλεπαν πολλά και τα αυτιά του άκουγαν περισσότερα. Ο ίδιος ξεψύχησε φτωχός, ανάμεσα σε χειρόγραφα και βιβλία, στο γραφείο του στην ιστορική εφημερίδα «Ακρόπολις». Εκεί είχε προσληφθεί, με παχυλότατο της εποχής μισθό ως μεταφραστής, ο αθεράπευτα μονήρης, οινόφλυγας, εξαρτημένος του καπνού, άγιος των γραμμάτων μας. Μια ζωή πένης ο Σκιαθίτης και μαζί γενναιόδωρος. «Μη καυχώ τα εις αύριον, ου γαρ γιγνώσκεις τι τέξεται η επιούσα» ήταν ο οδοδείκτης του Παπαδιαμάντη. Τα χρήματα τού έφταναν για μία μέρα τον μήνα: τα χρωστούμενα στην ταβέρνα του Καχριμάνη, άλλα έστελνε στο πατρικό του στο νησί, ελεούσε τους φτωχούς, κι άντε πάλι από την αρχή ο «εντός και εκτός του κόσμου τούτου». Ο Γαβριηλίδης με τον Κλεάνθη Τριαντάφυλλο εξέδιδαν –έως ότου οι Αρχές έβαλαν λουκέτο– τον «Ραμπαγά», επικό πολιτικοσατιρικό έντυπο που βασάνιζε τους κρατούντες με τεκμηριωμένες γραπτές βουρδουλιές.

Ο Παπαδιαμάντης, ο Γαβριηλίδης, ο ιστορικός (και  ο θεατρικός) Ραμπαγάς και ο Γεώργιος Βλάχος

Κύριε διευθυντά

Ελάχιστοι Ελληνες γνωρίζουν  ότι ο Παπαδιαμάντης, όπως φαίνεται μέσα από το έργο του, ήταν ανένδοτα  αντιπλουτοκρατικός, αντικρατιστής, αντιφεουδαρχικός και αντιδεσποτοκρατικός. Πρόσφατα η πρόεδρος της Εταιρείας Παπαδιαμαντικών Σπουδών κ. Φαρίνου έκανε μια εξαιρετική διάλεξη σχετική με τον Παπαδιαμάντη ως μεταφραστή μεγάλων έργων ξένης λογοτεχνίας και με τον Βλάση Γαβριηλίδη ως εκείνον που του ανέθετε, ως ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας «Ακρόπολις», τις μεταφράσεις αυτές.

Είμαι βέβαιος ότι ο Παπαδιαμάντης είχε επηρεαστεί από τον Γαβριηλίδη όσον αφορά τη διαμόρφωση των αντιπλουτοκρατικών του θέσεων, από τις οποίες ο Γαβριηλίδης ενεφορείτο.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1870 – αρχές του 1880, ο Γαβριηλίδης μαζί με άλλα φωτεινά πνεύματα, όπως ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, ο Ρόκκος Χοϊδάς, ο Στ. Καλλέργης,  ο Πλάτων Δρακούλης, ο Μαρίνος Αντύπας, είχαν συστήσει μια άτυπη ομάδων πρώιμων Ελλήνων (ρομαντικών) σοσιαλιστών, με ιδέες άκρως αντιπλουτοκρατικές και αντιδουλοπαροικιακές, αποτέλεσμα δε της συνεργασίας τους υπήρξε η έκδοση της εφημερίδας «Ραμπαγάς». Το περίεργο αυτό όνομα είχαν αντλήσει από την ομώνυμη τετράπρακτη κωμωδία του Σαρντού. Ο Ραμπαγάς ήταν ένας αμοραλιστής πολιτικός στο ημιαυτόνομο (στην ουσία) πριγκιπάτο του Μονακό, που ασκούσε έντονη και ανατρεπτική του πρίγκιπα του Μονακό πολιτική. Μόλις όμως ο πρίγκιπας τον κάλεσε στην εξουσία, έγινε πριγκιπικότερος του πρίγκιπα. Οσοι είδαν στην Αθήνα το έργο αυτό ταύτισαν τον Ραμπαγά με τους πολιτικούς της μικρής Ελλάδος (επί Γεωργίου του Α΄). Ο Γαβριηλίδης έγραφε: «Oσον ανέρχεσαι εις την πολιτική πυραμίδα της Ελλάδος τόσον βλέπεις εμπρός  σου περισσότερον, παχύτερον, φαυλώτερον ραμπαγαδισμόν. Eφθασες εις την κορυφή; Στάσου προσοχή και αποκαλύψου. Ευρίσκεσαι ενώπιον του Αρχιραμπαγά» (δηλ. του βασιλιά). Η Αστυνομία έκλεισε τον «Ραμπαγά» και έγιναν διώξεις της ομάδας του Γαβριηλίδη. Ηταν η εποχή που ο Παπαδιαμάντης έγραφε τους «Εμπόρους των Εθνών». Μετά το κλείσιμο του «Ραμπαγά», ο Γαβριηλίδης προχώρησε στην έκδοση δικής του εφημερίδας (1881) με τίτλο «Μη χάνεσαι». Ο περίεργος επίσης αυτός τίτλος προέρχεται από τη γνωστή φράση που είπε ο τότε πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος στη σύζυγό του, η οποία τον προέτρεπε να μη δεχθεί την ένωση της Θεσσαλίας με την Ελλάδα σύμφωνα με τις αποφάσεις του συνεδρίου του Βερολίνου, αν δεν παρεχωρείτο ταυτοχρόνως και η Ηπειρος.

Το «Μη χάνεσαι» έγινε το αντικουμουνδουρικό σλόγκαν της εποχής εκείνης. Στο «Μη χάνεσαι», το οποίο ήταν γραμμένο σε ύφος σατιρικής εφημερίδας, ο Παπαδιαμάντης δημοσίευσε τους «Εμπόρους των Εθνών». Την επόμενη χρονιά, ο Γαβριηλίδης έκλεισε το «Μη χάνεσαι» και στη θέση του εξέδωσε τη μεγάλη πολιτική εφημερίδα «Ακρόπολις», η οποία επί εκατό και πλέον χρόνια εκυριάρχησε του ελληνικού Τύπου. Ο Βλάσης Γαβριηλίδης ήταν τεράστια προσωπικότητα της ελληνικής δημοσιογραφίας και της ελληνικής πολιτικής ζωής. Αργότερα (1902) προσπάθησε να βοηθήσει την άνοδο του Γούναρη, ο οποίος όμως εφάνη ανάξιος των περιστάσεων, και τέλος (1910) ετάχθη με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Θα μπορούσαμε να τον παρομοιάσουμε με τον Γεώργιο Βλάχο, εκδότη της «Καθημερινής», ο οποίος όμως, δυστυχώς, από το 1919 εκδηλώθηκε ως αντιβενιζελικός, παρά το γεγονός ότι ο πατέρας του, Aγγελος Βλάχος, υποστήριζε μετά σθένους τον Βενιζέλο. Είχα την τύχη, σε ηλικία 20 ετών, να γνωρίσω την πρώτη σύζυγο του Γεωργίου Βλάχου και μητέρα της Ελένης, Δημαρέτη Κόντου (κόρη του μεγάλου αρχαιοελληνιστή Κωνσταντίνου Κόντου), η οποία έψεγε τον πρώτο σύζυγό της για τις αντιβενιζελικές του θέσεις.

Ο Βλάχος ήταν μεν μεγάλος δημοσιογράφος, αλλά δεν διεξήγαγε κοινωνικούς αγώνες όπως ο Γαβριηλίδης και έμεινε ένας αντιβενιζελικός, όμως με πολλούς εθνικούς αγώνες.

Διον. Π. Αλικανιωτης

Το δόγμα Πούσκας ως ελιξήριό μας

Κύριε διευθυντά

Στην «Καθημερινή» της 24-2-2019 δημοσιεύθηκε από τον καθηγητή Ιστορίας στο Haverford College των ΗΠΑ Αλέξανδρο Κιτροέφ αφιέρωμα με τίτλο «Ο Παναθηναϊκός στο Γουέμπλεϊ». Η συμμετοχή ελληνικής ομάδας στον τελικό αγώνα της κορυφαίας διασυλλογικής οργάνωσης ποδοσφαίρου της Ευρώπης του κυπέλλου πρωταθλητριών, γνωστής σήμερα ως Τσάμπιονς Λιγκ, στις 2-6-1971, ήταν μέγα γεγονός. Μόνο με τη συμμετοχή Ελλήνων παικτών, η ελληνική ομάδα πέτυχε κάτι που στις μέρες μας και παρά τις δαπανηρές μεταγραφές ξένων παικτών από μεγάλες ομάδες της Ευρώπης, δεν είναι εύκολο· να φτάσει κάποια ομάδα στον τελικό. Υπήρχαν δηλαδή οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί η συμμετοχή. Οι προϋποθέσεις μεταβλήθηκαν σε γεγονός, επειδή βρέθηκε ο κατάλληλος άνθρωπος, που ήταν ο Πούσκας. Η ιστορία που κουβαλούσε ως παίκτης ο εν λόγω προπονητής, η ποδοσφαιρική του «ραδιενέργεια» μεταδόθηκε στην ομάδα με τη θρυλική περίφημη ρήση του «έντεκα αυτοί, έντεκα κι εμείς». Τα μηνύματα από το Γουέμπλεϊ είναι ότι σε όλα τα θέματα θα πρέπει να αξιοποιείται κάθε φορά η ενυπάρχουσα ελληνική ικανότητα, με το να αναζητείται ο κατάλληλος «επικεφαλής». Και στον χώρο της πολιτικής θα πρέπει να βρίσκονται οι πλέον κατάλληλοι. Δυστυχώς, στο παρελθόν έγιναν νομάρχες άνθρωποι χωρίς προσόντα με κριτήριο κομματική υποχρέωση (άσχημο παιχνίδι με θεσμό), γίνονται υπουργοί όχι με κριτήριο καταλληλότητας αλλά πολιτικών κομματικών πόντων, συγγενικών σχέσεων κ.λπ. Ισως η ύπαρξη «φίλτρων» στις τοπικές κοινωνίες που θα δέσμευαν τα κόμματα, να έστελνε στη Βουλή τους πλέον κατάλληλους. Αν είχαν βρεθεί οι κατάλληλοι, θα φθάναμε στην ταπεινωτική κρίση της πατρίδας μας; Θα συνέβαιναν όσα τραγικά συμβαίνουν στη φορολογία, στους χώρους της Υγείας, της Παιδείας, των έργων κ.λπ.;

Θάνος Θανασης, Τοπογράφος μηχανικός ΕΜΠ

Μια «ανταπόκριση» αγωνίας από τη Χίο

Κύριε διευθυντά

Την αυλή του σπιτιού μας στη Χίο χωρίζουν έξι ναυτικά μίλια από τις αυλές ανάλογων παραθαλάσσιων σπιτιών στο Τσεσμέ – περίπου την ίδια ώρα που σβήνουν τα φώτα τους απέναντι για να πάνε για ύπνο τα σβήνουμε και εμείς. Λίγη ώρα αργότερα, οι θερμικές κάμερες του Frontex ανιχνεύουν τα πρώτα φουσκωτά που ξεκινούν για να προσαράξουν στο νησί μας τεσσερισήμισι ώρες αργότερα φορτωμένα ανθρώπινες ψυχές. Κάθε βράδυ όλο και περισσότεροι.

Τα τελευταία πέντε χρόνια η Χίος δεν είναι πλέον ένα αμιγώς ελληνικό νησί. Είναι ένα νησί με συνεχώς φθίνοντα πληθυσμό Ελλήνων και παράλληλα συνεχώς αυξανόμενο και εντόνως πολλαπλασιαζόμενο πληθυσμό παράνομων μεταναστών και προσφύγων από ισλαμικές χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Τα δημοσιονομικά στοιχεία (με στατιστικές προβολές για την επόμενη δεκαετία 2020-2030) αποδεικνύουν την επικράτηση ισλαμικών μειονοτήτων σε πολλές περιφερειακές κοινότητες στα περίχωρα και στο κεντρικό τμήμα του νησιού μας. Παράλληλα, το επίπεδο της βασικής παιδείας στο νησί έχει πέσει τόσο χαμηλά ώστε τα Ελληνόπουλα του νησιού δεν βρίσκουν κανένα ενδιαφέρον στη μάθηση που προσφέρεται. Τα δημοτικά μας σχολεία τους παρέχουν απλώς την ευκαιρία (και τους ενθαρρύνουν) να γίνουν φίλοι με τα προσφυγόπουλα!

Οντας κάτοικοι ακριτικών νησιών, παρακολουθούμε πάντοτε με φόβο και κατήφεια την επιθετική στάση της Τουρκίας στο Αιγαίο, αλλά και στην κυπριακή ΑΟΖ. Οι αποστάσεις στο Αιγαίο είναι μικρές: η Χίος απέχει από το Καστελλόριζο ή τη Ρόδο πολύ λιγότερο από ό,τι η Αθήνα… Τα πολεμικά αεροπλάνα της Τουρκίας απέχουν τριάμισι λεπτά από τους δικούς μας στόχους, ενώ τα δικά μας πολύ περισσότερα λεπτά από καίριους στόχους της τουρκικής ενδοχώρας.

Και όμως, παρά την παρουσία στο Αιγαίο στόλων των ΗΠΑ, της Γαλλίας και χωρών της Ε.Ε., παρά το πρόσφατο καταδικαστικό και εν μέρει απειλητικό ψήφισμά της, παρά τη διακοπή ipso facto των τελωνειακών συνθηκών με την Ε.Ε., η Τουρκία επιμένει, η Τουρκία διαρρηγνύει σε βάθος χιλιομέτρων τον βυθό της κυπριακής ΑΟΖ, η Τουρκία εκδίδει NAVTEX μονομερώς και δημιουργεί προηγούμενα αυθαιρέτως! Ποιος την ακούει; Μα και βέβαια όλο το Ισλάμ, όλη η Ασία, σχεδόν όλη η Αφρική, ο μισός Περσικός! Μπορεί να μη διαβάζουν τους Financial Times, αλλά ακούν Τουρκία, CNN Turk και Al Jazeera. Είτε το πιστεύετε είτε όχι, είτε οι κ. Τσίπρας και Μητσοτάκης σας πείθουν είτε όχι, για τις αμυντικές δυνατότητες της χώρας μας, η γειτονική Τουρκία κυριαρχεί σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Το Ισραήλ γίνεται πολύ μικρό και ευάλωτο αν αναγκαστεί να αντιμετωπίσει δεύτερο μέτωπο πολέμου. Η Αίγυπτος είναι μάλλον μακριά και σχεδόν πάντοτε αργεί να κινηθεί.

Τι πρέπει, τι μπορεί να κάνει, λοιπόν, η πάντοτε μικρή και αδύναμη Ελλάδα, η Ελλάδα που (όπως μας λένε οι κυβερνώντες) έχει πάντα δίκιο και που πάντοτε το χάνει διότι πέφτει θύμα «μεγάλων δυνάμεων», εθνικών προδοτών ή μειοδοτών – ή και όποιων άλλων συνωμοτικών θεωριών κινούν το ενδιαφέρον;

Η απάντηση στο επείγον αυτό ερώτημα είναι απλή: η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να διακόψει άμεσα και μονομερώς τις προσφυγικές ροές σε όλη την έκταση των συνόρων της. Θα πρόκειται βέβαια για μια ενέργεια εθνικής προστασίας για την οποία δεν χρειάζεται να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν, όπως άλλωστε πρόσφατα έπραξαν αρκετές χώρες της Ε.Ε. Η σχετική κυβερνητική απόφαση θα αντίκειται πλήρως στην «αδελφοσύνη και ελευθεροσύνη των λαών», όπως η παλαιο-φιλελεύθερη τροτσκικιστική Αριστερά ακόμα πιστεύει και (στη χώρα μας) πρακτικά υιοθετεί ερήμην των νησιών του Αιγαίου. Αλλά θα είναι μια εθνική απόφαση θαρραλέα και ταυτόχρονα μη επιθετική προς τη γείτονα, ιδιαίτερα αν εφαρμοστεί και από την Κύπρο όπου τις τελευταίες μέρες οι μεταναστευτικές ροές αυξάνονται συνεχώς.

Οταν υπάρχει πολεμική δραστηριότητα και κίνδυνοι συρράξεων, πρωταρχική υποχρέωση των πολιτισμένων εθνών είναι να προστατεύσουν τις ζωές των αδυνάτων και των μειονοτήτων – ιδιαίτερα μάλιστα αν ληφθούν υπόψη οι επικινδυνότατες συνθήκες μεταφοράς και διάπλου στο Αιγαίο.

Ποια δικαιολογημένη, διεθνώς παραδεκτή αντίρρηση θα μπορούσε να εκφράσει η Τουρκία σε ένα μονομερές κλείσιμο των ελληνικών συνόρων στις προσφυγικές ροές;

Καμιά απολύτως! Αλλωστε το κλείσιμο εθνικών συνόρων δεν θεωρήθηκε ποτέ επαρκές casus belli. Οπως καμιά ουσιαστική αντίρρηση δεν μπόρεσαν να αντιτάξουν οι Βρυξέλλες στις ανάλογες μονομερείς αποφάσεις της Αυστρίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Βουλγαρίας – ακόμη και με βάση την ενοποιημένη ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική.

Επιτέλους, να μια λαμπρή ευκαιρία ειρηνικής όσο και αποτελεσματικής εθνικής άμυνας από τον Εβρο μέχρι τη Ρόδο, βασισμένη στις επανειλημμένες προκλήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο, και ταυτόχρονα εκμεταλλεύσιμη ως πράξη εθνικής ανεξαρτησίας και έμπρακτης συμμαχίας με την Κύπρο, της οποίας τα κυριαρχικά δικαιώματα θίγονται απροκάλυπτα.

Σκεφτείτε το, κύριοι της κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ… Ισως, αν βιαστείτε, η δημοφιλία σας να εκτοξευτεί και το φαινόμενο Μητσοτάκη να σκιαστεί μέσα στις δύο επόμενες εβδομάδες… Κύριε Βίτσα; Κύριε Κατρούγκαλε; Κύριε Τσίπρα;.. Μια ένδοξη τελευταία κωλοτούμπα – τι μας συνδέει άλλωστε με την υποσαχάρια Αφρική, με την εμπόλεμη Σομαλία; Σκεφτείτε το… Για ποια αδελφοσύνη των λαών  μιλάμε, τέλος πάντων;.. Λίγη προσπάθεια ακόμα, σύντροφοι, και έρχονται στο πιάτο οι επόμενες εκλογές!

Μιχαλης Μοσχος, Χιος

Εγώ θα πηγαίνω από τη λεωφ. Κηφισιάς

Κύριε διευθυντά

Αφού καταρχάς πω ότι η τεκμηριωμένη επιστολή του κ. Δημ. Σ. Μασούρη («Καθημερινή» 1-6-2019) με καλύπτει πλήρως, θα ήθελα να σχολιάσω την επιστολή του κ. Αναστ. Αγγ. Στέφου («Καθημερινή» 30-5-2019). Γράφει: «[…] Ηδη, στην αρχαιότητα, η ακριβής ονομασία του πολίσματος είναι Κηφισία […] η οποία ενωρίς μετεξελίχθηκε, επί το λαϊκότερον, με παρατονισμό, σε Κηφισιά. […] Επομένως, η ονομασία είναι ορθή και δεν αποτελεί εσφαλμένο γλωσσικό τύπο».

Ερωτώ τον κ. Στέφο: α) Πώς τεκμηριώνει ότι στην αρχαιότητα η ακριβής ονομασία είναι Κηφισία; Σε ποιο αρχαίο κείμενο υπάρχει γραμμένο; β) Πότε περίπου, όταν λέγει ενωρίς, τοποθετεί αυτή την επί το λαϊκότερον μετεξέλιξη του ονόματος; γ) Γιατί, αφού μετεξελίχθηκε επί το λαϊκότερον σε Κηφισιά-ιάς, εμείς, που στην εποχή μας χρησιμοποιούμε πλέον τη δημοτική, ξαναγυρίσαμε στην αρχαιοπρεπή Κηφισία-ίας και μόνο για τη λεωφόρο;

Οταν ο Στράβων γράφει Κηφισιά. Οταν εγκυκλοπαιδικά λεξικά, όπως του «Ελευθερουδάκη» και του «Ηλίου», γραμμένα σε άπταιστη καθαρεύουσα, αναφέρουν Κηφισιά-ιάς. Οταν η «Καθημερινή» της 27-4-1941 αναγράφει: «Λεωφόρος Κηφισιάς». Οταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» της 7-7-1933, στην αφήγησή του για τη δολοφονική απόπειρα εναντίον του, αναφέρει: «[…] Από την Κηφισιά […] εις Κηφισιάν». Οταν στην ίδια εφημερίδα ο διοικητής του τμήματος Χωροφυλακής Αμαρουσίου, υπομοίραρχος Δ. Καραμπελόπουλος αναφέρει: «[…] Εις την γωνίαν της λεωφόρου Κηφισιάς και της οδού Χαλανδρίου […]».

Οταν, τέλος, ο αείμνηστος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ακαδημαϊκός Ιωάννης Σταματάκος στο «Λεξικόν της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης» αναγράφει: «Κηφισιά (ουχί Κηφισία, ούτε -ασία)», μέχρι να βρεθεί κάποιος που τεκμηριωμένα, θα αμφισβητήσει και θα ακυρώσει όλους τους παραπάνω και όχι μόνο, εγώ θα πηγαίνω στην Κηφισιά από τη λεωφόρο Κηφισιάς και θα επιμένω ότι το Κηφισία-ίας αποτελεί εσφαλμένο γλωσσικό τύπο.

Ματθαιος Μ. Δημητριου, Πλοίαρχος Π.Ν. ε.α.

Προέχον να μη χαθούμε στην Κηφισίας(-ιάς)

Κύριε διευθυντά

Με ενδιαφέρον διάβασα την επιστολή του αναγνώστη της έγκριτης εφημερίδας σας (15-5-2019), κ. Ματθαίου Δημητρίου, η οποία αφορά το θέμα: Πώς πρέπει να αναφέρεται η γνωστή λεωφόρος· «Κηφισίας» ή «Κηφισιάς».

Η Κηφισιά, λέξη έλκουσα την καταγωγή της από την ονομασία του ποταμού Κηφισού (όνομα αγνώστου ετύμου, προελληνικής μάλλον προέλευσης), ο οποίος διατρέχει το Λεκανοπέδιο της Αττικής, αναφέρεται παντού, κατά την ονομαστική πτώση, ως «Κηφισιά» και όχι ως «Κηφισία». Και τούτο σε αντίθεση προς άλλα θηλυκά ουσιαστικά, κύρια ή μη, τα οποία τονιζόμενα, κατά την ονομαστική πτώση, στην παραλήγουσα (όπως «αθανασία», «ευλυγισία», «αμβροσία», «εκκλησία», «Μαγνησία» κ.π.ά.), διατηρούν, έτσι, λογικώς τον τόνο και κατά τη γενική πτώση, στην ίδια συλλαβή (παραλήγουσα), (βλ. αθανασίας, ευλυγισίας, αμβροσίας, εκκλησίας, Μαγνησίας κ.λπ.).

Γεωργιος Παπαγιαννοπουλος

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή