Το θέαμα να αντικαταστήσει το θέατρο

Το θέαμα να αντικαταστήσει το θέατρο

4' 0" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η διακοπή λειτουργίας του Κοινοβουλίου είναι το μείζον θέμα στην επικαιρότητα της Βρετανίας, μόλις πενήντα ημέρες (αν μετρήσουμε και τη σημερινή) πριν από το Brexit. Αυτά για τους Βρετανούς. Για τους υπόλοιπους Ευρωπαίους όμως –και αναφέρομαι ειδικά σε όσους ενδιαφέρονται για τα πολιτικά και τα παρακολουθούν–, το μείζον θέμα είναι ότι, με τη διακοπή λειτουργίας της «μητέρας των Κοινοβουλίων», διακόπτεται και η μετάδοση της καλύτερης πολιτικής σειράς που μπορούσε να δει κάποιος από την οθόνη του. Ξεχάστε «Borgen», «House of Cards» και τα σχετικά. Τίποτε δεν συγκρίνεται με τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα μιας συζήτησης στη Βουλή των Κοινοτήτων. Θαυμάζεις την ισορροπία οργάνωσης και αταξίας στη διαδικασία, θαυμάζεις την ταχύτητά της, αλλά και το επίπεδο του διαλόγου, ο οποίος, παρά το αρχαϊκό τελετουργικό της διαδικασίας, γίνεται με ασυνήθιστη φυσικότητα, στην καθημερινή γλώσσα, αυτή που μιλούν και καταλαβαίνουν και όσοι βρίσκονται έξω από τη Βουλή.

Βεβαίως, το γεγονός ότι, παρ’ όλη την παράδοση που καθιστά τόσο ενδιαφέρουσες τις συζητήσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων, τα μέλη της δεν έχουν καταφέρει τόσο καιρό να συνεννοηθούν για το Brexit είναι μια παραδοξότητα· αλλά αυτό είναι μιαν άλλη υπόθεση. Εδώ θα μας απασχολήσει το θέαμα του κοινοβουλευτισμού, δηλαδή αυτό που εμείς το λέμε περιφρονητικά «show», το οποίο όμως είναι απαραίτητο, αν θέλουμε οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες να παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τους πολλούς, στο όνομα των οποίων τέλος πάντων υποτίθεται ότι γίνονται τα πάντα στις δημοκρατίες. Υπό την έννοια αυτή, στην εποχή της μαζικής δημοκρατίας το θέαμα είναι στοιχείο της ουσίας του κοινοβουλευτισμού, δεν είναι περιτύλιγμα. Η Βουλή πρέπει να έχει ενδιαφέρον, αν θέλουμε ο κόσμος να νοιάζεται για το τι γίνεται εκεί μέσα. Αυτό ισχύει ασφαλώς και για τη δική μας περίπτωση.

Θα ήταν άστοχο, εντούτοις, αν επιχειρούσε κανείς να κρίνει τη δική μας Βουλή με τα μέτρα εκείνων, καθώς υπάρχει η μεγάλη διαφορά του πολιτισμικού υπόβαθρου, στο οποίο αναπτύσσονται οι θεσμοί. Δεν λέω ότι οι μεν είναι καλύτεροι από τους δε, λέω απλώς είναι διαφορετικοί. Για τους Βρετανούς, φέρ’ ειπείν, η συζήτηση είναι κάτι που το κάνεις με άλλους· στην Ελλάδα, είναι κάτι που το κάνεις μόνος σου, ο άλλος απέναντι υπάρχει για να καλύπτει τα κενά, όταν εσύ δεν έχεις κάτι να πεις. Γι’ αυτό και είμαστε η χώρα του «μα, δεν με αφήνετε να ολοκληρώσω!», ενώ στη Βρετανία ο ερωτών βουλευτής αναπτύσσει το θέμα του (που είναι πάντα συγκεκριμένο) σε δύο λεπτά το πολύ και ο υπουργός ή ο πρωθυπουργός του απαντούν σε ένα. Και, σημειωτέον, ερωτήσεις και απαντήσεις είναι πάντα επί της ουσίας – εκτός, βεβαίως, αν πρόκειται για κάποιο νούμερο, από αυτά που αναπόφευκτα συναντάμε σε όλα τα κοινοβούλια του κόσμου.

Είναι, πάντως, ελπιδοφόρο ότι για τον πρόεδρο, Κώστα Τασούλα, προέχει η αναβάθμιση της Βουλής, την οποία προωθεί με στοχευμένες παρεμβάσεις στον μηχανισμό λειτουργίας της. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η αναζωογόνηση του θεσμού των ερωτήσεων προς τους υπουργούς, που έχει ατονήσει τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της απροθυμίας των υπουργών (που επικαλούνται φόρτο εργασίας) να προσέρχονται στη Βουλή για να απαντήσουν αυτοπροσώπως στους βουλευτές. Και είναι πράγματι περίεργο αυτό, καθώς ο περίφημος «φόρτος εργασίας» ποτέ δεν εμπόδισε κανέναν υπουργό να μιλήσει με δημοσιογράφους που θέλουν διευκρινίσεις, ενώ για τις ερωτήσεις των βουλευτών πάντα υπάρχει κάτι σημαντικότερο και ο υπουργός δεν μπορεί.

Από πλευράς των υπουργών, καταλαβαίνω μια τέτοια συμπεριφορά. Είναι φυσικό και, εν μέρει, θεμιτό να αποφεύγουν τον κοινοβουλευτικό έλεγχο, εφόσον το μπορούν. Απορώ, ωστόσο, με τους βουλευτές που συμβιβάζονται με αυτή την κατάσταση. Είναι θλιβερό και δυστυχώς σύνηθες το θέαμα βουλευτή που αγορεύει λάβρος προς άδεια κυβερνητικά έδρανα, μόνο και μόνο για να μπορεί μετά να πει στους ψηφοφόρους του: «Του τα είπα!». Εννοεί, φυσικά, τον υπουργό· στην πραγματικότητα όμως, τα έχει πει στα ντουβάρια και σε τίποτε υπηρεσιακούς παράγοντες, που βρίσκονταν εκεί από υποχρέωση. Κανονικά όμως, οι βουλευτές θα έπρεπε να αδημονούν για την ευκαιρία να αντιμετωπίσουν τον υπουργό προετοιμασμένοι και, φυσιολογικά, το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για τους υπουργούς. Και οι δύο πλευρές, όμως, βολεύονται με ένα ανούσιο θέατρο, το οποίο έχει αντικαταστήσει το πραγματικό θέαμα του κοινοβουλευτισμού.

Ποιος μπορεί πάντως να υποχρεώσει τους υπουργούς να προσέρχονται στη Βουλή για να απαντούν αυτοπροσώπως; Τυπικά, κανείς και, γι’ αυτό, ο πρόεδρος της Βουλής έχει έλθει σε συνεννόηση με την κυβέρνηση. Σε συνεργασία, λοιπόν, με τον γενικό γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου, συμφωνήθηκε να ομαδοποιούνται οι ερωτήσεις ώστε να κερδίζεται χρόνος από το άσκοπο πήγαινε-έλα των υπουργών. Θα έχουν, δε, στη διάθεσή τους τρεις ημέρες, για να επιλέξουν εκείνη που βολεύει στο πρόγραμμά τους. Αν δεν μπορούν τη μία, θα τους καλούν την επόμενη, μέχρι να μπορέσουν. Αν όμως δεν μπορέσουν καθόλου; Στην περίπτωση αυτή, κακό του κεφαλιού τους: θα πρέπει κάπως να τα βγάλουν πέρα με την αρνητική δημοσιότητα. Το σχέδιο, πάντως, προϋποθέτει την ενεργό συνεργασία της κυβέρνησης, γι’ αυτό και τον τόνο θα δώσει προσωπικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εγκαινιάζοντας τη μεθεπόμενη Παρασκευή την ώρα του πρωθυπουργού στη Βουλή.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή