Μαζικές παρακολουθήσεις και ατομική ελευθερία

Μαζικές παρακολουθήσεις και ατομική ελευθερία

3' 41" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται σε όλες τις χώρες μια εντυπωσιακή αύξηση των νομίμων παρακολουθήσεων των επικοινωνιών των πολιτών, είτε αυτές διενεργούνται μέσω σταθερής ή κινητής τηλεφωνίας είτε μέσω μηνυμάτων που ανταλλάσσονται με άλλα μέσα και εφαρμογές. Με τον όρο «νόμιμες» εννοούνται οι παρακολουθήσεις που γίνονται με βάση μια προδιαγεγραμμένη στον νόμο διαδικασία, συνήθως με αίτηση μιας δημόσιας υπηρεσίας και έγκριση της αίτησης από δικαστική αρχή.

Οι αιτίες του φαινομένου είναι πολλές – για παράδειγμα, η ανάγκη καταπολέμησης της τρομοκρατίας και της βαριάς εγκληματικότητας, υπαρκτές απειλές που ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν πιο μεγάλες. Συνεπώς, η επίκληση των λόγων αυτών από κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών ή διωκτικές αρχές είναι κατ’ αρχήν θεμιτή για την άμυνα κρατών και κοινωνιών. 

Ωστόσο, πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος της κατάχρησης. Για παράδειγμα, στην αόριστη επίκληση λόγων εθνικής ασφαλείας μπορεί να στεγαστεί η πρόθεση να εκβιαστούν και να σιωπήσουν ενοχλητικές για κατεστημένα συμφέροντα φωνές. Από την άλλη, προ της επίκλησης απειλής κατά της εθνικής ασφάλειας είναι δύσκολο τέτοια αιτήματα να απορριφθούν, με κίνδυνο να υπάρξει τελικά κάποια διακινδύνευση στον τομέα αυτό. Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορεί να υποκλαπούν τηλεφωνικές συνομιλίες προσώπων για τα οποία εκ των υστέρων δεν αποδείχθηκε τίποτε, ενώ αυτά δεν θα πληροφορηθούν ποτέ ότι προσωπικά τους δεδομένα έχουν καταγραφεί και αποθηκευτεί. Υπάρχει ακόμη ο κίνδυνος υπέρβασης της δοθείσης δικαστικής έγκρισης ή των χωρικών παρακολουθήσεων.

Είναι πρόδηλη η κεφαλαιώδης σημασία που έχει για μια δημοκρατική πολιτεία το δικαίωμα των πολιτών (σχετικό το άρθρο 19 του Συντάγματος) στο απόρρητο των επικοινωνιών τους, κεντρικό στοιχείο της προστασίας του ιδιωτικού βίου. Κάποιος που φοβάται ότι παρακολουθούνται οι επικοινωνίες του και αυτολογοκρίνεται δεν μπορεί να είναι ελεύθερος άνθρωπος και ώριμος δημοκρατικός πολίτης. Μαθαίνει να μη λέει τη γνώμη του. Ετσι πλήττεται όχι μόνο το απαραβίαστο του ιδιωτικού του βίου, αλλά και η δυνατότητά του να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του, να πληροφορείται και να πληροφορεί κ.λπ.

Η στάθμιση μεταξύ αφενός της προστασίας του απαραβίαστου του ιδιωτικού βίου και αφετέρου της ανάγκης προστασίας της εθνικής και κοινωνικής ασφάλειας ήταν πάντα ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα διλήμματα για τις δημοκρατικές  χώρες. Τα αυταρχικά καθεστώτα δεν έχουν ανάλογους προβληματισμούς. Το ζήτημα έχει καταστεί πιο περίπλοκο τα τελευταία χρόνια λόγω των ραγδαίων τεχνολογικών εξελίξεων, που επιτρέπουν στον καθένα –πόσο μάλλον σε οργανωμένες κρατικές υπηρεσίες– να διεισδύει σε δίκτυα και να υποκλέπτει πληροφορίες με μεγάλη αποτελεσματικότητα και καμιά φορά χωρίς να αφεθεί κάποιο αποτύπωμα.

Το πιο πάνω νομικό δίλημμα έχει αχθεί στις αίθουσες των δικαστηρίων. Η πιο πλούσια και πιο προβληματισμένη για το θέμα νομολογία είναι αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η μέθοδος επίλυσης του διλήμματος δεν είναι άλλη από το γνωστό στους νομικούς τεστ αναλογικότητας: η επέμβαση του νομοθέτη σε ένα ατομικό δικαίωμα πρέπει να είναι η μικρότερη δυνατή και να φτάνει μόνο στον βαθμό που είναι αυστηρά απαραίτητος για τη διασφάλιση του άλλου δημόσιου αγαθού, η προστασία του οποίου επιχειρείται. Οπως αναφέρεται στην εν λόγω νομολογία, η επέμβαση πρέπει να είναι απαραίτητη με βάση τα κριτήρια που πρέπει να διέπουν μια σύγχρονη ελεύθερη και δημοκρατική κοινωνία. Τα όρια αυτά της στάθμισης ποικίλλουν ανά περίπτωση και δεν μπορεί να καθιερωθεί ένας αβασάνιστος και γενικός «τυφλοσούρτης» στα θέματα αυτά.

Θα περιοριστώ στην αναφορά μιας εξαιρετικά σημαντικής απόφασης του πιο πάνω δικαστηρίου: την «Big Brother Watch κατά Ηνωμένου Βασιλείου» του Σεπτεμβρίου 2018, που ακολούθησε χρονικά τις αποκαλύψεις του γνωστού whistleblower Εντουαρντ Σνόουντεν. Πρόκειται για μια μακρά, σύνθετη και γεμάτη αποχρώσεις απόφαση, η οποία θα αποτελέσει πυξίδα για το μέλλον. Το Δικαστήριο για πρώτη φορά έκρινε ότι οι μαζικές παρακολουθήσεις ως μέθοδος, αυτή καθεαυτήν, δεν αντίκειται, κατ’ αρχήν, στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (σεβασμός του ιδιωτικού βίου). Ωστόσο έκρινε ότι πολλές  επιμέρους διατάξεις του συναφούς βρετανικού νόμου ήταν αντίθετες στο πιο πάνω άρθρο, ως πλήττουσες δυσαναλόγως το δικαίωμα στον ιδιωτικό βίο και επομένως μη απαραίτητες (και άρα μη ανεκτές) σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Ο υπέρτατος σκοπός για τον οποίο υπάρχει μια δημοκρατική πολιτεία είναι η διασφάλιση των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Μια πολιτεία, για να κατοχυρώνει τα αγαθά αυτά, πρέπει να αμυνθεί και να μην καταρρεύσει – όμως δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται ο προαναφερθείς υπέρτατος σκοπός. Στον Βενιαμίν Φραγκλίνο αποδίδεται η φράση: «Οποιος είναι πρόθυμος να θυσιάσει τις πρωταρχικές ελευθερίες του για λίγη, πρόσκαιρη ασφάλεια, δεν αξίζει ούτε τη μία, ούτε την άλλη». Στο τέλος δε, θα τις χάσει και τις δύο. Δύσκολα θα διαφωνούσε κάποιος.

* Ο κ. Χρήστος Ράμμος είναι επίτιμος αντιπρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας και πρόεδρος της ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή