Προς τα πού οδεύει το κομματικό σύστημα;

Προς τα πού οδεύει το κομματικό σύστημα;

4' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Eτυμολογικά, στη δική μας όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, η λέξη «κόμμα» υποδηλώνει ένα κομμάτι, το μέρος ενός όλου. Συνεπώς, κάθε πολιτικό κόμμα αντιπροσωπεύει και ένα διαφορετικό κοινωνικό υποσύνολο με τα δικά του χαρακτηριστικά, ιδέες, πεποιθήσεις, ανάγκες, συμφέροντα και επιδιώξεις. Αν βάλουμε όλα τα κόμματα μαζί, έχουμε ένα «κομματικό σύστημα». Κάθε χώρα έχει το δικό της κομματικό σύστημα, που εξελίσσεται με τον καιρό και, συχνά, αλλάζει μορφή και είδος. Αυτό συμβαίνει όταν μεταβάλλονται οι δύο βασικοί παράγοντες που καθορίζουν τα κομματικά συστήματα: ο αριθμός των κομμάτων που τα αποτελούν καθώς και κατά πόσον ο εκλογικός ανταγωνισμός τα κάνει να συγκλίνουν προς το κέντρο ή να αποκλίνουν προς τα άκρα.

Οι πιο κρίσιμες εκλογές στην περίοδο της μεταπολίτευσης ήταν εκείνες του 1981, με τις οποίες εγκαινιάστηκε μια μακρά περίοδος δικομματισμού. Στις τρεις δεκαετίες που ακολούθησαν, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία κυριάρχησαν πλήρως στην πολιτική σκηνή. Αμφότερα μπορούσαν να διεκδικούν την απόλυτη πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών εδρών που χρειάζονταν για τον σχηματισμό αυτοδύναμων κυβερνήσεων, ενώ επίσης είχε καθιερωθεί η τακτική εναλλαγή τους στην εξουσία.

Η ελληνική περίπτωση, ωστόσο, παρουσίαζε την εξής ιδιομορφία. Στον κλασικό δικομματισμό, τα κόμματα, καθώς συγκλίνουν προς το κέντρο ξεκινώντας από αντίθετες κατευθύνσεις, τείνουν να αμβλύνουν τις ιδεολογικές τους διαφορές, να γίνονται περισσότερο μετριοπαθή και να επιχειρούν σημαντικούς πολιτικούς συμβιβασμούς. Στον ελληνικό δικομματισμό όμως συνέβη το αντίθετο. Εξαιτίας του λαϊκισμού που καλλιεργήθηκε αρχικά από το ΠΑΣΟΚ και κατόπιν επίσης από τη Νέα Δημοκρατία, τα δύο μεγάλα κόμματα είχαν κάθε συμφέρον να συντηρούν συνθήκες πολιτικής πόλωσης για τη συγκρότηση εκλογικών πλειοψηφιών. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο κάθε προσπάθεια δημιουργίας αξιόλογης και σταθερής αντιπολίτευσης στον χώρο του μετριοπαθούς Κέντρου απέτυχε. Οσα νέα κόμματα προσπάθησαν να σταθούν αυτόνομα ανάμεσα στους ογκόλιθους των κομμάτων εξουσίας γρήγορα εξαφανίστηκαν από το κομματικό σύστημα ( ΔΗΑΝΑ, Πολιτική Ανοιξη, Δράση, ΔΗΚΚΙ).

Το σκηνικό άλλαξε με την οικονομική κρίση και την είσοδο της χώρας στα μνημόνια. Αίφνης, τα δύο πρώην αντίπαλα κόμματα ανακάλυψαν ότι σε περίοδο κρίσης ο λαϊκισμός και η πόλωση είναι αδιέξοδες στρατηγικές και ότι οι πολιτικές διαφορές τους δεν ήταν δα και αγεφύρωτες. Κι έτσι αναγκάστηκαν να σχηματίσουν συμμαχική κυβέρνηση, γεγονός που εντέλει οδήγησε στην κατάρρευση του δικομματισμού. Αυτό συνέβη για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν η εντυπωσιακά γρήγορη είσοδος στο σύστημα πολλών νέων σχηματισμών που προσπάθησαν να προσελκύσουν τους δυσαρεστημένους πρώην ψηφοφόρους των δύο μεγάλων κομμάτων. Ο δεύτερος ήταν ότι ο εκλογικός ανταγωνισμός επεκτάθηκε από το ευρύτερο κέντρο στα άκρα του κομματικού συστήματος, όπου πλέον είχαν εγκατασταθεί νέα ριζοσπαστικά και σχετικά αξιόμαχα κόμματα.

Το αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων που ξεκίνησαν το 2010 φάνηκε ξεκάθαρα στις εκλογές του Μαΐου 2012, οι οποίες σηματοδότησαν τη ριζική αναμόρφωση του κομματικού μας συστήματος. Το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία κατέγραψαν τα ιστορικά χαμηλότερα ποσοστά τους, ενώ ένα πρώην ασήμαντο κόμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Νέοι κομματικοί σχηματισμοί εισήλθαν δυναμικά στον εκλογικό στίβο, όπως ήταν οι Ανεξάρτητοι Ελληνες στον δεξιό χώρο, η ΔΗΜΑΡ στον αριστερό χώρο και λίγο αργότερα το Ποτάμι κοντά στο Κέντρο. Η εμφάνιση της Χρυσής Αυγής διεύρυνε το εκλογικό πεδίο προς τα άκρα δεξιά ενώ μια πλειάδα μικρότερων ριζοσπαστικών κομμάτων το διεύρυναν προς τα άκρα αριστερά. Το κομματικό σύστημα της χώρας είχε ήδη μεταβληθεί από δικομματικό σε πολυκομματικό, με μεγάλο βαθμό πόλωσης.

Στις τέσσερις εθνικές εκλογές που έχουν μεσολαβήσει έκτοτε, το κομματικό μας σύστημα παρουσιάζει εξαιρετικά μεγάλη ρευστότητα, χωρίς ακόμη να έχει βρει ένα σταθερό σημείο ισορροπίας. Ποιες είναι οι κυριότερες πρόσφατες εξελίξεις; Πρώτα πρώτα, τα κόμματα που δημιουργήθηκαν μέσα στην κρίση στα άκρα του συστήματος, όπως ήταν η Χρυσή Αυγή και –σε μικρότερο βαθμό–  οι Ανεξάρτητοι Ελληνες, έχουν ουσιαστικά εξαφανιστεί, πράγμα που επαναφέρει την κεντρομόλο δυναμική στο σύστημα. Παράλληλα, ωστόσο, σταδιακά εξαφανίστηκαν και κόμματα που προσπάθησαν να καταλάβουν μέρος του Κέντρου, όπως το Ποτάμι και η ΔΗΜΑΡ, ενώ το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται σε πορεία συνεχούς παρακμής.

Η σημαντικότερη εξέλιξη είναι ασφαλώς η κατάληψη του Κέντρου από την αναγεννημένη Νέα Δημοκρατία, όπου και προσπαθεί να εδραιωθεί πολιτικά. Τέλος, μια άλλη σημαντική εξέλιξη, που όμως είναι ακόμη υπό διαμόρφωση, αφορά τον ευρύ χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς.

Ποια θα είναι η δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει αυτόν τον χώρο για λογαριασμό του με τρόπο που θα του επιτρέψει στο εγγύς μέλλον να αποτελέσει εναλλακτική κυβερνητική λύση ως προς τη Νέα Δημοκρατία;

Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω δεδομένα, υπάρχουν τρία πιθανά σενάρια για το πού οδεύει το κομματικό μας σύστημα. Το πρώτο σενάριο προβλέπει την πολιτική ηγεμονία της Νέας Δημοκρατίας, ίσως με περαιτέρω δυναμική διείσδυσή της σε χώρους πέραν του Κέντρου, στα κόμματα της διασπασμένης Αριστεράς. Σε αυτήν την περίπτωση, το σύστημα θα παραμείνει πολυκομματικό αλλά με ένα επικυρίαρχο κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία.

Το δεύτερο σενάριο βασίζεται στον συνδυασμό της αναπότρεπτης εκλογικής παρακμής του ΠΑΣΟΚ και της πειστικής μεταμόρφωσης του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα που να πλησιάζει το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο. Αυτό θα οδηγούσε στην αναβίωση του παλαιότερου δικομματισμού με δύο κόμματα εξουσίας να ανταγωνίζονται για την κατάληψη του Κέντρου.

Το τρίτο και τελευταίο σενάριο είναι, απλούστατα, η δημιουργία ενός νέου κομματικού φορέα που εντέλει θα πετύχει να συνενώσει τις κατακερματισμένες δυνάμεις του κεντροαριστερού και αριστερού χώρου. Το εγχείρημα είναι ασφαλώς εξαιρετικά δύσκολο, ακόμη κι αν βρεθεί ένας αποφασισμένος και ικανός ηγέτης. Οι πιθανότητες αυτού του σεναρίου, όμως, αυξάνονται σημαντικά αν πραγματοποιηθεί το σενάριο πολιτικής ηγεμονίας της Ν.Δ. και αποτύχει ο σοσιαλδημοκρατικός μετασχηματισμός του ΣΥΡΙΖΑ.

* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι. Ανάμεσα στα βιβλία του είναι το «Λαϊκισμός και κρίση στην Ελλάδα» (Εκδόσεις Ικαρος, 2015).

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή