Στην πολύχρωμα πολύβουη, πολυπολιτισμική υδρόγειο της μόδας υπάρχουν πάντα κάποιες χαρισματικές φιγούρες που οδηγούν την εποχή τους. Η Σοφία Κοκοσαλάκη ήταν μία από αυτές. Το όμορφο, ψηλό, ξανθό κορίτσι με το εγκάρδιο χαμόγελο, το ανεξάντλητο χιούμορ, τις γερές κρητικές ρίζες και τη φυσική λεβεντιά πέθανε στο Λονδίνο την Κυριακή 13 Οκτωβρίου. Ηταν 47 ετών.
Με άξονα τις επιρροές της πολιτιστικής της κληρονομιάς και την προσωπική της ανάγκη για μια ανεξάρτητη στυλιστική γλώσσα, η σχεδιάστρια ανέπτυξε τη δική της πορεία στο διεθνές σύστημα της βιομηχανίας, βάζοντας την Ελλάδα ξανά στον παγκόσμιο χάρτη του δημιουργικού γίγνεσθαι στις αρχές του ’00. Στην αρχή μιας νέας χιλιετίας, η Κοκοσαλάκη ανήκε σε μια ομάδα νέων σχεδιαστών που η βιομηχανία παρακολουθούσε στενά. Και εκείνη, με ισχυρή θέληση, εξερεύνησε την τεχνική του ντραπέ, ανέτρεξε στην αρχιτεκτονική και αναζήτησε τις χειροποίητες λεπτομέρειες της λαϊκής παράδοσης. Η δημοσιογράφος και κριτικός μόδας της αμερικανικής Vogue, Σάρα Μάουερ, θυμάται ότι τον Φεβρουάριο του 2002, ο σταρ συνάδελφος και φίλος της Κοκοσαλάκη, Alexander McQueen, βρισκόταν στην πρώτη σειρά του ντεφιλέ της Ελληνίδας δημιουργού στη βάση της, στο Λονδίνο. Η παρουσία του ήταν απόδειξη, γράφει η Μάουερ, «του αντίκτυπού της ως ενός ανεξάρτητου κοριτσιού από την Ελλάδα που έχτιζε ένα νέο κύμα γυναικείας ματιάς στη μόδα».
Η Κοκοσαλάκη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1972 και σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παράλληλα, καλλιεργούσε τις μνήμες στην αγαπημένη της Κρήτη, τόπο καταγωγής και των δύο γονιών της. Η ενασχόληση με τη μόδα προέκυψε ως ανάγκη «συναισθηματική, όχι πνευματική», όπως μου είχε εξηγήσει σε συνέντευξή της στην αγγλόφωνη «Καθημερινή» το 2004. Γύρω στα 10 ή 11, είχε αισθανθεί ότι πιο καλοντυμένα από εκείνη κοριτσάκια έχαιραν διαφορετικής αντιμετώπισης από κυρίες, κυρίους, αλλά και αγόρια – μια «επιφανειακή, αλλά σημαντική» αποκάλυψη, όπως ανέφερε, η οποία καθόρισε τη μετέπειτα πορεία της.
Ομως, δεν αρκεί μια τέτοια συνειδητοποίηση για να κάνει κανείς καριέρα. Παράλληλα με την ανθρώπινη διάσταση του ενδιαφέροντός της για τη μόδα, η Κοκοσαλάκη είχε πάρα πολλά να «πει». Ακολουθώντας τα βήματα των Γαλλίδων Madame Grès και Madeleine Vionnet, αλλά και του Ισπανού Mariano Fortuny, η Κοκοσαλάκη τοποθέτησε στον δημιουργικό της πάγκο στοιχεία όπως οι πτυχώσεις. Για την Ελληνίδα σχεδιάστρια, η αρχαιοελληνική αυτή αναφορά ήταν ένα απόλυτα προσωπικό βίωμα. Γι’ αυτό και όταν πέρασε το κατώφλι του κολεγίου Central Saint Martins στο Λονδίνο για τις μεταπτυχιακές σπουδές της, η καθηγήτριά της Λουίζ Γουίλσον την προέτρεψε να αναζητήσει τις δικές της ρίζες. Κάτι που δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Στο μυαλό της νεαρής Ελληνίδας «παραμόνευε» πάντα, μεταξύ άλλων, η μινωική μορφή της Θεάς των Φιδιών. «Το στήθος της είναι εκτεθειμένο, έχει μια πολύ στενή μέση και αντιπροσωπεύει τη δύναμη, την ομορφιά, αλλά και κάτι σκοτεινό – αυτό είναι κάτι που καλλιέργησε από πολύ μικρή την αισθητική μου», έλεγε στην καλή της φίλη Χάριετ Κουίκ, δημοσιογράφο και συνεργάτιδα της βρετανικής Vogue.
Εκείνο που είχε πάντα σημασία για την ίδια ήταν η προσέγγιση του παρελθόντος να καταλήγει σ’ ένα απόλυτα σύγχρονο αποτέλεσμα. «Βλέπω αυτή την απομίμηση της κληρονομιάς, μια φθηνή εκδοχή της, μια υπερβολή. Γίνεται μια εκμετάλλευση όταν δεν προσεγγίζεις κάτι με ευαισθησία», μου είχε πει πέρυσι σε συνέντευξή της στο περιοδικό «Κ».
Στο μεταξύ, η πτυχιακή συλλογή της σχεδιάστριας στο βρετανικό κολέγιο είχε τραβήξει την προσοχή ειδικών, όπως η Σούζι Μένκες. Το 1999, η Κοκοσαλάκη ξεκίνησε το ομώνυμο brand της και συνέχισε να παρουσιάζει τις συλλογές της στο Λονδίνο. Σχεδίασε για τον οίκο Joseph και υπέγραψε συμβόλαιο με τον πειραματικό οίκο Ruffo Research. Το 2006 ανέλαβε την αναβίωση του οίκου που είχε ιδρύσει η πρωτοπόρος Madeleine Vionnet.
Είχε προηγηθεί η «επιστροφή» της σχεδιάστριας στην Ελλάδα, για τον σχεδιασμό και την οργάνωση της παραγωγής των κοστουμιών όλων εκείνων που εμφανίστηκαν στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων – περίπου 6.000 κοστούμια, ανάμεσα στα οποία και το φόρεμα 900 τ.μ. της Μπγιορκ. Αργότερα ακολούθησαν κι άλλες συνεργασίες για τη δημιουργία στολών, όπως εκείνων για τα πληρώματα της Aegean Airlines το 2015, αλλά και πιο πρόσφατα για το προσωπικό τού πλήρως ανακαινισμένου Αστέρα στη Βουλιαγμένη.
Στο μεταξύ, αν και το Λονδίνο ήταν η μόνιμη βάση της, η ίδια αισθανόταν ότι η δημιουργική ατμόσφαιρα του Παρισιού ταίριαζε περισσότερο στην παρουσίαση των συλλογών της. Μετέφερε τα ντεφιλέ στη γαλλική πρωτεύουσα, ενώ τα ρούχα της –με τη μινιμαλιστική τους διάθεση και τις ποιοτικές πρώτες ύλες τους, όπως το δέρμα – είχαν βρει τη θέση τους σε καταστήματα όπως το Harvey Nichols και το Harrods στο Λονδίνο και το Corso Como στο Μιλάνο. To 2007 o Ρέντσο Ρόσο, ιδρυτής του ομίλου Only The Brave –στην κατοχή του οποίου βρίσκεται και η Diesel– αγόρασε τον οίκο Sophia Kokosalaki, με σκοπό την ανάπτυξη του brand, ενώ την ίδια εποχή η σχεδιάστρια σχεδίαζε και τις συλλογές Diesel Black Gold. Αργότερα, η συμφωνία έληξε και ο οίκος επανήλθε στα χέρια της Κοκοσαλάκη.
Την ίδια εποχή, η σχεδιάστρια αποφάσισε να αφήσει πίσω της τους εξαντλητικούς ρυθμούς της παραγωγής ενός ποιοτικού πρετ-α-πορτέ και να επικεντρώσει τις δυνάμεις της αρχικά στην παραγωγή νυφικών και αργότερα στην κατασκευή demi fine συλλογών κοσμημάτων. «Ημουν απούσα από αυτό που λέγεται “ζωή”, οι μόνοι φίλοι που μπορούσα να έχω λόγω χρόνου τότε ήταν από τον χώρο», έλεγε πέρυσι στο «Κ».
Απέκτησε μια κόρη με τον σύντροφό της, ασχολήθηκε με τη σύγχρονη τέχνη ως χόμπι, «επέστρεφε» συχνά στην Κρήτη και συνέχισε τη δημιουργική διαδρομή της – πάντα με τους δικούς της όρους. Μέχρι την προηγούμενη Κυριακή.