Εχει κεφαλαιώδη σημασία η διάγνωση: Να ξεχωρίσουμε την κρίση από την παρακμή. Να έχουμε συνείδηση των συνεπειών – τι συνεπάγεται μια κοινωνική «κρίση», τι τελεσίδικο σημαίνει η «παρακμή».
Πώς μπορούμε να διαγνώσουμε τη διαφορά; Εύκολο κριτήριο είναι η διάρκεια. Αν κάποιες κοινωνικές δυσλειτουργίες παρατείνονται πέρα από τον μέσο όρο ζωής μιας γενιάς, ταλαιπωρούν δύο, τρεις ή περισσότερες γενιές, τότε υποπτευόμαστε παρακμή. Αν διαδοχικές κυβερνήσεις υπόσχονται να λύσουν ένα πρόβλημα οργάνωσης, λειτουργίας ή θεσμών του κράτους, προσπαθούν, δεν το λύνουν και το παραδίδουν στους επόμενους σαν αυτονόητα άλυτο, τότε οσμιζόμαστε κοινωνική παρακμή.
Η παρακμή είναι αναμφισβήτητη, όταν ψηφίζονται από το κοινοβούλιο νόμοι, που αμνηστεύουν κατάφωρες παρανομίες των διαχειριστών της εξουσίας, εγκλήματα κλοπής ή κατάχρησης του κοινωνικού χρήματος. Παρακμή υπάρχει, όταν αποφαίνεται δημόσια Πρόεδρος της Δημοκρατίας ότι «ένας πρωθυπουργός δεν παραπέμπεται ποτέ στη Δικαιοσύνη, απλώς ξαποστέλνεται σπίτι του» – είναι παρακμή να αλληλοκαλύπτουν εγκλήματα ή πομπές τους οι επαγγελματίες της εξουσίας. Είναι σίγουρα σύμπτωμα παρακμής, εκπεσμού και σήψης μιας κοινωνίας, να μονοπωλούν την πολιτική οι διαφημιστές, η μονοκρατορία των «εντυπώσεων», να κατευθύνεται η ψήφος των πολιτών από χρυσοπληρωμένη προπαγάνδα.
Μόνο σε μια παρακμιακή κοινωνία, με δραματικά υποβιβασμένο επίπεδο διανοητικής καλλιέργειας, επιβιώνουν στην εξουσία «οικογένειες» που τα έκγονά τους έχουν αυτονόητα εξασφαλισμένη, χάρη στο όνομά τους, την ηδονική απόλαυση τιμών, πλούτου, δημοσιότητας – με αυτοματική μεταβίβαση των προνομίων από γενιά σε γενιά. Ποιος μπορεί να διανοηθεί, στη Μεγάλη Βρετανία, για παράδειγμα, να «κοσμούν» κάθε κυβέρνηση, επί πολλές δεκαετίες, ονόματα ίδια: Βενιζέλος, Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Κεφαλογιάννης, Βαρβιτσιώτης, να αποτελεί η ανάληψη της ευθύνης για τα κοινά όχι επιβράβευση προσόντων, κατάρτισης και ήθους, αλλά μόνο συνάρτηση οικογενειακού ονόματος.
Από «κρίσεις», ή και περιόδους παρακμιακής καθίζησης, μια κοινωνία μπορεί να βγει, όχι συμπτωματικά και τυχαία. Πάντοτε με προϋποθέσεις: απρόσμενη πρόκληση αυξημένης συνοχής, εμφάνιση εύστοχης σκοποθεσίας, πληγωμένο συλλογικό «φιλότιμο».
Ειδικά η νεοελληνική κοινωνία είχε το «ιδίωμα», θα έλεγε κανείς, μετά από κορυφώσεις παρακμιακών συμπτωμάτων ή από καταστροφικές συμφορές, να εμφανίζει βραχύβιες, απρόσμενες και περιορισμένης εμβέλειας εκπλήξεις κάποιου είδους ποιοτικής ανθοφορίας. Το εκπληκτικό στοιχείο αυτών των αναπάντεχων εμφανίσεων δεν ήταν το ποσοτικό τους διαμέτρημα, αλλά η ποιοτική τους δυναμική. Που συγκεφαλαιωνόταν συχνά σε ένα πρόσωπο. Χρειάζεται πολύ ταλέντο και πολύμοχθη καλλιέργεια για να αντιληφθεί κανείς την κοσμοπολίτικη δυναμική των οριζόντων του Διονύσιου Σολωμού ή του Ιωάννη Καποδίστρια. Είχαν προσλάβει άνετα τα θησαυρίσματα της αρχόμενης τότε ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας, τα είχαν κριτικά αφομοιώσει, και τα αξιολογούσαν όχι ως υπέρτερα της ελληνικής ευ-γένειας και αρχοντιάς.
Ανάλογες είναι και οι περιπτώσεις του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη – που θα τολμούσε να πιστεύει κανείς ότι, ακόμη σήμερα, το πραγματικό μέγεθος της ιστορικής τους σημασίας δεν έχει συνειδητοποιηθεί στο νεωτερικό μας κρατίδιο. Χρωστάει πολλά ολόκληρη η Ευρώπη στον προφήτη της Νεωτερικότητας Ντοστογιέφσκυ, θα αντλούσε πολύ περισσότερα ο «εν καταστολή» μέγας κόσμος της ελληνικής «Οικουμένης» από τον Παπαδιαμάντη και τον Κωνσταντίνο Καβάφη, αν δεν τον ρήμαζε η ξιπασιά.
Μετά τον έσχατο εξευτελισμό του 1897, και την ανάσα των νικηφόρων απελευθερωτικών πολέμων 1912-13, ήρθε η τραγωδία του διχασμού και ο εφιάλτης της δικτατορίας Βενιζέλου (1915-1920), για να ακολουθήσει το εμπράγματο ιστορικό τέλος του Ελληνισμού: η απώλεια της Μικρασίας και του Πόντου. Ομως μετά και από αυτόν τον οριστικό όλεθρο, εμφανίζεται η έκπληξη της «Γενιάς του ’30»: η πρώτη συνειδητή, ισότιμη (χωρίς επαρχιωτική, μεταπρατική μειονεξία) και γι’ αυτό εκρηκτικά γόνιμη συνάντηση της σύγχρονης ελληνικότητας με τη νεωτερική Ευρώπη.
Ακολουθεί ο πόλεμος, η εξαθλιωτική κατοχή και η ολέθρια παραφροσύνη της ζαχαριαδικής ανταρσίας – η Ελλάδα φτάνει στον πάτο της αβύσσου. Για να εμφανιστεί η τελευταία απίστευτη έκπληξη: η «Γενιά του ’60»: Μάνος Χατζιδάκις και Γιάννης Τσαρούχης, οι εμβληματικές φιγούρες της έκπληξης. Αλλά η έκπληξη απλωνόταν σε κάθε πτυχή της ζωής – μουσική, ποίηση, αρχιτεκτονική, θέατρο, εκδόσεις (παντού, πλην πολιτικής).
Κάθε έκπληξη, και κάθε πια ενδεχόμενο ανανεωτικής ανάσας, πνίγηκε από το καινούργιο, ακαταμάχητο τερατογέννημα που ακολούθησε: σύμπτωμα ή λοιμική ΠΑΣΟΚ. Δεν ήταν κόμμα, ήταν νοο-τροπία, συμπεριφορά, η αποδέσμευση του χυδαίου ατομοκεντρισμού από κάθε χαλινό, ο υλισμός της άγριας ιδιοτέλειας και αρπακτικής μανίας σε δόσεις αλόγιστης αμετρίας. Το πιο συνταραχτικό, είναι η ταχύτητα μετάγγισης – μετάδοσης της μεταλλαγής – ο «ρινοκερισμός» του Ιονέσκο στην πράξη: Η Ν.Δ. εκπασοκίστηκε πρώτη και ραγδαία, το ΚΚΕ και οι αποφύσεις του ολοκληρωτικά, ο συνδικαλισμός, οι βιομήχανοι, τα μαθητούδια, η αυτοδιοίκηση, οι επισκοπικές σύνοδοι, οι «κατά παντός» ασυμβίβαστοι Συριζαίοι, οι πάντες στην Ελλάδα έγιναν ΠΑΣΟΚ. Μονόχνωτος λαϊκισμός, απολυταρχία των εντυπώσεων, αυτονόητη χρηματολαγνεία και εγωκεντρικός τσαμπουκάς.
Είναι η πρώτη ίσως φορά που μπορούμε με σιγουριά να διαγνώσουμε παρακμή, όχι εφήμερη κρίση. Ο απεκπασοκισμός (ή αποπασοκοποίηση) της ελλαδικής κοινωνίας δεν γίνεται με διαχειριστές της εξουσίας. Θέλει κοινωνικούς μεταρρυθμιστές. Είδος εξαφανισμένο.