Μύθοι και αλήθειες περί ουρανοξυστών

Μύθοι και αλήθειες περί ουρανοξυστών

3' 22" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μου αρέσουν τα ψηλά κτίρια. Οχι μόνο επειδή έχουν μια κομψότητα (όταν γίνονται σωστά), αναγνωρισμένη ήδη από την Αρχαία Αίγυπτο και τους οβελίσκους, αλλά επειδή είναι καλή ιδέα στην πράξη. Σε μια πόλη σαν την Αθήνα, πυκνοκατοικημένη, στριμωγμένη ανάμεσα σε επιβλητικά βουνά, χτισμένη δίπλα στο γαλάζιο του Αιγαίου χωρίς σχεδόν κανείς να μπορεί να το απολαύσει από το μπαλκόνι του, με έλλειψη καλών επαγγελματικών χώρων και μεγάλων κτιρίων, η δόμηση σε ύψος λύνει προφανή προβλήματα.

Υπάρχουν όμως και δύο πολύ σοβαρά εν δυνάμει μειονεκτήματα, θέλει προσοχή πού και πώς χτίζονται. Ετσι, συμφωνώ να χτιστούν στο Ελληνικό «ουρανοξύστες» (όταν παγκοσμίως χτίζονται κτίρια 120 ορόφων, τα 40ώροφα που προτείνονται, οριακά αξίζουν τον χαρακτηρισμό). Πρέπει όμως να είναι στολίδια παγκόσμιας ακτινοβολίας που τόσο έχει ανάγκη η Αθήνα, όχι μία ακόμα μετριότητα.

Ας αρχίσουμε με όσα δεν είναι μειονεκτήματα των ψηλών κτιρίων, διαλύοντας τρεις διαδεδομένους μύθους. Ο πρώτος, που περιέργως επιζεί επί δεκαετίες, αφορά τη σεισμικότητα. Εχουμε σεισμούς, ναι. Εξίσου σεισμογενείς και περισσότερο, είναι μεγαλουπόλεις όπως το Σαν Φρανσίσκο ή το Τόκιο. Δεν εμποδίστηκαν να χτίσουν εδώ και μισό αιώνα, δεκάδες και εκατοντάδες ουρανοξύστες αντιστοίχως.

Ο δεύτερος μύθος είναι ότι απαγορεύοντας τους ουρανοξύστες προστατεύουμε την Ακρόπολη. Σας έχω νέα: από το μεγαλύτερο κομμάτι της πόλης δεν φαίνεται ο Παρθενώνας. Στο Ελληνικό (ή στο Μαρούσι παρεμπιπτόντως), ο μόνος τρόπος να δεις αρχαία Αθήνα θα ήταν χτίζοντας ένα πολύ ψηλό κτίριο! Περιέργως, οι οικοδομικοί μας κανονισμοί είναι πιο χαλαροί στο κέντρο της πόλης, ακριβώς δίπλα στην Ακρόπολη, όπου χτίζονται σήμερα κτίρια 10 ορόφων, ενώ στα προάστια σπάνια ξεπερνούν τους πέντε.

Ο τρίτος μύθος είναι ότι τα ψηλά κτίρια πάντα επιβαρύνουν την πόλη, κι αν χτιστούν μαζικά την καθιστούν μη βιώσιμη (βλ. και τον συγγενή μύθο ότι η αντιπαροχή κατέστρεψε την Αθήνα, που χρειάζεται ολόκληρο κεφάλαιο, προσεχώς στο βιβλίο «10 Νεοελληνικοί Μύθοι», εκδόσεις Παπαδόπουλος). Στην πραγματικότητα επιβαρύνουν μόνο όταν γίνονται λάθη.

Κακή χωροθέτηση επιβαρύνει τους γείτονες, κακή αρχιτεκτονική επιβαρύνει αισθητικά.

Οποιος έχει ζήσει τις δύο δυτικές μεγαλουπόλεις που βρίσκονται σε αντίθετους πόλους σε σχέση με το ζήτημα αυτό, το Μανχάτταν με το δάσος ουρανοξυστών, και το Λονδίνο όπου η μέση κατοικία έχει 2-3 ορόφους, προτιμά λογικά το πρώτο ως πρότυπο για μεγάλη πόλη. Τα ψηλά σύγχρονα κτίρια, πέρα από θέα, επιτρέπουν ανέσεις που ούτε κατά διάνοια βλέπεις σε βικτωριανά σπιτάκια: υποδοχή, γυμναστήριο, γραφειακούς χώρους, χρησιμοποιήσιμη ταράτσα για εκδηλώσεις ή έστω ηλιοθεραπεία. Και παρ’ όλα αυτά κοστίζουν λιγότερο από το βικτωριανό κτίριο, γιατί το κόστος της γης μοιράζεται σε μεγαλύτερη επιφάνεια κατοικίας.

Το Λονδίνο στερείται από ψηλά κτίρια κατοικίας (αν και αυτό αλλάζει σήμερα) όχι επειδή δεν υπάρχει ανάγκη ή δεν γνωρίζουν αστικά οικονομικά, αλλά επειδή (α) περισσεύουν γειτονιές παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, και (β) η ρυμοτομία κατά κανόνα είναι απαγορευτική. Ενας ουρανοξύστης στο μέσο λονδρέζικο δρομάκι, όντως θα επιβάρυνε υπερβολικά. Το (λιγοστό ούτως ή άλλως) φως θα σπάνιζε, οι μεταφορικές υποδομές δύσκολα θα άντεχαν.

Πίσω στην Αθήνα. Η πρωτεύουσά μας των 3.000 χρόνων Ιστορίας, είναι ουσιαστικά πολύ σύγχρονη πόλη. Τα κτίριά της έχουν χαμηλό πανευρωπαϊκά μέσον όρο ηλικίας, και σύμφωνα με πολλούς, τη χαμηλότερη αισθητική. Οι λεωφόροί μας είναι επίσης γενικά σύγχρονες: Συγγρού, Βουλιαγμένης, Κηφισίας, Αθηνών, έχουν πλάτος που δεν συναντάς πουθενά στο Κεντρικό Λονδίνο, επιτρέποντας άνετα κτίρια 40-50 ορόφων χωρίς ιδιαίτερη επιβάρυνση γειτόνων και πόλης.

Το Ελληνικό, μάλιστα, σχεδιάζεται από το μηδέν. Είναι σπάνια ευκαιρία ιστορικά να φτιάξουμε σωστό ρυμοτομικό σχέδιο μιας θεμελιωδώς σύγχρονης πόλης, μέσα σε ένα όμορφο πάρκο. Ορθά χωροθετούμενοι, ένας ή δέκα ουρανοξύστες στο Ελληνικό, δεν επιβαρύνουν καθόλου, πέρα από αισθητικά.

Και αυτό τελικά είναι και το σημαντικότερο στο θέμα. Η νέα μας πόλη που δεν μοιάζει σύγχρονη, η γενέτειρα δυτικής αρχιτεκτονικής που μοιάζει να χτίστηκε απουσία αρχιτεκτόνων, έχει ανάγκη πραγματικά κοσμήματα. Οι ουρανοξύστες που πρέπει να γίνουν στο Ελληνικό, οφείλουν να είναι κομψοτέχνημα-σύμβολο για τον ελληνισμό. Πέρα από τις (έντονες) εφήμερες οικονομικές μας ανάγκες, είναι ανάγκη να σκεφτούμε μεγαλόπνοα και μακροπρόθεσμα. Απαιτείται αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, χωρίς μίζερους περιορισμούς, να προσελκύσουμε τους κορυφαίους του πλανήτη να σχεδιάσουν ό,τι πιο ριζοσπαστικό, καλαίσθητο και τουριστικά ελκυστικό μπορούν.

Η αρχιτεκτονική πάντα συμβόλιζε πού πάει μια χώρα. Πού θέλουμε να πάμε;

* Ο κ. Σωτήρης Γεωργανάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο City του Λονδίνου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή