Eχει γίνει τόση συζήτηση για τον φωτισμό της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας, που φοβούμαι ότι θα θρηνήσουμε σπασμένα πόδια και χέρια κατά τη διάρκεια των εορτών. Οι διαβάτες, προκειμένου να κατανοήσουν τη σημασία του πρωτοποριακού αυτού έργου, είναι υποχρεωμένοι να κοιτούν ψηλά, κάτι που αντενδείκνυται στα πεζοδρόμια της μετανεωτερικής μας πόλης, της τόσο ανοιχτής στις προκλήσεις των καιρών. Λακκούβες, ξεχαρβαλωμένες πλάκες, παρκαρισμένα οχήματα στις διαβάσεις επιβάλλουν βλέμμα χαμηλό και κινήσεις προσεκτικές. Δεν έλαβαν υπόψη τους όσοι ανήρτησαν τον φωτισμό, έργο αινιγματικό σαν το χαμόγελο της Τζοκόντα, τη λατρεία του σύγχρονου Ελληνα για την αισθητική; Δεν αναρωτήθηκαν οι τολμητίες της προόδου πως ακόμη και τα βήματά σου μπορείς να μπερδέψεις –η τρέχουσα έκφραση είναι πολύ πιο εύγλωττη– αν αρχίσεις να αναρωτιέσαι κοιτάζοντας ψηλά τι να σημαίνουν όλ’ αυτά, πώς επηρεάζουν τη ζωή μας, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πώς συνδέονται με το έλατο Καρπενησίου της πλατείας Συντάγματος; Και, εντέλει, ποία η σημασία του φωτός;
Αντιλαμβάνομαι ότι οι εμπνευστές του έργου θέλησαν να μας υπενθυμίσουν τον καλύτερο εαυτό μας, τον φιλόσοφο, τον αισθητή. Αντί να μας αποβλακώσουν με αστεράκια, αγγελάκια και λοιπά εποχικά είδη, είπαν να μας δώσουν μια γεύση αιωνιότητας. Τι πιο ανθεκτικό στον χρόνο απ’ το φως; Εκτός αυτού, συμφέρει και οικονομικά. Ο φωτισμός για τον εορτασμό της γεννήσεως του Θείου Βρέφους, με τη λιτότητά του, έχει οικουμενική διάσταση. Μπορεί να μονιμοποιηθεί ως συμβασιούχος του Δημοσίου και να χρησιμοποιηθεί και την 25η Μαρτίου, το Πάσχα, τον Δεκαπενταύγουστο, για τις τελετές του 2021, θα τολμούσα να πω ακόμη και για το Athens Pride. Το φως είναι φως και το σκότος είναι σκότος. Κι άσε τον Ηράκλειτο να λέει ότι φως και σκότος είναι το ίδιο. Αυτός δεν ήταν μεταμοντέρνος. Οι δρόμοι της Αθήνας χρειάζονται φως. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο clean φωτισμός δημιουργεί μια ενδιαφέρουσα αντίστιξη με το dirty της μετανεωτερικής Αθήνας. Θα λέγαμε ότι πρόκειται για έναν γόνιμο διάλογο με τους ξεχειλισμένους κάδους απορριμμάτων, installations του ανώνυμου λαϊκού καλλιτέχνη, το δημοτικό τραγούδι της Αθήνας μας. Ο,τι και να ’ναι, πάντως, χρωστάμε ευγνωμοσύνη στο Ιδρυμα Ωνάση, που μας έβγαλε από την πλήξη του μελομακάρονου. Βρήκαμε επιτέλους να συζητήσουμε κάτι σοβαρό: τον εντομοαπωθητικό φωτισμό της Βασιλίσσης Σοφίας.
Και μη με ρωτήσετε ποια είναι η άποψή μου, διότι δεν έχω άποψη. Φωτισμένους δρόμους θέλω ο δόλιος και καθαρούς κάδους απορριμμάτων. Εγώ, εξάλλου, κατοικώ στη Little Kabul στη Βικτώρια, κάτι σαν τη Little Italy της Νέας Υόρκης, και ως Νεοϋορκέζος τα βλέπω όλ’ αυτά αφ’ υψηλού.