Πανεπιστήμια, ισότητα και αριστεία

Πανεπιστήμια, ισότητα και αριστεία

3' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η υπουργός Παιδείας προωθεί σειρά μέτρων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση που έχουν προκαλέσει αντιδράσεις: λιγότερα πανεπιστήμια, αυστηρότερες προϋποθέσεις πρόσβασης σε αυτά, αξιολόγηση, συστηματικότερες σπουδές και διαγραφή «αιωνίων φοιτητών». Τα μέτρα αυτά επικρίνονται από την αντιπολίτευση με διάφορα επιχειρήματα, πυρήνας των οποίων είναι ότι εμπνέονται από μιαν αντίληψη «αριστείας» που αναιρεί την ίση μεταχείριση: θα εισάγονται και θα αποφοιτούν πολίτες που διαθέτουν καλύτερες δυνατότητες. Oμως δεν έχουν όλοι τις ίδιες ευκαιρίες να αποκτήσουν αυτές τις δυνατότητες: οι ευκατάστατοι, όσοι είχαν την τύχη να γεννηθούν σε εύπορες οικογένειες που μπορούν να παρέχουν στα παιδιά τους τα απαραίτητα εφόδια, θα ευνοούνται. Τι γίνεται με τους υπόλοιπους;

Κάθε φιλελεύθερος έχει λόγους να ανησυχεί όταν παραβιάζεται η αξία της ίσης μεταχείρισης που είναι πυρήνας κάθε ορθώς εννοούμενου φιλελευθερισμού. Αξίζει συνεπώς να αναρωτηθούμε κατά πόσον οι προωθούμενες μεταρρυθμίσεις συμβιβάζονται με την αρχή της ισότητας. Για να προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα πρέπει να σκεφθούμε ποια είναι η αποστολή και η λειτουργία των πανεπιστημίων και πώς και αν η αριστεία συμβιβάζεται με το πρόταγμα της ισότητας.

Ας αρχίσουμε από την αριστεία. Ολες οι κοινωνίες χρειάζονται «αρίστους» και επομένως όχι μόνο συγχωρείται να τους ανέχονται, αλλά οφείλουν και να δημιουργούν τέτοιους. Κανένας δεν επιθυμεί να τον περιθάλπουν κακοί γιατροί ή να χτίζουν τα σπίτια του ανίκανοι μηχανικοί. Αλλο είναι το ζήτημα της αξιοσύνης και άλλο το ζήτημα της ανταμοιβής της. Δεν είναι αυτονόητο ότι οι καλύτεροι δικαιούνται μεγαλύτερο μερίδιο του κοινωνικού πλούτου. Σημαντικοί φιλελεύθεροι στοχαστές πιστεύουν ότι οι ιδιαίτερες ικανότητες ή δεξιότητες, ιδίως όταν οφείλονται σε γεγονότα τυχαία, φυσικά χαρίσματα ή ευνοϊκές κοινωνικές συγκυρίες, δεν θεμελιώνουν απαραίτητα αξίωση μεγαλύτερης ανταμοιβής. Πράγματι, η αξιοσύνη συνιστά ήδη καθαυτή ανταμοιβή του εαυτού της. Η αριστεία δεν συνεφέλκει απαραιτήτως αξιοκρατία, δηλαδή δικαίωμα των αξίων να «κρατούν».

Το πρώτο συμπέρασμά μας είναι, εντούτοις, σαφές: χρειαζόμαστε αριστεία. Το αν, πόσο και πώς αυτή θα ανταμείβεται είναι ζήτημα άλλης τάξεως.

Το δεύτερο ζήτημά μας είναι η αποστολή των πανεπιστημίων. Η αντιπολίτευση αντιλαμβάνεται την πανεπιστημιακή παιδεία (και) ως μηχανισμό παραγωγής κοινωνικής ισότητας. Η δωρεάν, αποκλειστικά δημόσια ανώτατη παιδεία είναι αυτή που θα αμβλύνει τις κοινωνικοοικονομικές ανισότητες επιτρέποντας στους λιγότερο προνομιούχους να ανέλθουν κοινωνικά και επαγγελματικά. Εξ ου και η εμμονή στο άρθρο 16 του Συντάγματος.

Η αντίληψη αυτή διαθέτει βαθμό αληθείας. Μελετώντας την περίοδο 1830-1922, ο Κ. Τσουκαλάς έδειξε ότι οι δημόσιοι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί πέτυχαν να διευκολύνουν την κοινωνική κινητικότητα στην Ελλάδα. Δεν γνωρίζω αν αυτό ισχύει ακόμη. Υπό τις σημερινές συνθήκες η πρόσβαση σε μια παρατεταμένη τριτοβάθμια εκπαίδευση φαίνεται να λειτουργεί μάλλον ως μηχανισμός αποσυμφόρησης της αγοράς εργασίας παρά ως δίαυλος κοινωνικής ανόδου και εξίσωσης.

Είναι όμως αποστολή των πανεπιστημίων να λειτουργούν ως μηχανισμοί διόρθωσης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων; Ο Tony Judt, ένας προοδευτικός διανοητής που έφυγε πρόωρα από τη ζωή χτυπημένος από μιαν άσχημη μυασθένεια, έγραφε προ ετών ότι η αντίληψη αυτή είναι εσφαλμένη.

Είτε μας αρέσει είτε όχι τα πανεπιστήμια λειτουργούν ως μηχανισμοί επιλογής των «αρίστων» που χρειάζεται η κοινωνία.  Αν επιθυμούμε –και ως φιλελεύθεροι οφείλουμε να επιθυμούμε– η πρόσβαση στα πανεπιστήμια να γίνεται υπό καθεστώς δίκαιων και ίσων ευκαιριών, θα πρέπει να παρέμβουμε σε προηγούμενα επίπεδα: στην κατανομή του εισοδήματος, στη φορολογία και, ιδίως, στο στάδιο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Υπό την έποψη αυτή είναι οξύμωρο ότι το Σύνταγμά μας απαγορεύει τη μη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση, ενώ επιτρέπει την ίδρυση εκπαιδευτηρίων πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από ιδιώτες. Ο Ν. Αλιβιζάτος έχει δείξει τους ιστορικούς λόγους που εξηγούν αυτή την περίεργη ανωμαλία που έχει συντηρητικές καταβολές. Υπάρχουν βέβαια λόγοι άλλης τάξεως που ενδεχομένως επιβάλλουν να μη μονοπωλεί το κράτος την κατώτερη και μέση εκπαίδευση. Πάντως, μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 σε ιδιωτικά σχολεία μέσης και κατώτερης εκπαίδευσης κατέφευγαν οι μαθητές οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντεπεξέλθουν στις αυστηρές απαιτήσεις των δημοσίων σχολείων. Με εξαίρεση ελάχιστα καλά μη δημόσια σχολεία, τα υπόλοιπα ιδιωτικά σχολεία εθεωρούντο σχολεία δεύτερης κατηγορίας.

Ποια είναι τα συμπεράσματα αυτής της σύντομης ανάλυσης; Η καλλιέργεια της αριστείας είναι ηθικά θεμιτή και πρακτικά επιθυμητή. Τα πανεπιστήμια δεν είναι ο κατάλληλος μηχανισμός για τη διόρθωση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων. Η κατώτερη και μέση εκπαίδευση είναι ο τόπος που προσφέρεται κατεξοχήν για τη δημιουργία ίσων ευκαιριών. Η λύση δεν είναι η απαγόρευση της μη δημόσιας εκπαίδευσης, αλλά η βελτίωση της δημόσιας. Υπ’ αυτήν την έννοια τα μέτρα της υπουργού Παιδείας φαίνεται πως κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση.

* Ο κ. Ξενοφών Ιω. Παπαρρηγόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής – Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή