Ο Αριστείδης Αγαθοκλής, του οποίου η (επαγγελματική) αυτοβιογραφία κυκλοφορεί με τον παραπάνω τίτλο από τις Εκδόσεις Παπαζήση, δεν είναι ο τυπικός εκπρόσωπος της ελληνικής διπλωματικής υπηρεσίας, μολονότι η σταδιοδρομία του σε αυτήν υπήρξε λαμπρότατη – εκτός από ταραχώδης. Είναι εντελώς ξεχωριστή περίπτωση και, με βάση την προσωπική εμπειρία μου, θα έλεγα μοναδική.
Και άλλοι διπλωμάτες μας, όχι μόνον της δικής του γενιάς αλλά και νεότεροι, οι οποίοι αναφέρονται στο βιβλίο του, έχουν την ευφυΐα, την εργατικότητα και το ήθος του. Νομίζω, όμως, ότι κανείς άλλος δεν έχει σε τόσο εμφανή βαθμό τη μαχητικότητα του πνεύματος που χαρακτηρίζει τον Αγαθοκλή και η οποία έχει ως υπόβαθρό της τον έντονο συναισθηματισμό του. Η προσωπική επιτυχία του Αγαθοκλή, σε μια επαγγελματική πορεία κατά την οποία χειρίστηκε –συχνά με τρόπο καθοριστικό για την περαιτέρω πορεία τους– κρίσιμα εθνικά θέματα, ήταν ότι είχε την εξυπνάδα, ώστε αυτόν τον συναισθηματισμό, που σε κάποιον άλλον λιγότερο ευφυή και ικανό διπλωμάτη θα ήταν μειονέκτημα, να τον κάνει εργαλείο της δουλειάς του.
Ούτε και το βιβλίο του, όμως, είναι η τυπική αυτοβιογραφία ενός διπλωμάτη. Δεν νομίζω ότι σε άλλη, ανάλογου τύπου, εξιστόρηση της επαγγελματικής σταδιοδρομίας ενός διπλωμάτη θα βρείτε δύο φορές τη λέξη «fuck» και μία (αλλά καλή!) τη λέξη «μαλ@#*ας». Το σχετικό επεισόδιο συνέβη τον Δεκέμβριο του 1994, στην αρχική και πολύ κρίσιμη φάση της σύνδεσης της ευρωπαϊκής πορείας της Κύπρου με την Τελωνειακή Ενωση της Τουρκίας, όταν η τότε γερμανική προεδρία επιχείρησε άγαρμπα να θάψει το θέμα. Στη σχετική συζήτηση, ο Γερμανός διπλωμάτης Von Ploetz, με προσβλητική υπεροψία προς τον τότε υφυπουργό Γιάννο Κρανιδιώτη, είπε ότι η Κύπρος δεν θα έμπαινε ποτέ στην Κοινότητα. Η συνέχεια, όπως την αφηγείται ο συγγραφέας: «Ο Γιάννος γύρισε και με κοίταξε καλά καλά έκπληκτος ρωτώντας με στα ελληνικά: “Ρε συ, τι είπε αυτός ο μαλ@#*ας;”. “Είπε ό,τι άκουσες”, του απάντησα. Τότε γυρίζει προς τον Γερμανό όρθιος, ενώ τα μάτια του πέταγαν φωτιές, και του λέει κάνοντας μια χυδαία χειρονομία, αλλά απολύτως δικαιολογημένη για μένα: “In this case take your Customs Union and stuff it!”».
Το συγκεκριμένο επεισόδιο είχε, πάντως, αίσια κατάληξη – όλοι ξέρουμε, άλλωστε, ότι στο τέλος η Κύπρος έγινε μέλος της Ενωσης. Το αναφέρω εδώ, όχι για το πορνογραφικό ενδιαφέρον που μπορεί να έχει, αλλά επειδή ο (σπάνιος για διπλωμάτη) εκφραστικός νατουραλισμός δίνει στην αφήγηση έναν τόνο εντιμότητας και ευθύτητας, που ίσως ξαφνιάσει όσους δεν γνωρίζουν προσωπικά τον συγγραφέα. Ενα άλλο στοιχείο που ενισχύει την αφήγηση είναι η ικανότητά του να συλλαμβάνει την ουσία των θεμάτων και να την κάνει λιανά. Η αξία του βιβλίου έγκειται στο ότι αυτά τα δύο στοιχεία τίθενται στην υπηρεσία της εξιστόρησης της μεγαλύτερης επιτυχίας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, μετά την ένταξή μας στην τότε ΕΟΚ, δηλαδή την ένταξη της Κύπρου, παρά το γνωστό πολιτικό πρόβλημα, καθώς και η σύνδεση των Ελληνοτουρκικών και της επίλυσής τους μέσω Χάγης με την ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας (η απόφαση του Ελσίνκι).
Στην υπόθεση αυτή, ο Αγαθοκλής συνέβαλε αποφασιστικά και από την αρχή, η δε έκβασή της, όπως περιγράφεται στο βιβλίο και διανθίζεται με διάφορα γλαφυρά ή και φρικώδη περιστατικά, στα οποία εμφανίζονται διάφορες προσωπικότητες της πολιτικής και της διπλωματίας, είναι ένα πραγματικό θρίλερ. Εξίσου συναρπαστική είναι και η ιστορία της ελληνικής προεδρίας του 2002 στη Χαλκιδική: η πρώτη στην Ιστορία της Ευρώπης όπου τα συμπεράσματα είχαν συμφωνηθεί εκ των προτέρων. Ηταν η στιγμή της εξιλέωσης για τη χώρα, της οποίας η πρώτη προεδρία στην τότε ΕΟΚ ήταν και η πρώτη στην Ιστορία του θεσμού, από την οποία δεν υπήρξε κείμενο συμπερασμάτων.
Ευκολοδιάβαστο, λόγω του ύφους, αλλά πολύ πυκνό, λόγω της ευστροφίας του συγγραφέα, το βιβλίο του Αγαθοκλή είναι η έσχατη πράξη ευθύνης ενός ανθρώπου που έκανε το καθήκον του με τον καλύτερο τρόπο που εκείνος πίστευε και μπορούσε, και τώρα θέλει να μοιραστεί μαζί μας τα συμπεράσματα μιας επαγγελματικής πορείας που αφιερώθηκε κατά κύριο λόγο στην εμβάθυνση των σχέσεών μας με την Ευρώπη. Πολύτιμο βιβλίο για οποιονδήποτε ενδιαφέρεται σοβαρά για το παρελθόν και το μέλλον του λεγόμενου ευρωπαϊκού πρότζεκτ.
Σχετικά με το δεύτερο, νομίζω ότι ο συγγραφέας τείνει μάλλον προς την απαισιοδοξία: «Αναρωτήθηκε ποτέ κανείς», γράφει προς το τέλος, «γιατί από την εποχή της υπογραφής της ιδρυτικής Συνθήκης της Ρώμης (1957) σε καμία ευρωπαϊκή χώρα δεν διδάσκεται πραγματικά πώς λειτουργεί η Ε.Ε.; Μήπως αυτό συμφέρει τους κρατούντες στα κράτη-μέλη; Που ενώ προωθούν προς τους ευρωπαϊκούς λαούς τα υψηλά ιδανικά μιας Ευρώπης η οποία συνεχώς προχωρεί προς την Ενωσή της, στην πραγματικότητα, σταθερά και με πείσμα, διατηρούν τη διακυβερνητική μορφή της Ε.Ε. χωρίς να υποχωρούν, σταδιακά έστω, προς την ομοσπονδιακή της στάση;».
Αυτά παραπάνω ήταν η γενική παρουσίαση του βιβλίου, το οποίο διάβασα πολύ προσεκτικά και συνιστώ ανεπιφύλακτα. Οσον αφορά, όμως, τα πρόσωπα που παρελαύνουν από το βιβλίο και ειδικά τους υπουργούς υπό τους οποίους υπηρέτησε ο συγγραφέας, θα επανέλθω αύριο. Το θέμα απαιτεί χώρο! Ιδίως για το μέγεθος του ΓΑΠ…