Από την Ολυμπιάδα, στον κορωνοϊό

Από την Ολυμπιάδα, στον κορωνοϊό

3' 9" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Είναι ευχάριστο, και δυστυχώς σπάνιο, να ακούγονται θετικά σχόλια για την Ελλάδα από τα διεθνή μέσα ενημέρωσης. Συμβαίνει αυτή την περίοδο και είναι απόρροια του τρόπου που διαχειριστήκαμε την κρίση του κορωνοϊού.

Το πιο πρόσφατο «θετικό κρούσμα» ήταν το σχόλιο του νομπελίστα οικονομολόγου και αρθρογράφου των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», Πολ Κρούγκμαν, ο οποίος ανέφερε την Ελλάδα ως ένα από τα παραδείγματα χωρών που κατάφεραν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την απειλή, σε αντιδιαστολή με την προσέγγιση του Τραμπ στις ΗΠΑ.

Εγραψε χαρακτηριστικά πως «η συντριβή της καμπύλης δεν είναι εύκολη, αλλά είναι πολύ πιθανή. Στην ουσία πολλές άλλες χώρες, από τη Νότια Κορέα μέχρι τη Νέα Ζηλανδία και, είτε το πιστεύετε είτε όχι, μέχρι και την Ελλάδα, το έχουν ήδη καταφέρει».

Τα θετικά σχόλια, μετά μια μακρά περίοδο σκληρής και αποδεδειγμένα πλέον, υπερβολικής κριτικής κατά της Ελλάδας την προηγούμενη δεκαετία, φέρνουν στη μνήμη την περίοδο πριν και μετά τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων.

Τότε, μετά τον καταιγισμό αρνητικών δημοσιευμάτων που είχαν προηγηθεί, ακολούθησαν ύμνοι για την Ελλάδα.

Το πρακτορείο Ρόιτερς έγραφε για τους «υπερήφανους Ελληνες που διέψευσαν τους κινδυνολόγους οι οποίοι έλεγαν ότι η Αθήνα ποτέ δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας το μεγαλύτερο αθλητικό υπερθέαμα στη γη», το δίκτυο NBC έλεγε πως «αξίζει χρυσό μετάλλιο στην Αθήνα» και πως «οι προβλέψεις περί χάους ποτέ δεν επαληθεύθηκαν, καθώς η Ελλάδα απέδειξε ότι μπορούσε να τα καταφέρει», το CNN είχε ζητήσει συγγνώμη γιατί «σας κοροϊδέψαμε, σας γελοιοποιήσαμε, φανταστήκαμε πως δεν θα ήσασταν έτοιμοι. Κάνατε μια υπέροχη δουλειά», και η βρετανική Daily Telegraph έκλεινε την τελευταία της ανταπόκριση με την επισήμανση ότι οι επισκέπτες της Αθήνας που τώρα φεύγουν «αφήνουν πίσω τους μία πόλη που έχει κάθε δικαίωμα να νιώθει υπερήφανη, το βιβλίο των παραπόνων είναι άδειο».

Υπήρξαν και άλλες στιγμές όπου η χώρα έτυχε διεθνούς αναγνώρισης. Την άνοιξη του 2014 όταν η ελληνική οικονομία άρχιζε να βγαίνει από τη βαθιά ύφεση. Μου έχει μείνει ανεξίτηλη η εικόνα, τον Απρίλιο εκείνης της χρονιάς, στους διαδρόμους του ΔΝΤ, κατά τη διάρκεια της Εαρινής Συνόδου του Ταμείου, να δέχομαι συγχαρητήρια από συναδέλφους αλλά και στελέχη του ΔΝΤ για το πως τα είχαμε καταφέρει ως χώρα.

Ανάλογο κλίμα επικράτησε και το 2018, με τη συμφωνία των Πρεσπών, όπου και πάλι η διεθνής κοινότητα εκθείαζε την Ελλάδα και όλοι την περιέγραφαν ως μέρος μιας λύσης, όχι ενός ακόμη προβλήματος.

Υπάρχει και το μεταναστευτικό – προσφυγικό, όπου στη διάρκεια των τελευταίων ετών η Ελλάδα έλαβε τα εύσημα –υπήρξαν και λάθη, στρατηγικά και τακτικής φύσης, που επικρίθηκαν– από τη διεθνή κοινότητα, ακόμη και από τον Πάπα, για τον ανθρωπισμό που επέδειξε και τη βοήθεια που προσέφερε σε κατατρεγμένους ανθρώπους.

Οι παραπάνω σχετικά πρόσφατες στιγμές έχουν γίνει αντικείμενο εσωτερικής αντιπαράθεσης, με τους μεν να επιτίθενται στη «σκληρή μνημονιακή πολιτική» του Σαμαρά, και τους δε να καταγγέλλουν το «άνοιγμα των συνόρων» και το «ξεπούλημα» της Μακεδονίας.

Αλλά στη διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού –που δεν είναι ακόμη πίσω μας, βρίσκεται σε εξέλιξη, ας μην το ξεχνάμε– κάναμε όλοι σωστές κινήσεις, ακούσαμε τους ειδικούς, συσπειρωθήκαμε.

Η κυβέρνηση αντέδρασε γρήγορα και αποτελεσματικά. Αλλά και όλοι, τα κόμματα, ο κρατικός μηχανισμός, οι φορείς, και τελικά οι ίδιοι οι πολίτες, ενήργησαν με ορθό τρόπο. Υπό αυτό το πρίσμα τα θετικά σχόλια παραπέμπουν στην επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων που ήταν επιτυχία όλων των Ελλήνων.

Ισως για πρώτη φορά μετά το 2004 υπάρχει διάχυτη εμπιστοσύνη στις δυνατότητές μας. Ωστόσο, η πρόκληση που ακολουθεί θα είναι ακόμη μεγαλύτερη.

Στη νέα και από πολλές απόψεις πιο δύσκολη κανονικότητα που θα ακολουθήσει θα δοκιμασθούν όχι μόνο η οικονομία, αλλά και οι θεσμοί. Το στοίχημα είναι να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή και να αναδυθεί μια πιο σύγχρονη Ελλάδα που θα μπορέσει γρήγορα να σταθεί στα πόδια της.

Προς το παρόν, σε γενικές γραμμές έχει υπάρξει πολιτική και κοινωνική συναίνεση, η οποία, όμως, τελευταία αρχίζει να διαταράσσεται. Να μη διολισθήσουμε στον κακό εαυτό μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή