Δεν ξέρω αν υπήρξε ποτέ Ιούνιος που να φέρει τη βεβαιότητα ότι έχουμε μπροστά μας ένα «ασφαλές καλοκαίρι». l Σίγουρα πάντως δεν υπήρξε τέτοιος Ιούνιος την τελευταία δεκαετία l -που ποιον να πρωτοθυμηθείς, του ’10, του ’11, του ’12 ή του ’15 του πυρίκαυστου και τραγελαφικού· l για να μην πιάσουμε των επόμενων συριζανελικών Ιουνίων το ανάγνωσμα. l Αλλά δεν είναι ανάγκη να πάμε πιο μακριά από τον περσινό Ιούνιο. l Οπότε ζούσαμε πάλι υπό αγωνιώδη αναμονή. l Οχι μόνο αν θα επαληθευθούν στις επερχόμενες εκλογές οι καλοί οιωνοί των άρτι προηγηθεισών l -για να στείλουμε την Πρωτηφορά Ανελαριστερά στο χρονοντούπαλο της Ιστορίας, που λέει κι ο Τσαλακώτος-, l αλλά και μη γίνουν πράξη οι συνεχείς, και τότε, απειλές του προβληματικού γείτονα για κάποιο «θερμό επεισόδιο». l Αγωνία, αυτή η τελευταία, που διήρκεσε όλο το περσινό θέρος l -πλην υπό την κατευναστική επίδραση ενός αντίδοτου: l της αισιοδοξίας που είχε γεννήσει το εξορκιστικό και αλεξίκακο αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιουλίου. l
Ο φετινός Ιούνιος, τώρα, μας βρήκε με τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα όσον αφορά την πάγκοινη επιθυμία για ένα «ασφαλές καλοκαίρι». l Επειδή, πρώτον, κοντά στον πάγιο Ερντογάν και τις απειλές του έχουμε, δεύτερον, και την αβεβαιότητα της πορείας της πανδημίας, αλλά και, τρίτον, και εξίσου φαρμακερό, τη βεβαιότητα των βρόχων που επέφερε ήδη η πανδημία στην οικονομία. l Πλην όμως. l Και δόξα σοι ο Γιαραμπής, και φέτος: l Ολη αυτή η αγωνιώδης αβεβαιότητα για το καλοκαίρι που μας περιμένει συνοδεύεται και πάλι από ένα πολύ παρηγορητικό γεγονός: l των μεγάλων, μυθικών για τη χώρα μας ποσών, που θα της διαθέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση για να ορθοποδήσει τα αμέσως επόμενα χρόνια. l Αυτό βέβαια έχει ορισμένες απροσδιόριστες ακόμη παραμέτρους l -τις οποίες υπερτονίζουν στις αμήχανες ή καταφαρμακωμένες «τοποθετήσεις» τους ορισμένοι ζεματισμένοι «πρώην αντιευρωπαϊστές»-, l αλλά υπάρχει πάντως κάτι βέβαιο που γεννά ελπίδες για ανάκαμψη της χώρας. l Και αυτό σκέπει παρηγορητικά και το καλοκαίρι που έχουμε μπροστά μας. l
(Οσο το επιτρέπει βέβαια «η βεβαιότητα ότι βεβαιότητα δεν υπάρχει». l Που κι αυτή η βεβαιότητα -για τη σχετικότητα των ανθρωπίνων- έχει, κατά Μίλαν Κούντερα, μιαν «παράξενη ηδονή». l Μια βεβαιότητα αναντίρρητη επιτέλους, βρε αδερφέ). l
Τελευταία ραδιοπαρουσιαστές, ακόμη και δημοσιογράφοι, έχουν βαλθεί ν’ αναπτερώνουν το ηθικό μας: l Μας αποκαλούν όλους ομάδι «παιδιά» -«ανεξαρτήτου ηλικίας». l «Γεια σας βρε παιδιά, εδώ είμαστε κι εμείς» λένε -να παίξουμε εφτάπετρα ή μηλαρόνια, προφανώς. l Να ’ναι καλά, οι μελίρρυτοι. l Μπροστά στη μούχλα «κυρίες και κύριοι», ε; l «Παιδιά» τσουβαλάτα, «απλά», «στη δημοτική» που λένε. l «Κορίτσια κι αγόρια, φιλάκια», ο φιλήμων. l «Αγαπημένοι μου κι αγαπημένες μου», ο πανηδονιστής. l Ασε την λιωμένη, κάθε σχόλη, «λατρεμέεενοι μου και λατρεμέεενες μου». l Ερωτόλογα, σου λέω. l Σορόπια και ροσόλια. l Αχάριστε εσχατόγερε. l
Εκτός από τις τσαούσες και τους τσαούσηδες: «Θέλω να μου πείτε…». l Μωρ, τι μας λες! l «Θέλω». Και «να ΜΟΥ». l Ποιος νομίζεις πως είσαι, κυρά μου; l «Η προσωποποίηση του καναλιού» θα πεις, έτσι νιώθεις, «που ανεβάζει και κατεβάζει». l Αλλ’ ακόμη κι αν ισχύει αυτό, η ευγένεια και το δημοσιογραφικό δέον -άσε το ήθος, άσ’ το αυτό το αζήτητον- δεν επιτρέπουν, σιδηρά μου ύπαρξη, ούτε «θέλω» ούτε «ΜΟΥ». l
Και επιτέλους, παιδιά: Δεν λέμε «Πέστε μου, κύριε υπουργέ», l είναι λάθος, παιδιά. l «Πες» είναι προστακτική στο β΄ ενικό: «Πες μου». l Η προστακτική στο β΄ πληθυντικό (και ευγενείας) είναι «Πείτε». l «Πείτε μας», που να σας το πει το κοντρόλ στ’ αφτί κι ο μπούμαν στο κεφάλι.