Ηταν ανάγκη;

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οποιος παίζει τένις με τον πρωθυπουργό γνωρίζει πολύ καλά ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο αυστηρότερος κριτής του εαυτού του. (Τι του σούρνει –του εαυτού του– για κάθε λάθος του στο τερέν δεν περιγράφεται…) Είμαι βέβαιος, ως εκ τούτου, ότι καταλαβαίνει πολύ καλά πως το λάθος στον χειρισμό της αναγγελίας του ανασχηματισμού ήταν δικό του. Δεν είχε κανένα λόγο να επιβεβαιώσει, έστω και χαριτολογών, τον επερχόμενο ανασχηματισμό. Το αστειάκι του, για τις αποφάσεις εκείνες που τις παίρνει στα βουνά, ήταν αυτό που έκανε την πλάστιγγα να κλίνει οριστικά προς τη βεβαιότητα του ανασχηματισμού.

Οπως είχαν περιγράψει το όλο ζήτημα οι Γεραπετρίτης και Πέτσας, δεν θα μπορούσε να ήταν καλύτερα. Ολοι οι ενδιαφερόμενοι είχαν καταλάβει ότι ετοιμάζεται διορθωτικός ανασχηματισμός, αλλά το πότε ήταν αβέβαιο. Οχι, όμως, από τη στιγμή που το σχολίασε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ηταν επόμενο, κατόπιν αυτού, να ξεκινήσει η ονοματολογία. Οχι μόνο λόγω του φυσιολογικού ενδιαφέροντος των ΜΜΕ, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: επειδή αυτή η κυβέρνηση έχει οργάνωση και σύστημα και δεν είναι κυβέρνηση χαβαλέδων, όλοι γνωρίζουμε ποια στελέχη της δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες και είναι υποψήφιοι προς αντικατάσταση. Ετσι, ήταν αναπόφευκτο, την επομένη, όλα τα ΜΜΕ να δημοσιεύουν τα ίδια ονόματα! Ακομψο, πρέπει να παραδεχθούμε, και όχι από πλευράς των ΜΜΕ, που εν προκειμένω έκαναν τη δουλειά τους σωστά. Εν πάση περιπτώσει, μικρό το κακό και μακάρι τα λάθη της κυβέρνησης να είναι μόνο τέτοια…

Κάθε άλλο παρά

Σε συνέντευξη του υπουργού Εξωτερικών, που δημοσιεύθηκε την περασμένη Κυριακή, ο Νίκος Δένδιας υπερασπίσθηκε τη συμφωνία με την Ιταλία για τις θαλάσσιες ζώνες, λέγοντας το εξής: «Η Ελλάδα δεν έπρεπε να χάσει μια ιστορική ευκαιρία, όπως συνέβη στο παρελθόν με τη Λιβύη, όταν για ποσοστό 3,7% επί της συνολικής έκτασης δεν οριοθετήθηκαν οι θαλάσσιες ζώνες με τη συγκεκριμένη χώρα. Η ευθυνοφοβία και η τακτική να μην υπογράφουμε τίποτα για να μην κατηγορηθούμε για τίποτα δεν είναι καλός σύμβουλος στην εξωτερική πολιτική».

Ως προς την ακροτελεύτια διαπίστωση, προσυπογράφω με χέρια και με πόδια. (Δεν είναι σχήμα λόγου. Ως επαγγελματίας δημοσιογράφος γνωρίζω να γράφω και με το πόδι: είναι προϋπόθεση για να ασκήσεις το επάγγελμα…) Πράγματι, η ευθυνοφοβία έχει κόστος στην εξωτερική πολιτική – εν προκειμένω, μάλιστα, το παράδειγμα του Κυπριακού είναι πάντα χρήσιμο και το 2004 σχετικά κοντινό στη μνήμη. Ομως, ειδικά για την περίπτωση των διαπραγματεύσεων με τη Λιβύη, η εξήγηση της ανυπαρξίας αποτελεσμάτων επί τόσα χρόνια με την επίκληση της ευθυνοφοβίας είναι ισχυρισμός εσφαλμένος και άδικος, προερχόμενος μάλιστα από έναν άνθρωπο που όσοι τον γνωρίζουν καταλαβαίνουν αμέσως ότι είναι ένας κύριος με το κάπα κεφαλαίο. 

Το 3,7%, στο οποίο αναφέρεται ο υπουργός, δεν είναι το ποσοστό των υποχωρήσεων που μας ζητούσαν οι Λίβυοι και το οποίο προκύπτει αθροιστικά από συμβιβασμούς σε επιμέρους σημεία. Αν ήταν αυτό μόνο, τότε θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στην ευθυνοφοβία την τελμάτωση των διαπραγματεύσεων. Το 3,7% –το οποίο, αν θέλουμε να είμαστε τελείως ακριβείς, είναι στην πραγματικότητα 3,8%– είναι το σύνολο της υφαλοκρηπίδας συγκεκριμένων ελληνικών νησιών νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου, για τα οποία οι Λίβυοι δεν θέλουν καθόλου υφαλοκρηπίδα. Ποιοι διπλωμάτες (με σώας τα φρένας) θα δέχονταν κάτι τέτοιο, όταν η σταθερή θέση της Ελλάδος, αφότου έσπευσε μόλις το 1972 να αναγνωρίσει τη Σύμβαση του Δικαίου της Θαλάσσης, λόγω των τουρκικών πιέσεων που τότε είχαν ξεκινήσει, είναι ότι όλα τα κατοικημένα νησιά διαθέτουν υφαλοκρηπίδα; Αυτός δεν είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής μας;

Είναι φυσικό να αισθανόμαστε δυσάρεστα και πολύ στριμωγμένοι αφότου η Τουρκία έκανε την τριπλή συμφωνία με τη νόμιμη κυβέρνηση της Λιβύης (ενεργειακή, πολιτική και στρατιωτική). Ολιγωρία και  ευθυνοφοβία, όμως, δεν εξηγούν τη δύσκολη θέση στην οποία έχουμε βρεθεί. Οι αληθινές αιτίες αφορούν μάλλον τις αδυναμίες της στρατηγικής στην οποία επιμένουμε. Σε αυτό, όμως, θα μου επιτρέψετε να επανέλθω στο φύλλο της Κυριακής…

Φυσικό της

Η Ρένα Δούρου παρενέβη στη διαμάχη Τσίπρα – Σκουρλέτη περί της φυσιογνωμίας του κόμματος με την εξής δήλωση: «Ο ΣΥΡΙΖΑ επιμένει, παρά την παγκοσμίως, πανευρωπαϊκά και εθνικά, ηγετική φυσιογνωμία του Αλέξη Τσίπρα, να μην είναι ένα αρχηγοκεντρικό κόμμα». Χρειάζεται να το επαναλάβω, γιατί δύσκολα χωράει στο μυαλό του ανθρώπου με την πρώτη: ο Τσίπρας είναι, κατά την κ. Δούρου, ένας ηγέτης παγκόσμιος, πανευρωπαϊκός και, ασφαλώς, εθνικός.

Η πρώτη σκέψη μου ήταν ότι, για να το εκστομίσει αυτό κάποιος –ακόμη και αν πρόκειται για την κ. Δούρου–, πρέπει να έχει χάσει κάποιο πολύ σοβαρό στοίχημα. Αλλιώς δεν βγαίνεις να πεις τέτοια μπαρούφα. Να ερχόταν από τίποτε ουζάκια και να είχε μερακλώσει; Το θεωρώ όλως απίθανο. Μετά, θυμήθηκα το Μάτι και κατάλαβα ότι είναι, απλώς, το φυσικό της. Δεν νιώθει την ντροπή. Τεράστιο πλεονέκτημα για να πας μπροστά στη ζωή…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή