Οι προϋποθέσεις για μια ελάχιστη συνεννόηση

Οι προϋποθέσεις για μια ελάχιστη συνεννόηση

3' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Την Κυριακή 28.6.2020 η «Κ» δημοσίευσε ένα εύστοχο και περιεκτικό κύριο άρθρο. Διαπίστωνε «ότι θα ήταν καταστροφικό να μονοπωληθεί η δημόσια ζωή από ανταλλαγή ποινικών καταγγελιών. Τα κόμματα δεν είναι γραφεία ούτε εισαγγελέων ούτε ντέτεκτιβ. Οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να διατηρήσουν τη δυνατότητα συνεννόησης για τα μεγάλα θέματα. Η χώρα δεν έχει την πολυτέλεια να βαλτώσει στη λάσπη». Προσυπογράφω. Είκοσι ημέρες μετά, η χώρα δυστυχώς χορεύει στον βάλτο και η διάθεση αυτών που σέρνουν τον χορό είναι να την παρασύρουν ακόμα βαθύτερα. Φανατικοί και ανιστόρητοι νομίζουν ότι με τα σκάνδαλα και τη σκανδαλολογία θα επιφέρουν καθοριστικό χτύπημα στον αντίπαλο, ο οποίος θα δεχθεί στωικά το πλήγμα και δεν θα απαντήσει. Στην πράξη τα χτυπήματα διαδέχονται το ένα το άλλο, τον Μιωνή ο υπερκοριός της ΚΥΠ και ούτω καθεξής, με αποτέλεσμα η πολιτική ζωή να πλήττεται, οι πολίτες να αποκαρδιώνονται, η δημοκρατία να υπονομεύεται.

Και όμως, αυτόν τον πρώτο χρόνο της διακυβέρνησης από τη Ν.Δ. η αξιωματική αντιπολίτευση σε πέντε τουλάχιστον ζητήματα παρείχε συναίνεση που η ίδια δεν αξιώθηκε όσο ήταν στην κυβέρνηση. Στην ψήφο των ομογενών, στην εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, στα γεγονότα στον Εβρο, στην πανδημία και στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Ούτε λίγα, ούτε δευτερεύοντα είναι. Ούτε αυτονόητη ήταν αυτή η στάση αν θυμηθούμε το είδος της αντιπολίτευσης που άσκησε η Ν.Δ. με αφορμή την επωφελή – όπως όλοι πλέον αναγνωρίζουν– Συνθήκη των Πρεσπών. Η αντιπαράθεση σε άλλα κορυφαία ζητήματα όπως η οικονομία, το προσφυγικό – μεταναστευτικό, η Παιδεία ήταν αναμενόμενη και εντός δημοκρατικού πλαισίου και της διαφοράς Αριστεράς-Δεξιάς στις νέες συνθήκες.

Και ενώ όλα αυτά προανήγγελλαν μια επιστροφή στην πολυδιαφημισμένη κανονικότητα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. υπό τα χειροκροτήματα της ακραίας πτέρυγας του κόμματος ανοίγει έναν ολισθηρό δρόμο στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτήν που a contrario προέκυπτε στο editorial της «Κ». Το ερώτημα είναι «γιατί τώρα;». Για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί θέλει να έχει ανοικτό διάδρομο για εκλογές το φθινόπωρο πριν το τσουνάμι της κοινωνικοοικονομικής κρίσης εκμηδενίσει τα κέρδη από την επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας στην πρώτη φάση. Και δεύτερον, γιατί νομίζει ότι με αυτή την επίθεση θα αποδυναμώσει το ισχυρό χαρτί του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, τον Αλέξη Τσίπρα. Σφάλλει και στις δύο περιπτώσεις. Ο πολιτικός χρόνος μέχρι το φθινόπωρο είναι μεγάλος και η ανακολουθία αν προκηρύξει εκλογές ακόμα μεγαλύτερη. Επίσης, η συσπείρωση γύρω από τον βαλλόμενο ηγέτη είναι το μόνο σίγουρο, όπως μάθαμε το δύσκολο ’89. Καλό για τον τόπο θα ήταν η ηγεσία της Ν.Δ. να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία ήρθε για να μείνει και θα είναι η ραχοκοκαλιά του ενός πόλου σε ένα διπολικό σύστημα.

Ο χορός στη λάσπη θα έχει δύο θύματα: τον ήδη τραυματισμένο βαθιά στη συνείδηση του λαού θεσμό της Δικαιοσύνης και την αναγκαία συναίνεση σε κρίσιμα θέματα, όπως αυτά της εξωτερικής πολιτικής με αιχμή τα ελληνοτουρκικά. Εδώ η κυβέρνηση δεν μπορεί να κάνει βήμα χωρίς τη συνεννόηση με την αξιωματική αντιπολίτευση. Βρίσκεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες της αντιπολίτευσης που άσκησε στη Συνθήκη των Πρεσπών και των αρνητικών αντιδράσεών της όταν ο Τσίπρας συναντιόταν με τον Ερντογάν. Εσπειρε μακεδονομάχους και θερίζει τουρκοφάγους. Εχει ένα διχασμένο κόμμα με τον κ. Σαμαρά να δηλώνει ότι «δεν κάνεις διάλογο με πειρατές», την ώρα που Μητσοτάκης και Ερντογάν είχαν τηλεφωνική επικοινωνία. Πάνω από όλα υπάρχει μια κοινή γνώμη βομβαρδισμένη από στερεότυπα, που αντιδρά αρνητικά (βλέπε περίπτωση Ροζάκη) σε κάθε προσπάθεια να ανοίξει δρόμος διαλόγου ώστε να προχωρήσουν διερευνητικές συζητήσεις με τελική κατάληξη την υπογραφή συνυποσχετικού για παραπομπή των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αυτή τη στιγμή επικρέμαται ο κίνδυνος να συρθούμε σε συζητήσεις μετά ένα θερμό επεισόδιο. Στην Κύπρο όπου βρίσκεται ο πυρήνας των ελληνοτουρκικών διαφορών δεν δικαιώθηκαν οι σχεδιασμοί για το φυσικό αέριο και επείγει να εγκαταλειφθεί η αβάσιμη ευφορία για τη μετατροπή της Κύπρου σε ενεργειακό κόμβο και να επιστρέψουμε στη λύση της διζωνικής δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Δηλαδή στο πλαίσιο Γκουτέρες που ατυχώς αρνηθήκαμε στο Κραν-Μοντανά.

Αυτά είναι κρίσιμα ζητήματα στα οποία απαιτείται μια ελάχιστη συνεννόηση κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτό το πλαίσιο στοιχειώδους συνεννόησης κινδυνεύει να θαφτεί κάτω από τη λάσπη. Στο χέρι μας είναι να το αποτρέψουμε.

* Ο κ. Ν. Μπίστης είναι μέλος του Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή