Αυξήθηκε η θνησιμότητα στην Ευρώπη

Αυξήθηκε η θνησιμότητα στην Ευρώπη

3' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η θνησιμότητα στην Ευρώπη, την περίοδο Μαρτίου – Απριλίου 2020, αυξήθηκε κατά περίπου 70% σε σύγκριση με την αναμενόμενη. Από την αρχή του 2020 παρατηρήθηκαν 200.000 περισσότεροι θάνατοι στην Ευρώπη, από ό,τι αναμένονταν, κυρίως στις ηλικίες 65+ ετών. Στην Ελλάδα δεν παρατηρείται καμία αύξηση, σε καμία ηλικιακή ομάδα, της θνησιμότητας την περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2020. Στις περιοχές της Ευρώπης με σχετικά υψηλό προσδόκιμο ζωής, αυτό θα παρουσιάσει αξιοσημείωτη μείωση, που μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 2 χαμένα έτη ζωής αν νοσήσει το 10% του πληθυσμού.

Μέχρι σήμερα έχουν δηλωθεί περίπου 14 εκατ. κρούσματα παγκοσμίως από την πρώτη επιδημία του 21ου αιώνα, εκ των οποίων περίπου 580.000 κατέληξαν στον θάνατο. Είναι όμως γεγονός ότι ο πραγματικός αριθμός των κρουσμάτων δημιουργεί πολλή συζήτηση, καθώς και σύγχυση, διότι το πρωτόκολλο που ακολουθούν οι περισσότερες χώρες είναι μια «μετριοπαθής» τακτική στην ανίχνευση των κρουσμάτων. Εστιάζουν κυρίως σε άτομα που εμφανίζουν μέτρια ή σοβαρά συμπτώματα ή και ανήκουν σε κάποιες από τις ομάδες υψηλού κινδύνου, και όχι με «σάρωση» τυχαίων και αντιπροσωπευτικών δειγμάτων του πληθυσμού, μέσω επιδημιολογικών ερευνών, και η οποία θα έδινε με μεγαλύτερη ακρίβεια την πραγματική «εικόνα» της νόσου στον πληθυσμό. Ετσι, άτομα με ήπια, ελαφρά συμπτώματα, ή και χωρίς καθόλου αντιληπτά συμπτώματα μπορεί να είναι φορείς της νόσου, και να τη μεταδίδουν, χωρίς τα ίδια να έχουν καταγραφεί ως κρούσματα. Τα επιδημιολογικά δεδομένα, ακόμα και αυτά που προκύπτουν από τις πύλες εισόδου της χώρας μας με το άνοιγμα των συνόρων, δείχνουν ότι από τα συνολικά κρούσματα, περίπου 8 στους 10 ήταν ασυμπτωματικοί και, συνεπώς, δεν θα είχαν διαγνωστεί αν δεν είχαν κάνει το τεστ, οικειοθελώς ή κατόπιν υπόδειξης. Αυτή, εν μέρει, είναι και μια πιθανή εξήγηση για τις διάφορες τοπικές, «επιδημικές» εξάρσεις που παρατηρούνται τελευταία, ακόμα και στη χώρα μας.

Το ευρωπαϊκό δίκτυο EuroMOMO, στο οποίο συμμετέχει και η Ελλάδα μέσω του ΕΟΔΥ, είναι ένα παρατηρητήριο της θνησιμότητας στην Ευρώπη. Με βάση τα τελευταία δεδομένα από 24 χώρες, οι θάνατοι την περίοδο Απριλίου 2020 προσεγγίζουν τις 90.000, και είναι κατά περίπου 70% αυξημένοι σε σύγκριση με τους αναμενόμενους για την ίδια περίοδο Επίσης, είναι η υψηλότερη θνησιμότητα των τελευταίων ετών, ξεπερνώντας κατά 24% την αμέσως προηγούμενη περίοδο έξαρσης, αυτή του χειμώνα του 2017. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι συνολικοί θάνατοι από την αρχή του 2020 μέχρι σήμερα είναι κατά 200.000 περισσότεροι από τους αναμενόμενους, με την επιδημική έκρηξη να διαρκεί μέχρι και τον Ιούνιο του 2020. Το μεγαλύτερο μερίδιο των «επιπλέον» θανάτων στην Ευρώπη το έχει η ηλικιακή ομάδα των 65+ ετών, όπου και παρατηρείται συνολική έξαρση έως και 170.000 θανάτων περισσότερων από όσους αναμένονταν με βάση τα επιδημιολογικά στοιχεία των προηγούμενων ετών. Το γεγονός αυτό αναμένεται να αλλάξει και τη δημογραφική κατανομή της Γηραιάς Ηπείρου.

Σε αντίθεση με την εικόνα που έχει η υπόλοιπη Ευρώπη, στην Ελλάδα δεν παρατηρείται καμία αύξηση της θνησιμότητας την ίδια περίοδο Μαρτίου-Ιουνίου 2020, ούτε και στην ηλικιακή ομάδα των 65+ ή των άνω των 85 ετών, γεγονός που αναδεικνύει ακόμα πιο έντονα την επιτυχημένη αντιμετώπιση της επιδημίας στη χώρα.

Η πανδημία COVID-19 προκάλεσε σημαντικό αριθμό θανάτων παγκοσμίως. Εάν ο αριθμός των κρουσμάτων συνεχίσει να αυξάνεται, μπορεί δυνητικά να έχει αντίκτυπο και στο προσδόκιμο ζωής. Αποτελέσματα από πρόσφατες έρευνες του διεθνούς Ινστιτούτου IIASA δείχνουν ότι στις περιοχές του πλανήτη με σχετικά υψηλό προσδόκιμο ζωής, όπως είναι και η Ελλάδα, για επιπολασμό της COVID-19 μεγαλύτερο του 1 ή 2% του πληθυσμού, το προσδόκιμο ζωής θα παρουσιάσει αξιοσημείωτη μείωση, που μπορεί να φτάσει για την Ευρώπη ακόμα και τα 2 χαμένα έτη ζωής αν νοσήσει το 10% του πληθυσμού. Ευτυχώς, η Ελλάδα φαίνεται να είναι μακριά από αυτό το σενάριο, λόγω της, σχεδόν, μηδενικής μεταβολής στη θνησιμότητα που παρατηρείται την περίοδο της πανδημίας (η μόνη οριακά αξιοσημείωτη αύξηση παρατηρείται τον Ιούλιο).

* Ο κ. Δημοσθένης Παναγιωτάκος είναι καθηγητής Βιοστατιστικής και Επιδημιολογίας στη Σχολή Επιστημών Υγείας και Αγωγής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου, καθηγητής στη Σχολή Επιστημών Υγείας, University of Canberra, Αυστραλία, και τακτικό μέλος, Scientific Committee for Health, Emerging and Environmental Risks,DG-SANTE, European Commission.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή